Η διαδρομή του Ζοσέ Μπότο, ενός στελέχους με βαθιά ευρωπαϊκή εμπειρία, ξεκίνησε από την Μπενφίκα, συνεχίστηκε στη Σαχτάρ Ντόνετσκ και πέρασε από τον ΠΑΟΚ (2021-23), όπου υπηρέτησε επί δύο και πλέον χρόνια ως στενός συνεργάτης του Ιβάν Σαββίδη.

Το πέρασμά του από την Τούμπα λειτούργησε ως μεταβατικό στάδιο πριν από τη μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας του: τη Φλαμένγκο.

1

Από τον Δεκέμβριο του 2024 ο Μπότο ανέλαβε έναν από τους απαιτητικότερους ρόλους στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, αυτόν του τεχνικού διευθυντή του πιο δημοφιλούς συλλόγου της Βραζιλίας.

Λιγότερο από έναν χρόνο αργότερα, η Φλαμένγκο κατέκτησε το Copa Libertadores στη Λίμα του Περού, απέναντι στην Παλμέιρας του Άμπελ Φερέιρα, άλλοτε προπονητή… του ΠΑΟΚ! Ο Μπότο βρέθηκε έτσι στην κορυφή της Νότιας Αμερικής, υπογράφοντας έναν θρίαμβο που επιβεβαιώνει τη σταδιακή «ευρωπαϊκοποίηση» της Φλαμένγκο, σε μοντέλο λειτουργίας και οργάνωσης.

Το βάρος μιας χώρας

Ο Μπότο περιγράφει τη Φλαμένγκο ως μια πραγματικότητα μεγαλύτερη ακόμη και από την τεράστια Μπενφίκα. Ακόμη και σε ένα απλό παιχνίδι Κυπέλλου στο Σάο Λουΐς ντο Μαρανιάο, η ομάδα έφθασε στις 1 το πρωί και βρήκε μια πόλη ξεσηκωμένη, σε τέτοιο βαθμό που το πούλμαν δεν μπορούσε να προχωρήσει. «Η Φλαμένγκο δεν είναι το Ρίο· είναι ολόκληρη η Βραζιλία», τονίζει.

Το περιβάλλον αυτό ενθουσιάζει αλλά και πιέζει. Με πάνω από 65 αγώνες στη σεζόν, συχνές μετακινήσεις χιλιομέτρων, υψόμετρο, τροπικά κλίματα και ελάχιστο περιθώριο λάθους, ο όγκος απαιτήσεων είναι μεγαλύτερος από οποιαδήποτε ευρωπαϊκή εμπειρία. Όταν η ομάδα κερδίζει, το θετικό κλίμα «φουσκώνει». Όταν χάνει, η πίεση γίνεται ασφυκτική.

Ο τελικός της Λίμα και το πορτογαλικό υπόβαθρο 

Στον τελικό της Λίμα, απέναντι στην Παλμέιρας του Άμπελ Φερέιρα, αναμετρήθηκαν δύο διαφορετικά παρακλάδια της πορτογαλικής σχολής που πέρασαν από την Ελλάδα. Η Φλαμένγκο επικράτησε με 1-0 και κατέκτησε το τέταρτο Copa Libertadores της ιστορίας της, προσθέτοντας έναν ακόμη κρίκο σε μια χρυσή δεκαετία.

Για τον Μπότο, η κατάκτηση ήταν αποτέλεσμα συγκεκριμένων επιλογών: η ενίσχυση της ομάδας με παίκτες υψηλών προδιαγραφών, η αναβάθμιση της καθημερινής λειτουργίας, η υιοθέτηση ευρωπαϊκών προτύπων διαχείρισης και η συστηματική κάλυψη αγωνιστικών αδυναμιών. Όλα αυτά εντάχθηκαν σε μια προσπάθεια που ξεκίνησε με στόχο την πλήρη σταθεροποίηση του συλλόγου σε όλα τα επίπεδα.

Η Φλαμένγκο λειτουργεί σήμερα με έναν προϋπολογισμό που για το 2025 αγγίζει τα 350 εκατ. ευρώ. Οι πηγές εσόδων καταδεικνύουν τη δομή που έχει επιβληθεί:

— 26,4% από πωλήσεις παικτών

— 26% από χορηγούς

— 25% από τηλεοπτικά δικαιώματα

— 12% από matchday

Παράλληλα, μόνο το ποδοσφαιρικό τμήμα απαιτεί περίπου 150 εκατ. ευρώ τον χρόνο, στοιχείο που δείχνει το εύρος των δραστηριοτήτων και την ικανότητα διαχείρισης ενός τέτοιου κολοσσού. Η Φλαμένγκο, σύμφωνα με τον Μπότο, είναι πλέον σε θέση να διατηρεί παίκτες παρά τις ευρωπαϊκές προσφορές, καθώς το οικονομικό της μοντέλο δεν επιβάλλει αναγκαστικές πωλήσεις. Το πρόβλημα δεν είναι τα χρήματα, αλλά η φιλοδοξία των ίδιων των παικτών να συνεχίσουν στην Ευρώπη.

Τακτική εξέλιξη και διεθνές άνοιγμα της Βραζιλίας

Ο Μπότο υποστηρίζει ότι το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο έχει εξελιχθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Η παρουσία ξένων προπονητών και η ανάδειξη μιας νέας γενιάς Βραζιλιάνων τεχνικών έχουν μειώσει το χάσμα με την Ευρώπη. Ταυτόχρονα, η Βραζιλία αρχίζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για την εμπορική αξιοποίηση του προϊόντος της, με καλύτερες ώρες διεξαγωγής και προσπάθεια προσέγγισης ευρωπαϊκού κοινού.

Το πέρασμα του Μπότο από τον ΠΑΟΚ υπήρξε κομβικό στην επαγγελματική του πορεία. Η οργάνωση μοντέλων scouting, η αναδιάρθρωση λειτουργιών και η επαφή με ένα φιλόδοξο αλλά έντονα απαιτητικό περιβάλλον αποτέλεσαν γέφυρα πριν την ανάληψη ενός οργανισμού τεράστιου μεγέθους όπως η Φλαμένγκο. Με την κατάκτηση του Libertadores, ο Μπότο κλείνει έναν κύκλο και ανοίγει έναν νέο. Η περίπτωση του αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα Ευρωπαίου παράγοντα που όχι μόνο προσαρμόστηκε στη Λατινική Αμερική, αλλά επηρέασε αποφασιστικά το πιο δημοφιλές κλαμπ της ηπείρου.

Ενα πρόσωπο που ξεκίνησε από τα γραφεία της Τούμπας, βρέθηκε να διαχειρίζεται έναν οργανισμό 350 εκατ. ευρώ και οδήγησε τη Φλαμένγκο στην κορυφή της Νότιας Αμερικής.

Και αυτό, για τον  Ζοσέ Μπότο, φαίνεται απλώς η συνέχεια μιας καλά χαραγμένης πορείας.