Η υπεύθυνη διαχείριση των υδάτινων πόρων και η προστασία της βιοποικιλότητας βρίσκονται πλέον στον πυρήνα των ευρωπαϊκών πολιτικών για το περιβάλλον και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Οι δύο αυτοί τομείς δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως αυτόνομα ζητήματα, αλλά ως αλληλένδετα στοιχεία ενός ενιαίου οικοσυστήματος που στηρίζει την οικονομία, την κοινωνία και τη ζωή. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διαμορφώσει ένα ισχυρό θεσμικό πλαίσιο που θέτει σαφείς στόχους, ενώ παράλληλα αναδεικνύει τον ενεργό ρόλο των επιχειρήσεων ως φορέων αλλαγής.

Το νερό αποτελεί έναν από τους πιο πολύτιμους φυσικούς πόρους της Ευρώπης, ωστόσο η υπερεκμετάλλευση, η ρύπανση και η κλιματική αλλαγή απειλούν τη διαθεσιμότητά του. Για να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις, η ΕΕ υιοθέτησε την Οδηγία Πλαίσιο για τα Ύδατα (2000/60/ΕΚ), η οποία θέτει ως βασικό στόχο την επίτευξη «καλής κατάστασης» για όλα τα ύδατα της Ευρώπης. Η προσέγγιση είναι ολιστική και στηρίζεται στη διαχείριση ανά λεκάνη απορροής, με συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών και των επιχειρήσεων. Συμπληρωματικά, η Οδηγία για τα Υπόγεια Ύδατα και η Οδηγία για τις Πλημμύρες συμβάλλουν στην πρόληψη της ρύπανσης και στην προσαρμογή στην κλιματική κρίση. Η ορθολογική διαχείριση των υδάτων θεωρείται θεμελιώδης προϋπόθεση για την ασφάλεια τροφίμων, την ενεργειακή σταθερότητα και τη βιωσιμότητα της βιομηχανίας.

1

Παράλληλα, η βιοποικιλότητα έχει αναδειχθεί σε κεντρικό παράγοντα των ευρωπαϊκών περιβαλλοντικών στρατηγικών. Μέσα από τις Οδηγίες για τους Οικοτόπους και τα Πτηνά, που θεμελίωσαν το δίκτυο Natura 2000, και τη Στρατηγική για τη Βιοποικιλότητα έως το 2030 στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, η ΕΕ δεσμεύεται να προστατεύσει τουλάχιστον το 30% της χερσαίας και θαλάσσιας επικράτειάς της. Οι πολιτικές αυτές αναγνωρίζουν ότι η διατήρηση των οικοσυστημάτων δεν είναι μόνο ζήτημα προστασίας της φύσης, αλλά επένδυση στη δημόσια υγεία, την αγροτική παραγωγή και την οικονομική ανθεκτικότητα. Η απώλεια της βιοποικιλότητας επιφέρει άμεσες συνέπειες στην κοινωνία και την οικονομία, από τη μείωση της αγροτικής παραγωγικότητας έως την αύξηση των φυσικών καταστροφών και του κόστους αντιμετώπισής τους.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι επιχειρήσεις καλούνται να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο. Η ευρωπαϊκή πολιτική για το περιβάλλον έχει εξελιχθεί πέρα από την απλή συμμόρφωση, εισάγοντας μηχανισμούς που ενσωματώνουν τη βιωσιμότητα στον πυρήνα της εταιρικής λειτουργίας. Η Οδηγία για την Εταιρική Βιώσιμη Αναφορά (CSRD) υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να δημοσιοποιούν στοιχεία για την περιβαλλοντική τους επίδοση, τη χρήση φυσικών πόρων και την επίδρασή τους στη βιοποικιλότητα. Παράλληλα, η Οδηγία για τη Δέουσα Επιμέλεια στη Βιωσιμότητα (CSDDD) επιβάλλει την αξιολόγηση και τον περιορισμό των αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε όλη την αλυσίδα αξίας, από την παραγωγή έως τη διάθεση των προϊόντων.

Πολλές εταιρείες ανταποκρίνονται ήδη ενεργά σε αυτές τις απαιτήσεις, υιοθετώντας πρακτικές εξοικονόμησης νερού, ανακύκλωσης και αποκατάστασης οικοσυστημάτων. Μέσα από στρατηγικές Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, επενδύουν σε καινοτόμες τεχνολογίες για την παρακολούθηση της κατανάλωσης νερού, στηρίζουν τοπικά προγράμματα αποκατάστασης υγροτόπων και προωθούν βιώσιμες αλυσίδες προμηθειών. Η βιωσιμότητα παύει έτσι να είναι επικοινωνιακό εργαλείο και μετατρέπεται σε βασικό κριτήριο ανταγωνιστικότητας, επενδυτικής εμπιστοσύνης και εταιρικής φερεγγυότητας.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταστήσει σαφές ότι η προστασία των φυσικών πόρων δεν είναι μόνο ευθύνη των κυβερνήσεων, αλλά και των επιχειρήσεων, που αποτελούν κινητήρια δύναμη της πράσινης μετάβασης. Η υπεύθυνη διαχείριση των υδάτων και η διατήρηση της βιοποικιλότητας συνθέτουν το νέο πρόσωπο της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης: μια στρατηγική που συνδυάζει περιβαλλοντική ευαισθησία, καινοτομία και οικονομική ανθεκτικότητα. Στο μέλλον, οι επιχειρήσεις που θα μπορέσουν να ευθυγραμμίσουν τη λειτουργία τους με αυτούς τους στόχους, θα είναι και εκείνες που θα οδηγήσουν τη μετάβαση σε μια πραγματικά βιώσιμη ευρωπαϊκή οικονομία.