Η συζήτηση για την πορεία της οικονομίας, ορθά παρουσιάζει τα μέχρι σήμερα επιτεύγματα και δίνει έμφαση στις επενδύσεις, καθώς η ανεπάρκεια τους σε σχέση με τους στόχους αύξησης του βιοτικού επιπέδου στα ευρωπαϊκά επίπεδα, είναι τελικά μία από τις μεγάλες πληγές που κληροδότησε η περίοδο 2002-2019.
Πληγή που χαίνει διαρκώς, με βάση τις προβλέψεις που δημοσιεύονται είτε από οργανισμούς (π.χ. ΟΟΣΑ, ΔΝΤ, Ε.Ε.) είτε από τους οίκους αξιολόγησης (π.χ. Fitch, DBRS, Scope, Moody’s). Υπάρχει ένα άλλο πρόβλημα, όμως. Με την διαφορετική οπτική προσέγγισης οι αξιολογητές δικαιολογούν να μην δίνουν ιδιαίτερη σημασία στον κρίσιμο μέγεθος της καθαρής αύξησης των δαπανών. Η μη επικέντρωση, όμως, π.χ. από τον ΟΟΣΑ, στην τελευταία του αναφορά στην ελληνική οικονομία (Economic Outlook Δεκ. 2025) στο συγκεκριμένο μέγεθος είναι μάλλον ανεξήγητη.
Ειδικά για την Ελλάδα, το συγκεκριμένο μέγεθος έχει κρίσιμη σημασία, λόγω του υψηλού δημόσιου χρέους. Επειδή, οι αρχικοί κανόνες δεν έχουν αλλάξει (υποχρεωτικό όριο ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ, υποχρεωτικό όριο του χρέους στο 60% του ΑΕΠ αλλά με κατάργηση του κανόνα της ετήσιας μείωσης κατά το 1/20) επικρατεί σε μεγάλο βαθμό η εντύπωση πως επειδή τα πρωτογενή ελλείμματα είναι κάτω από το 3% και το χρέος σταδιακά μειώνεται, όλα είναι καλά.
Η κυβέρνηση, βέβαια, δεν το αγνοεί και κατά περίπτωση το αναφέρει. Ο κανόνας, όμως, αποτελεί πλέον το κύριο μέτρο παρακολούθησης της οικονομίας και η αποκλίσεις από το «δημοσιονομικό μονοπάτι των δαπανών», που έχει ήδη δημοσιευτεί με το Medium Term Fiscal-Structural Plan 2025-2028 ενέχει κόστος για την χώρα – οπότε και για τον πολίτη. Πάντως, η δημόσια ελληνική συντόμευση του αγγλικού τίτλου σε Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Σχέδιο (ΜΔΣ) μάλλον αδικεί την σημασία του.
Η καθαρή εθνικά χρηματοδοτούμενη πρωτογενής δαπάνη ορίζεται ως το καθαρό ποσό (τα ποσά είναι σε δισεκατομμύρια ευρώ και αφορούν στην Ελλάδα το 2024, ο ορισμός είναι ο ίδιος για όλα τα κράτη-μέλη) που προκύπτει όταν από τις συνολικές πρωτογενείς δαπάνες (62,4) αφαιρεθούν οι τόκοι εξυπηρέτησης του χρέους (5,6) και το ποσό της συγχρηματοδότησης έργων (7,9) –δηλαδή 48,9 δισ. ευρώ. Κανονικά, αφαιρείται και το κόστος των αυτόματων σταθεροποιητών και προσθαφαιρούνται μοναδικά (one-off) ποσά, αλλά αυτά δεν είναι σήμερα διαθέσιμα.
Με βάση τους επίσημους υπολογισμούς η χώρα μας πρέπει να ακολουθήσει ένα μονοπάτι με ετήσια αύξηση της καθαρής δαπάνης που να μην υπερβαίνει το 2%, αν θέλει να μην παραβεί τους κανόνες. Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται συνεχή πλεονάσματα μεγαλύτερα από το 2% και συνεχής μείωση του χρέους (δεν έχει σημασία πόσο). Ας σημειωθεί σχετικά ότι το 2024 η αύξηση της πραγματικής καθαρής δαπάνης ήταν κοντά στο 2,8%. Είχαμε δηλαδή υπέρβαση αλλά δεν υπήρξε πρόβλημα διότι αυτή ήταν η χρονιά που τέθηκαν σε ισχύ οι νέοι κανόνες. Ας σημειωθεί, όμως, ότι τουλάχιστον για την διετία 2025-2026 το ΜΔΣ προβλέπει αύξηση 2,6% (έναντι της «επιτρεπόμενης 2,3%) και 2,7% (έναντι της επιτρεπόμενης 2,4%).
Βρισκόμαστε, δηλαδή, στο όριο της ανεκτής παρέκκλισης, γεγονός που σημαίνει πως οφείλουμε να διατηρήσουμε την αύξηση της καθαρής πρωτογενούς δαπάνης κάτω από την ονομαστική ανάπτυξη (ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές). Πολύ απλά, ο κίνδυνος για την χώρα δεν είναι το πρωτογενές έλλειμμα αλλά η πρωτογενής δαπάνη. Στην παρούσα φάση η Ε.Ε. έχει εγκρίνει τον προϋπολογισμό του 2025 ως συμβατό με τις απαιτήσεις του «δημοσιονομικού μονοπατιού» και δεν αναμένεται να υπάρξει αντίδραση ως προς τον προϋπολογισμό για το 2026. Το πρόβλημα, όμως, μπορεί εύκολα να ανακύψει το 2027, όταν ορισμένοι από τους κινδύνους που όλοι οι παρατηρητές επισημαίνουν (π.χ. μείωση της εισροής κοινοτικών πόρων λόγω εξάντλησης του RFF), αναμένεται να συγκρατήσουν τον ρυθμό ανάπτυξης.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Τραμπ: Αρκετά καλή η συνάντηση Γουίτκοφ και Κούσνερ με τον Πούτιν, θα ήθελε να τερματίσει τον πόλεμο
- Άροσις: Διψήφια ανάπτυξη αλλά επιστροφή σε ζημιές για την επένδυση Ν. Καραμούζη στα όσπρια
- ΑΚΤΩΡ: Σε εξαγορές και επενδύσεις θα διατεθούν τα κεφάλαια από το ομόλογο έως 140 εκατ. ευρώ – Το πλάνο του ομίλου
- Πώς απαντάει ο Μητσοτάκης στον Τσίπρα – Το άτυπο ντιμπέιτ μεταξύ των δύο