Η εικόνα πλανόδιων που πουλάνε φθηνές απομιμήσεις τσαντών οίκων πολυτελείας όπως LVMH και Gucci έναντι ενός ή δύο δολαρίων έχει αρχίσει πλέον να φθίνει.

Σε δημοσίευμά της η WSJ αναφέρεται σε μία νέα γενιά «παραχαρακτών» που έχουν τελειοποιήσει τις απομιμήσεις, ώστε η τιμή τους να φτάνει ακόμα και τα 5.000 δολάρια. Κι αν αυτό το ποσό φαντάζει υψηλό, σε καμία περίπτωση δεν αγγίζει την εκτόξευση των τιμών στην οποία έχει προχωρήσει ο κλάδος της πολυτέλειας τα τελευταία χρόνια.

1

Η κρίση στον κλάδο της πολυτέλειας

Ύστερα από μία χρυσή περίοδο, όπου οι οίκοι πολυτελείας έβλεπαν τις πωλήσεις τους να εκτοξεύονται, η κρίση έχει χτυπήσει ήδη τα είδη τους. Σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, ως ένα βαθμό η απληστία των εταιρειών να αυξήσουν υπερβολικά τις τιμές, χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται σε αναβάθμιση της ποιότητας, προκάλεσε ρήγμα στις σχέσεις με τους πιστούς πελάτες.

Ένα μεγάλο ποσοστό αυτών έκαναν αιματηρές οικονομίες για να προσθέσουν στη συλλογή τους, ένα αξεσουάρ πολυτελείας.

Δημοφιλείς τσάντες, όπως η Lady Dior, πωλούνται έως και 15 φορές περισσότερο από το κόστος κατασκευής τους, σύμφωνα με την χρηματιστηριακή εταιρεία Bernstein.

Η Gen Z φαίνεται ότι είναι η πρώτη γενιά που εκφράζει τις αμφιβολίες της για το αν αξίζει τελικά η διάθεση ενός υψηλού ποσού για μία αυθεντική τσάντα, όταν κυκλοφορούν πλέον τόσα σχεδόν πιστά αντίγραφα, στα οποία δύσκολα διακρίνεται η διαφορά.

Ενδεικτικά, την προηγούμενη χρονιά, οι καταναλωτές της Γενιάς Z ξόδεψαν περίπου 5 δισεκατομμύρια δολάρια λιγότερα σε πολυτελή brands σε σχέση με το 2023, σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας συμβούλων Bain & Co.

H νέα γενιά παραχαρακτών

Το μερίδιο αγοράς που διεκδικούν πλέον οι τσάντες-μαϊμού έχει ανησυχήσει και τους μεταπωλητές.

Ο ιστότοπος μεταπώλησης πολυτελών ειδών Fashionphile έχει μια απομίμηση τσάντας Louis Vuitton σε παράθεση δίπλα σε μια αυθεντική στο κατάστημά του στη Νέα Υόρκη — μια «πρόκληση αυθεντικότητας» για να δει αν οι αγοραστές μπορούν να ξεχωρίσουν την αυθεντική από την απομίμηση. Η ιδρύτρια της εταιρείας, Sarah Davis, λέει ότι οι πωλητές των κορυφαίων πολυτελών brands  δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τις τσάντες.

Ένα ανταγωνιστικό κατάστημα μεταπώλησης, το  The RealReal αναγκάστηκε να επενδύσει σε τεχνολογία XRF για να ελέγχει τη σύνθεση των μεταλλικών αγκραφών των τσαντών και να εντοπίζει τυχόν απομιμήσεις. Η εταιρεία αγόρασε επίσης μηχανήματα ακτίνων Χ για να εξετάζει το εσωτερικό των τσαντών.

Σύμφωνα με τον Hunter Thompson, διευθυντή πιστοποίησης της The RealReal, οι παραχαράκτες έχουν τελειοποιήσει το εξωτερικό των τσαντών, αλλά ενδέχεται να αφήνουν ίχνη στο εσωτερικό τους. «Μπορεί να είναι μια μικρή λεπτομέρεια, όπως ο τρόπος με τον οποίο έχει σφυρηλατηθεί η κεφαλή ενός καρφιού».

Η πολυτέλεια στις λεπτομέρειες

Πολλές φορές οι λεπτομέρειες των οίκων πολυτελείας είναι ανεπαίσθητες αλλά όχι αόρατες για το εκπαιδευμένο μάτι. Οι τσάντες Birkin έχουν έναν κωδικό στο εσωτερικό τους που δείχνει το έτος κατασκευής της τσάντας. Η ημερομηνία πρέπει να ταιριάζει με τις αποχρώσεις του δέρματος που η Hermès ήταν γνωστή ότι παρήγαγε εκείνο το έτος.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, οι τσάντες αυτές έχουν αυτοαποκηρύξει τον όρο «μαϊμού» και αυτοπροσδιορίζονται ως ρέπλικες, καθρέφτες, ή σούπερ κλώνοι.

Η προσεγμένη δουλειά που γίνεται για τις απομιμήσεις εκτιμάται σε κάποιες περιπτώσεις από 500 έως και 5.000 δολάρια. Τουλάχιστον, τόσα ζητούν από τους καταναλωτές. Η επιτυχία τους και η ζήτηση στο εμπόριο έχουν εγείρει και διάφορα σενάρια συνομωσίας τα οποία περιλαμβάνουν ακόμα και βιομηχανική κατασκοπεία σε μία προσπάθεια να εξηγήσουν τα πιστά αντίγραφα που κυκλοφορούν στην αγορά.

Βέβαια, οι περισσότερες απομιμήσεις εξακολουθούν να κατασκευάζονται με τον παραδοσιακό τρόπο: ένας παραχαράκτης αγοράζει μια αυθεντική τσάντα, την διαλύει για να δει πώς είναι κατασκευασμένη και στη συνέχεια δημιουργεί ένα αντίγραφο.

Ένα ακόμα πρόβλημα που έχει προκύψει για όσους επιδιώκουν την πάταξη της μαύρης αγοράς, είναι οι αλλαγές στον τρόπο διανομής. Παλαιότερα, οι απομιμήσεις τσαντών έφταναν στα τελωνεία σε μεγάλες αποστολές, γεγονός που διευκόλυνε την κατάσχεσή τους. Τώρα οι παραχαράκτες πωλούν απευθείας στους καταναλωτές, μέσω των social media, τη βοήθεια πρόθυμων influencer που λαμβάνουν τη δική τους προμήθεια αλλά και κρυπτογραφημένων μηνυμάτων για τις παραγγελίες.