• Think Tanks

    Το ένα έκτο της παγκόσμιας οικονομίας έχει δεσμευθεί για μηδενικές εκπομπές CO2 ως το 2050


    Αν έχουμε κάποια ελπίδα να διατηρήσουμε την κλιματική αλλαγή εντός ασφαλών ορίων, οι παγκόσμιες εκπομπές θα πρέπει να υποχωρήσουν στο μηδέν μέσα στις επόμενες τρεις δεκαετίες. Αυτό ήταν το μήνυμα της Διακυβερνητικής Ομάδας για την Αλλαγή του Κλίματος το 2018. Πόσο μακριά πρέπει να πάμε, λοιπόν;

    Δεκαεπτά χώρες και 34 μεγάλες εταιρείες σχεδιάζουν ή έχουν ήδη θέσει στόχους για να φθάσουν στο καθαρό μηδέν – που σημαίνει εξισορρόπηση των εκπομπών απορροφώντας ένα ισοδύναμο ποσό από την ατμόσφαιρα – μπαίνοντας σε τροχιά για την επίτευξη μηδενικών εκπομπών μέχρι το 2050, σύμφωνα με έρευνα της βρετανικής μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Energy & Climate Intelligence Unit (ECIU).

    Αυτό σημαίνει ότι περίπου το 16% του παγκόσμιου ΑΕΠ καλύπτεται από στόχους – ή 13,7 τρισεκατομμύρια δολάρια.

    Οι υποσχέσεις για μηδενικές εκπομπές CO2 είναι ένα καλό άμεσο μέτρο για το αν μια χώρα έχει δεσμευθεί να υλοποιήσει το μερίδιό της ως προς τους στόχους της θερμοκρασίας για την κλιματική αλλαγή που έχουν υπογράψει οι χώρες μέσω της Συμφωνίας του Παρισιού του 2015, σύμφωνα με την ECIU.

    Δύο χώρες, το Μπουτάν και το Σουρινάμ, είναι ήδη πέρα από το καθαρό μηδέν – απορροφώντας περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από ό,τι εκπέμπουν.

    Η Νορβηγία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν νομοθετήσει τους στόχους τους, ενώ η Ισπανία, η Γαλλία και η Νέα Ζηλανδία βρίσκονται στη νομοθετική διαδικασία.

    Παράλληλα με τις εθνικές προσπάθειες, ορισμένες περιοχές έχουν θέσει στόχους για μηδενικές εκπομπές, συμπεριλαμβανομένης της Καλιφόρνια και ορισμένων αυστραλιανών πολιτειών. Ομοίως, 23 πόλεις, όπως η Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες, το Λονδίνο και η Βαρκελώνη, επιδιώκουν επίσης μηδενικές εκπομπές.

    Τα επόμενα βήματα

    Όμως, ενώ είναι καλό νέο ότι η ανάγκη για μηδενικές εκπομπές έχει φτάσει στη συνείδηση των κυβερνήσεων και των εταιρειών, εξακολουθούν να υπάρχουν τεράστιες διαφορές στην ισχύ της δέσμευσής τους. Για παράδειγμα, ορισμένες χώρες επιτρέπουν τη διεθνή αντιστάθμιση των εκπομπών τους, ενώ άλλες δεν το κάνουν.

    Και ορισμένοι στόχοι περιορίζονται στην παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα, ενώ άλλοι καλύπτουν ευρύτερα τα αέρια του θερμοκηπίου.

    Η έκθεση της ECIU υποδεικνύει ορισμένα κράτη που δεν έχουν ακόμη κάνει ουσιαστικές κινήσεις για την εκπλήρωση της υπόσχεσης, αν και όλα έχουν προσχωρήσει στο Συνασπισμό για την Ουδετερότητα Άνθρακα, ένα διεθνές όργανο που δεσμεύεται για την επίτευξη των στόχων μηδενικών εκπομπών. Στις χώρες αυτές περιλαμβάνονται: ο Καναδάς, η Κολομβία, η Αιθιοπία, η Γερμανία, το Λουξεμβούργο, το Μεξικό και η Ολλανδία.

    Αλλού, η Εσθονία και η Τσεχία έχουν μείνει εκτός για οικονομικούς λόγους, πράγμα που η ECIU λέει ότι είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί, δεδομένου ότι έχουν υψηλότερο ΑΕΠ ανά κάτοικο από ό,τι άλλα κράτη που υποστήριξαν την πρόταση, όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία.

    Και κυρίως, πολλά μεγάλα πλούσια έθνη, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Αυστραλίας και των κρατών του Κόλπου, δεν έχουν ακόμη θέσει το μηδέν στην ατζέντα τους. Η Ιαπωνία, εν τω μεταξύ, έχει δεσμευτεί να επιτύχει μηδενικές εκπομπές μόνο στο δεύτερο μισό αυτού του αιώνα.

    Είναι ακόμη εφικτό το καθαρό μηδέν;

    Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η μείωση των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε αυτό το βαθμό είναι ένα δύσκολο έργο. Για να διατηρήσουμε την πορεία μας, ο στόχος είναι να μειωθούν στο ήμισυ οι εκπομπές μέχρι το 2030 – αλλά τώρα αυξάνονται.

    Ακόμη και αν κατορθώσουμε να περιορίσουμε τις εκπομπές, μια έκθεση της IPCC προέβλεψε ότι υπάρχει μόνο 50% πιθανότητα να διατηρηθεί η υπερθέρμανση του πλανήτη στους 1,5º Κελσίου.

    Ωστόσο, οι μελέτες συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό ότι ο στόχος των καθαρών μηδενικών εκπομπών είναι εφικτός αν ξεκινήσουμε τώρα. Άλλα κίνητρα όπως η αύξηση των τιμών άνθρακα θα καταστήσουν τη διαδικασία πιο αποτελεσματική. Και παρόλο που θα υπάρξει οικονομικό κόστος, θα υπάρξουν επίσης οφέλη όπως ο καθαρότερος αέρας και η μικρότερη εξάρτηση από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων.

    Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο world economic forum.org, και συγγραφέας είναι η Charlotte Edmond



    ΣΧΟΛΙΑ