Στο ενδεχόμενο να παρακάμπτουν τους μεσάζοντες και να προχωρούν στην πώληση φαρμάκων απευθείας σε ασθενείς προσανατολίζονται οι φαρμακοβιομηχανίες στις ΗΠΑ, μετά από την απαίτηση του Ντόναλντ Τραμπ για μειώσεις στις τιμές, αλλά και των δασμών, που σύμφωνα με τον Αμερικανό πρόεδρο αρχικά θα είναι χαμηλοί, όμως σταδιακά αναμένεται να φτάσουν το 150% με 250%.

«H direct πώληση απευθείας στον ασθενή, είναι μια από τις εναλλακτικές επιλογές μας», δήλωσε σε συνέντευξή της η Διευθύνουσα Σύμβουλος του γερμανικού ομίλου Merck, Μπελέν Γκαρίχο (Belen Garijo).

1

«Ωστόσο, δεν έχουμε ακόμη αρχίσει να το εφαρμόζουμε στην πράξη, ενώ θα εξαρτηθεί και από τα προϊόντα», συνέχισε.

Να υπενθυμίσουμε ότι ο Τραμπ έχει επανειλημμένα τονίσει – κατά τη διάρκεια και των δύο του θητειών – ότι οι ασθενείς στις ΗΠΑ πληρώνουν πολύ μεγαλύτερα ποσά για συνταγογραφούμενα φάρμακα, από ό,τι οι πολίτες άλλων χωρών.

Πράγματι, οι τιμές των φαρμάκων στις ΗΠΑ εμφανίζονται έως και 10 φορές υψηλότερες από άλλα κράτη, σύμφωνα με το think tank Rand Corp.

Μάλιστα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα δημοσκόπησης της KFF, τρεις στους τέσσερις ενήλικες στις ΗΠΑ θεωρούν δυσβάσταχτο το κόστος των φαρμάκων.

Οι σημαντικοί (και αμφιλεγόμενοι) PBM

Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι ΗΠΑ εφαρμόζουν ένα πολύπλοκο υγειονομικό σύστημα, στο οποίο οι μεσάζοντες, γνωστοί ως PBM, αποτελούν τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα σε φαρμακευτικές, ασφαλιστικές εταιρείες και φαρμακείων.

Διαχειρίζονται τα προγράμματα φαρμακευτικής περίθαλψης – όπως τα Medicare και Medicaid για τους ηλικιωμένους και τους απόρους – για λογαριασμό ασφαλιστικών εταιρειών, μεγάλων εργοδοτών, συνδικάτων και κυβερνητικών οντοτήτων.

Ο ρόλος που διαδραματίζουν οι PBM θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς διαπραγματεύονται με τις φαρμακευτικές τις τιμές των φαρμάκων, εκπτώσεις και επιστροφές (rebates), ενώ διαχειρίζονται το δίκτυο φαρμακείων.

Αυτή η πολυπλοκότητα του συστήματος, οδηγεί τις τιμές των φαρμάκων στο υψηλότερο σημείο παγκοσμίως.

Ταυτόχρονα, εγείρει ερωτηματικά σε θέματα αποτελεσματικότητας και διαφάνειας των PBM.

«Πονοκέφαλος» για τους φαρμακευτικούς κολοσσούς

Να σημειωθεί ότι η Merck, ακολουθεί τα βήματα άλλων φαρμακευτικών κολοσσών όπως η Roche και η AstraZeneca, που αναζητούν τρόπους για να μειώσουν τις τιμές, χωρίς να επηρεαστούν τα καθαρά τους κέρδη.

Η γερμανική φαρμακοβιομηχανία ήταν μία από τις 17 φαρμακευτικές εταιρείες όπως οι Eli Lilly, Novo Nordisk και Pfizer, που έλαβαν επιστολή από τον Τραμπ την περασμένη εβδομάδα, με την οποία ζήτησε την άμεση μείωση των τιμών στα φάρμακα, που βρίσκονται στη διάθεση των πολιτών.

«Από εδώ και πέρα, απαιτώ από τις φαρμακοβιομηχανίες μια δέσμευση που θα προσφέρει άμεση ανακούφιση στις αμερικανικές οικογένειες από τις εξωφρενικά υψηλές τιμές φαρμάκων, ενώ θα πρέπει να τερματιστεί η δωρεάν εκμετάλλευση της αμερικανικής καινοτομίας από ευρωπαϊκές και άλλες ανεπτυγμένες χώρες», ανέφερε μεταξύ άλλων ο Τραμπ στις επιστολές του.

Μάλιστα, έδωσε στις φαρμακοβιομηχανίες προθεσμία 60 ημερών, προκειμένου να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις του.

Ωστόσο, σύμφωνα με τους ειδικούς, οι κινήσεις των φαρμακοβιομηχανιών δεν αναμένεται να μειώσουν την εξάρτηση των ΗΠΑ από ξένες πηγές, ούτε είναι πιθανό να οδηγήσουν σε χαμηλότερο κόστος για τους Αμερικανούς καταναλωτές.

Ένα σημαντικό μερίδιο της αλυσίδας εφοδιασμού για ορισμένα γενόσημα φάρμακα προέρχεται από το εξωτερικό και θα μπορούσε να διαταραχθεί κατά τη διάρκεια γεωπολιτικών κρίσεων, ένας κίνδυνος που έχει επανειλημμένα επισημανθεί από μια διακομματική ομάδα γερουσιαστών.

Επενδύσεις $250 δισ. στον κλάδο

Την ίδια στιγμή, η Merck στρέφεται στις ΗΠΑ για ανάπτυξη, με την CEO να σημειώνει ότι η εταιρεία θα συνεχίσει να επενδύει στη χώρα «όχι μόνο για να διατηρήσει το μομέντουμ σε μια εξαιρετικά ελκυστική αγορά, αλλά και για να ενισχύσει το αποτύπωμά της, κυρίως στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης».

Στο ίδιο μήκος κύματος και η AstraZeneca, ανακοίνωσε ότι επενδύει 50 δισεκατομμύρια δολάρια, προκειμένου να ενισχυθεί η παραγωγή φαρμάκων στις ΗΠΑ.

Από την άλλη, η Johnson & Johnson επενδύει 55 δισεκατομμύρια δολάρια σε παραγωγή και έρευνα, ενώ η Eli Lilly ανέφερε ότι θα δαπανήσει 27 δισεκατομμύρια δολάρια για την κατασκευή τεσσάρων νέων εργοστασίων στις ΗΠΑ.

Συνολικά, οι προγραμματισμένες επενδύσεις υπερβαίνουν τα 250 δισεκατομμύρια δολάρια.

Εντούτοις, η αύξηση της παραγωγής στις ΗΠΑ, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι ασθενείς θα δουν φθηνότερα φάρμακα, επισημαίνουν οι ειδικοί του κλάδου.

Πολλοί μάλιστα πιστεύουν ότι οι φαρμακοβιομηχανίες αναμένεται να μετακυλήσουν τουλάχιστον ένα μέρος του πρόσθετου κόστους τους στους καταναλωτές, οι οποίοι θα μπορούσαν να καταλήξουν να πληρώνουν περισσότερα στο φαρμακείο, και στα μηνιαία ασφάλιστρά τους.

Διαβάστε επίσης: 

Τραμπ: Δασμοί ως 250% στα φάρμακα – Θέλουμε τα φαρμακευτικά προϊόντα να παράγονται στη χώρα μας

Novo Nordisk: Σε χαμηλό 4ετίας η ανάπτυξη – Δυσοίωνες προβλέψεις για Wegovy και Ozempic

Merck: Η μεγαλύτερη στρατηγική της επένδυση από το 2023 – Το deal των 10 δισ. για την Verona Pharma