Παρά τη συγκυρία που ευνοεί τον κλάδο, με υψηλές τιμές στα ψάρια, αποκλιμάκωση του κόστους πρώτων υλών και αυξημένη ζήτηση από τις αγορές του εξωτερικού, οι ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες παραμένουν εγκλωβισμένες σε ένα θεσμικό κενό. Την ώρα που η Τουρκία κερδίζει συνεχώς έδαφος στην ευρωπαϊκή αγορά, οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του νέου Ειδικού Χωροταξικού Σχεδίου στερούν από τις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις και να αυξήσουν την παραγωγή.

Μόλις πριν από ενάμιση μήνα, ο πρόεδρος της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), Απόστολος Τουραλιάς, χαιρέτιζε από το βήμα της ΔΕΘ τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για την επιτάχυνση των ειδικών χωροταξικών πλαισίων. Σήμερα, ωστόσο, ο ίδιος παραδέχεται πως ο κλάδος «ανασαίνει οικονομικά αλλά παραμένει θεσμικά παγιδευμένος».

1

Το νέο Ειδικό Χωροταξικό Σχέδιο για τις Ιχθυοκαλλιέργειες αφορά τη δημιουργία των λεγόμενων Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ) – των ζωνών δηλαδή όπου επιτρέπεται η οργανωμένη εγκατάσταση και λειτουργία μονάδων, με καθορισμένους περιβαλλοντικούς και χωροταξικούς κανόνες. Πρόκειται για ένα εργαλείο-κλειδί για την αδειοδότηση νέων επενδύσεων, την επέκταση των υφιστάμενων μονάδων και συνολικά για τη βιώσιμη ανάπτυξη του κλάδου.

Στα… συρτάρια το χωροταξικό

Ωστόσο, παρά το ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα και τις επανειλημμένες δεσμεύσεις των κυβερνήσεων για ολοκλήρωση, το χωροταξικό παραμένει στα συρτάρια του αρμόδιου υπουργείου. Η αναθεώρησή του, που θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί ήδη από το 2022, δεν έχει ακόμη προχωρήσει. Έτσι, από τις 23 ΠΟΑΥ μόλις επτά έχουν ιδρυθεί.

«Η καθυστέρηση αυτή δεν αναστέλλει μόνον την ανάπτυξη του κλάδου αλλά και της χώρας υπονομεύοντας τους στόχους ανάπτυξης που έχουν τεθεί στα Πολυετή Αναπτυξιακά Σχέδια» όπως ανέφερε ο κ. Τουραλιάς σε πρόσφατη δημοσιογραφική συνάντηση.

Η καθυστέρηση στην εφαρμογή του χωροταξικού δεν δημιουργεί μόνο θεσμική ασάφεια, αλλά και εμπόδια στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Η απουσία οργανωμένων ζωνών – κατά το πρότυπο των βιομηχανικών περιοχών – δυσχεραίνει τον έλεγχο και την εποπτεία των μονάδων, ενώ ταυτόχρονα υπονομεύει την προώθηση νέων επενδύσεων. Και αυτό γιατί όπως επισημαίνεται από τον πρόεδρο της ΕΛΟΠΥ  σε όλα τα επιχειρηματικά σχέδια του κλάδου υπάρχει μια πάγια επιφύλαξη σχετικά με την υλοποίηση των επενδύσεων, η οποία συνδέεται με την έγκριση των ΠΟΑΥ.

Υπενθυμίζεται ότι το ειδικό χωροταξικό πλαίσιο για τις υδατοκαλλιέργειες θεσπίστηκε το 2011 και οριστικοποιήθηκε το 2015, μετά από σειρά προσφυγών που είχαν κατατεθεί από τοπικές κοινωνίες και περιβαλλοντικές οργανώσεις. Το πλαίσιο καθορίζει τις θαλάσσιες περιοχές στις οποίες επιτρέπεται η ανάπτυξη ιχθυοκαλλιεργειών και τις επιμέρους εκτάσεις που μπορούν να μισθωθούν για την εγκατάσταση μονάδων, περιορίζοντας έτσι τον συνολικό αποτύπωμα των δραστηριοτήτων αυτών.

Περιβαλλοντικές αντιδράσεις και σύγχυση γύρω από τις ΠΟΑΥ

Αναφορικά με τις αιτιάσεις περιβαλλοντικών οργανώσεων, οι οποίες κάνουν λόγο για «ανεξέλεγκτη εξάπλωση των βιομηχανικών ιχθυοκαλλιεργειών», από την ΕΛΟΠΥ επισημαίνεται ότι το θεσμικό πλαίσιο προβλέπει σαφή όρια και αυστηρούς περιβαλλοντικούς ελέγχους. Και συχνά παραβλέπεται η διάκριση ανάμεσα στα όρια των ΠΟΑΥ – που οριοθετούν τις ζώνες εντός των οποίων μπορούν να συνυπάρχουν και άλλες δραστηριότητες – και στις πραγματικά μισθωμένες εκτάσεις όπου αναπτύσσονται οι μονάδες.

Και όπως εξηγεί ο πρόεδρος της ΕΛΟΠΥ, Απόστολος Τουραλιάς, «σε κάθε Περιοχή Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών ορίζεται μια ευρύτερη θαλάσσια ζώνη, για παράδειγμα 1.000 στρεμμάτων, μέσα στην οποία η πραγματικά μισθωμένη έκταση που καταλαμβάνουν οι μονάδες είναι συνήθως γύρω στα 100 στρέμματα». Με τον τρόπο αυτό, σημειώνει, εξασφαλίζεται η συνύπαρξη της ιχθυοκαλλιέργειας με άλλες δραστηριότητες, όπως η αλιεία ή ο τουρισμός, και αποτρέπεται η συγκέντρωση όλων των μονάδων σε ανεξέλεγκτες περιοχές.

Προσθέτει δε ότι για να υποστηρίξουν ότι «όλη η Ελλάδα τείνει να γίνει μια απέραντη ιχθυοκαλλιέργεια», οι περιβαλλοντικές οργανώσεις παραβλέπουν το γεγονός ότι τα όρια των ΠΟΑΥ δεν ταυτίζονται με τις μισθωμένες εκτάσεις, αλλά αφορούν τις ευρύτερες ζώνες μέσα στις οποίες μπορούν να συνυπάρχουν διαφορετικές δραστηριότητες. «Στην πράξη, οι εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για παραγωγή είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνόλου», υπογραμμίζει ο κ. Τουραλιάς.

Μειωμένη παραγωγή, υψηλή εξωστρέφεια

Το 2024, η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού — των δύο βασικών ειδών της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας — έφτασε περίπου τους 114.500 τόνους μειωμένη κατά 5,5% ακολουθώντας την τάση τόσο της ΕΕ όσο και διεθνώς ενώ η συνολικής αξία έφτασε στα  722 εκατ. ευρώ αυξημένη κατά 3,3%.  Το  82% της ποσότητας εξάγεται, επιβεβαιώνοντας τη διεθνή δυναμική του κλάδου, ενώ για φέτος η παραγωγή αναμένεται να κινηθεί γύρω στους 115.000 τόνους.

Παρά την οριακή μείωση στην παραγωγή, η συγκυρία θεωρείται από τις ευνοϊκότερες των τελευταίων δεκαετιών. Οι τιμές πώλησης βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 30 χρόνων, ενώ το κόστος των πρώτων υλών για τις ιχθυοτροφές αλλά και το ενεργειακό  έχει υποχωρήσει σημαντικά.

«Με τόσο καλές τιμές και μειωμένα κόστη, όποια εταιρεία δεν καταφέρει φέτος να εμφανίσει θετικό EBITDA, μάλλον δεν έχει λόγο να παραμένει στην αγορά», σχολιάζει με νόημα ο πρόεδρος της ΕΛΟΠΥ, Απόστολος Τουραλιάς, υπογραμμίζοντας πως «πρόκειται για μια εξαιρετική οικονομική συγκυρία που όμως σκοντάφτει σε θεσμικά εμπόδια».

Διαβάστε επίσης

«Καίγονται» τα εργοστάσια καύσης απορριμμάτων; Γιατί αντιδρούν δήμαρχοι και Νίκος Χαρδαλιάς

Ασήμι: Από τα εξαντλημένα αποθέματα στην Ινδία στο πανικό στο Λονδίνο – Πώς συνέβη το χάος στην αγορά αργύρου

Η μεγάλη αποτυχία του Netflix σε deal 7,7 δισ. δολαρίων