• ΑΓΟΡΕΣ

    Οι αναλυτές παραμένουν «ταύροι» για τις ελληνικές τράπεζες

    Τράπεζες - Φωτογραφία-κολάζ των τραπεζιτών: Παύλος Μυλωνάς (ΕΤΕ), Βασίλης Ψάλτης (Alpha Bank), Χρήστος Μεγάλου (Πειραιώς), Φωκίωνας Καραβίας (Εurobank)

    Παύλος Μυλωνάς (ΕΤΕ), Βασίλης Ψάλτης (Alpha Bank), Χρήστος Μεγάλου (Πειραιώς), Φωκίων Καραβίας (Εurobank)


    Παρότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν χάσει κάποια από τα κέρδη τους τον τελευταίο μήνα, εντούτοις οι αποδόσεις τους παραμένουν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα από τις αρχές του έτους και η ψυχολογία των επενδυτών είναι θετική.

    Οι τραπεζικοί αναλυτές, εγχώριοι και ξένοι, δεν φαίνεται να ανησυχούν για μια σειρά σημαντικών θεμάτων όπως:

    α) η τραπεζική αναταραχή σε Ευρώπη και ΗΠΑ,

    β) οι εγχώριες εκλογές το Μάιο και

    γ) το ‘πάγωμα’ των επιτοκίων στα κυμαινόμενα επιτόκια των στεγαστικών δανείων.

    Η Alpha Finance, σε report για τον κλάδο, εξηγεί ότι η αναταραχή στον τραπεζικό τομέα δεν αφορά τις ελληνικές τράπεζες και προχωράει ένα βήμα παραπέρα και αυξάνει τις τιμές στόχους, διατηρώντας τις συστάσεις «αγοράς».

    Οι προοπτικές των ελληνικών τραπεζών συνεχίζουν να βελτιώνονται παρά τις αβεβαιότητες, συμπεραίνει η ομάδα ανάλυσης της Alpha Finance. Παρά την αναταραχή στον τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ και της ΕΕ, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζονται σε καλή θέση να βελτιώσουν τη θεμελιώδη θέση τους στο ορατό μέλλον, κατά την άποψή τους.

    Οι εγχώριες μακροοικονομικές συνθήκες εμφανίζονται καλύτερες από ότι πριν από μερικούς μήνες, ενώ η πορεία των επιτοκίων συνεχίζει να στηρίζει την ικανότητα δημιουργίας εσόδων. Επιπλέον, οι τρέχουσες μετρήσεις τους (ρευστότητα, κεφάλαια, ποιότητα ενεργητικού και κερδοφορία) και το επιχειρηματικό μοντέλο υποδηλώνουν ότι οι κίνδυνοι είναι αρκετά περιορισμένοι σε σχέση με τους παγκόσμιους ομολόγους τους.

    «Αναμένουμε ότι τα θεμελιώδη μεγέθη θα συνεχίσουν να βελτιώνονται και οι εξωτερικές και εσωτερικές αβεβαιότητες μπορεί να διατηρήσουν τις μετοχές τους “ασταθείς” βραχυπρόθεσμα. Η αποτίμησή τους σε 0,54 φορές σε όρους P/TBV για το 2023 σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη κερδοφορία (δηλαδή διψήφιο RoTE) προσφέρει ένα ελκυστικό προφίλ κινδύνου/απόδοσης, γεγονός που υποδηλώνει σημαντική επαναξιολόγηση μετά την εξάλειψη των αβεβαιοτήτων», συνεχίζει η χρηματιστηριακή.

    «Εξού και η αναβάθμιση των εκτιμήσεών μας και των τιμών στόχων. Οι νέες τιμές στόχοι είναι υψηλότερες από ότι προηγουμένως κατά 15% κατά μέσο όρο, λόγω των υψηλότερων εκτιμήσεων για τα κέρδη. Συνεπώς, επαναλαμβάνουμε την αξιολόγηση “αγοράς” και για τις τρεις τράπεζες που καλύπτουμε. Σε αυτό το στάδιο, βλέπουμε μεγαλύτερη ανοδική πορεία για την Τράπεζα Πειραιώς (σύσταση αγοράς, τιμή στόχος τα 2,82 ευρώ) λόγω της σταδιακής σύγκλισης της κερδοφορίας και της αποτίμησης προς τις πιο προηγμένες ομότιμες τράπεζες. Βλέπουμε περαιτέρω άνοδο στις άλλες δύο τράπεζες, δηλαδή την Εθνική Τράπεζα (σύσταση αγοράς, τιμή στόχος τα 5,60 ευρώ) και τη Eurobank (σύσταση αγοράς, τιμή στόχος τα 1,53 ευρώ)», εξηγεί η AF.

    «Ωστόσο, το εύθραυστο επενδυτικό κλίμα σε παγκόσμιο επίπεδο μετά την αναταραχή στις τράπεζες της ΕΕ και των ΗΠΑ σε συνδυασμό με μια πιθανή αβεβαιότητα σχετικά με τις επερχόμενες εκλογές στο εσωτερικό μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη μεταβλητότητα, περιορίζοντας έτσι τη δυνατότητα επαναξιολόγησης βραχυπρόθεσμα, κατά τη γνώμη μας. Μετά την εξασθένιση των ανησυχιών για τον τραπεζικό τομέα στην ΕΕ και τις ΗΠΑ και κάποια ορατότητα σχετικά με το αποτέλεσμα των εκλογών, αναμένουμε σημαντική επαναξιολόγηση για τον κλάδο. Η υπεραπόδοσή τους έναντι των τραπεζών της ΕΕ είναι πιθανό να συνεχιστεί λόγω των μακροοικονομικών και κλαδικών χαρακτηριστικών, κατά την άποψή μας», αναφέρει η χρηματιστηριακή.

    Αναφορικά με το εκλογικό μέτωπο, η JP Morgan συνεχίζει να «ψηφίζει» τις ελληνικές τράπεζες και στο εκλογικό σκηνικό.

    «Οι συζητήσεις με Αμερικανούς επενδυτές κατά τις πρόσφατες συναντήσεις μας επικεντρώθηκαν στην πολιτική και τις επικείμενες εκλογές στην Τουρκία, την Ελλάδα και, αργότερα μέσα στο έτος, την Πολωνία, το ρυθμιστικό πλαίσιο και τα παγκόσμια θέματα ρευστότητας και χρηματοδότησης», εξηγεί η JP Morgan και οι Samuel Goodacre και Mehmet Sevim.

    Ο εκλογικός κίνδυνος είναι ευνοϊκός στην Ελλάδα και θετικός στην Τουρκία, εκτιμά η τράπεζα. «Αισθανόμαστε ότι οι επενδυτές είναι άνετοι με την επενδυτική υπόθεση των ελληνικών τραπεζών με τα ερωτήματα να επικεντρώνονται στη δυναμική του δείκτη ROE, τόσο βραχυπρόθεσμα από τα επιτόκια όσο και μεσοπρόθεσμα σε θέματα όπως τα κέρδη και η επιστροφή κεφαλαίου. Αισθανόμαστε ότι οι επενδυτές αισθάνονται άνετα με το πολιτικό τοπίο και τον εκλογικό κίνδυνο και τις προοπτικές από πάνω προς τα κάτω ευρύτερα. Συνεχίζουμε να έχουμε προτίμηση στις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες θεωρούμε ότι φαίνονται πιο ανθεκτικές σε σχετική βάση» συνεχίζει η τράπεζα.

    Τέλος, η Axia υπολογίζει ότι το κόστος για τις ελληνικές τράπεζες από το «πάγωμα» των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια είναι αμελητέο. «Δύο βασικές παραδοχές θα καθορίσουν το θεωρητικό καθαρό έσοδο (NII) που θα μπορούσε να “χαθεί” για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες:

    α) το μέσο επίπεδο κάλυψης, το οποίο θέτουμε σε 2,9%, χρησιμοποιώντας την 31η Μαρτίου 2023 για το 1M Euribor ως σημείο αναφοράς και

    β) το τελικό επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ (DFR), το οποίο υποθέτουμε στο 3,5% (δηλαδή, άλλη μια αύξηση κατά 50 μ.β. σε σχέση με τα τρέχοντα επίπεδα). Με βάση αυτές τις παραδοχές, τα θεωρητικά “χαμένα” έσοδα NII για το σύστημα θα μπορούσαν να ανέλθουν σε 146 εκατ. ευρώ (που κυμαίνονται από 31-41 εκατ. ευρώ ανά τράπεζα) ή 2,2% του επιδιωκόμενου NII για το 2023 για το σύστημα», αναφέρει η χρηματιστηριακή.

    Παράλληλα, η πρωτοβουλία θα έχει και άλλα οφέλη, καθώς:

    α) καταδεικνύει την αυξανόμενη κοινωνική ευαισθητοποίηση των τραπεζών και

    β) αμβλύνει επίσης τυχόν ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα του ενεργητικού των ενυπόθηκων δανείων, μειώνοντας τη μηνιαία επιβάρυνση από το επιτόκιο σε μια περίοδο μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος. Δεδομένου ότι πρόκειται για μια πρωτοβουλία των τραπεζών (και όχι μια κυβερνητική οδηγία), δεν θα οδηγήσει σε καμία ρυθμιστική επίπτωση, δηλαδή δεν θα επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων, συμπεραίνει η Axia.

    Διαβάστε επίσης

    Deutsche Bank: Δεν βλέπουμε καμία πραγματική τραπεζική κρίση στην Ευρώπη, όπως εκείνη του 2008



    ΣΧΟΛΙΑ