Έφυγε αθόρυβα από τη ζωή το βράδυ της Παρασκευής 7 Νοεμβρίου ο Ντίμης Κρίτσας. Ο διεθνούς φήμης Έλληνας σχεδιαστής έζησε 102 χρόνια μέσα σε έναν κόσμο από φως, βελούδο, θρύλους και ιστορίες. Ένας αληθινός bon vivant, ο άνθρωπος που δεν έντυνε απλώς κυρίες, αλλά τα όνειρά τους.

Ανάμεσα σε μετάξια, πούπουλα και πολύτιμες πέτρες, ο Ντίμης σχεδίαζε με βλέμμα μιας άλλης εποχής — μιας εποχής που μύριζε σαμπάνια και γιασεμί, που οι κυρίες φορούσαν γάντια και οι άνδρες έσκυβαν ευγενικά για ένα φιλί στο χέρι. Ήταν εξάδελφος της Μελίνας Μερκούρη, συνοδοιπόρος στις πιο ένδοξες μέρες της ελληνικής τέχνης και της κοσμοπολίτικης Αθήνας.

1

Η Τζένη Καρέζη με το νυφικό που σχεδίασε ο Ντίμης Κρίτσας για το γάμο της με τον Ζάχο Χατζηφωτίου

Από τα ανάκτορα της Φρειδερίκης στα φώτα του Μανχάταν

Γεννημένος στην Αθήνα, παιδί μιας οικογένειας με ευρωπαϊκή αύρα, ο Ντίμης προοριζόταν για το διπλωματικό σώμα — όμως η μοίρα είχε ήδη πλέξει το σχέδιό του. Σπούδασε στην École de Saint Rocque, την École du Louvre και την Académie de Coupe, κοντά στους μεγάλους της εποχής — Balenciaga, Jacques Fath, Coco Chanel. Είχε μάλιστα την τύχη να τη γνωρίσει.

«Ήμουν προσκεκλημένος στους χορούς των Ρότσιλντ και του μαρκησίου Ντε Κουέβας», έλεγε γελώντας. «Χόρευα βαλς στις Βερσαλλίες, με φράκο και μια αίσθηση ότι η ζωή είναι όλη ένα θέατρο πολυτελείας».

Το 1954, επέστρεψε στην Αθήνα και άνοιξε το περίφημο Maison de Couture Kritsas στη Βουκουρεστίου. Οι κυρίες της υψηλής κοινωνίας περνούσαν από το ατελιέ του σαν να περνούσαν από εκκλησία— για να εξομολογηθούν την επιθυμία τους να τις κάνει να νιώσουν θεές.

Έντυσε θρύλους του ελληνικού κινηματογράφου: Η Λαμπέτη, η Καρέζη, η Μερκούρη, η Βουγιουκλάκη, η Χρονοπούλου — όλες πέρασαν από τη μοναδική του βελονιά. Το πρώτο του σχέδιο ήταν για την Έλλη Λαμπέτη, για την παράσταση «Το Τελευταίο Βαλς» με τον Δημήτρη Χορν στο Θέατρο Μουσούρη. Το 1962, σχεδίασε το νυφικό της Τζένης Καρέζη, σε έναν γάμο που άφησε εποχή.

Και ύστερα, άνοιξε τα φτερά του πέρα από την Ελλάδα. Το 1965 ταξίδεψε στην Αυστραλία, και λίγο μετά στη Νέα Υόρκη, όπου η Elizabeth Arden αγόρασε ολόκληρη τη συλλογή του. Το Μανχάταν τον λάτρεψε. Εκεί, στο Dimitris Kritsas Incorporated, έντυσε τη Λάνα Τάρνερ, τη Χριστίνα Φορντ, τη Χάπι Ροκφέλερ, τη Ντόρις Ντιουκ, τη Σαρλότ Φορντ, και τη Μαρία Γουλανδρή. «Το μυστικό ήταν η αποκλειστικότης», έλεγε. «Κάθε φόρεμα έπρεπε να ανήκει μόνο σε μία γυναίκα, όπως η μία και παντοτινή της αγάπη».

Η Τζένη Καρέζη με το νυφικό που σχεδίασε ο Ντίμης Κρίτσας για το γάμο της με τον Ζάχο Χατζηφωτίου

Ο κύριος των σαλονιών και των μυστικών

Ήταν προσκεκλημένος στα πιο λαμπερά πάρτι του κόσμου. Στη Νέα Υόρκη, δίπλα στον πρίγκιπα Ομπολένσκι, έπινε σαμπάνια με τη Λάνα Τάρνερ, τη Μερλ Όμπερον, την Τζόαν Κρόφορντ. Θυμόταν τα πάντα με χιούμορ, με εκείνη τη λεπτή ειρωνεία των ανθρώπων που έχουν δει τα πάντα, αλλά αγαπούν ακόμη τη ζωή.

«Την Τζόαν την περίμενα σαν μαθητής. Εμφανίστηκε ντυμένη στα ροζ — ροζ καπέλο, ροζ γάντια, ροζ ψυχή. Κι εγώ, με τα φτωχά μου αγγλικά, της είπα: «Λατρεύω τις παλιές σας ταινίες!» και η Μελίνα κόντεψε να με πνίξει από την ντροπή!»

Έζησε για 25 χρόνια στην Αμερική, φίλος των ισχυρών, των ωραίων, των εκκεντρικών. Συνιδρυτής του θρυλικού Studio 54, λάτρης του χορού και της ελευθερίας, δεν έκρυψε ποτέ τον εαυτό του, ούτε τις προτιμήσεις του, σε μια εποχή που η αλήθεια κόστιζε. Η ζωή του ήταν ένα αιώνιο πάρτι με μουσική της Εντίθ Πιάφ και λάμψη από αστέρια Dior.

Ο τελευταίος bon vivant της μόδας

Στα τελευταία του χρόνια, ο Ντίμης ζούσε ήσυχα, με τη στοργή λίγων και εκλεκτών φίλων. Έλεγε: «Αν τα χρόνια έχουν περάσει, μέσα μου παραμένω παιδί. Θέλω ακόμη γλέντι, παρέες, αγάπη και λίγο glamour — πάντα glamour!» Είχε το χάρισμα να κάνει τους ανθρώπους να λάμπουν, να πιστεύουν πως η ζωή είναι όμορφη, πως ακόμη κι ένα απλό φόρεμα μπορεί να κρύβει μέσα του την υπόσχεση του ονείρου.

Δύο βιβλία του — «Ω! Τι ζωή!» και «VIP Stories» — είναι μικρές εξομολογήσεις ενός ανθρώπου που δεν φοβήθηκε ποτέ να αγαπήσει, να ζήσει, να γελάσει, να πονέσει.

Σήμερα τον θυμόμαστε με ένα λευκό φουλάρι ριγμένο στον ώμο, ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι και ένα χαμόγελο που έλαμπε σαν παλιά φωτογραφία του Slim Aarons — εκεί, στο Σούνιο, το 1961, όταν ο ήλιος έδυε πίσω από τον Ναό του Ποσειδώνα και τα μοντέλα του έμοιαζαν να αιωρούνται μέσα στο φως.