Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας σε συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» και μίλησε για την δημοσιονομική πορεία της χώρας, αλλά και για τις υποδομές LNG.

Αναλυτικά η συνέντευξή του:

1

1. Οι οικονομικές «καταιγίδες» φαίνεται ότι κάνουν κύκλους. Αυτή την περίοδο έχει μπει στο κέντρο του κυκλώνα η Γαλλία. Ποια χώρα είναι η επόμενη; Και τι σημαίνει αυτό για τη συνοχή και περαιτέρω ολοκλήρωση της ΕΕ στη γεωπολιτική περίοδο που διανύουμε, με την τάξη να έχει ανατραπεί σε μεγάλο μέρος του πλανήτη;

H οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα στη Γαλλία οδηγεί σε υποβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης, αυξάνει το κόστος δανεισμού και επιβαρύνει την αναπτυξιακή δυναμική της. Εάν η δημοσιονομική προσαρμογή και οι μεταρρυθμίσεις καθυστερήσουν περαιτέρω, θα επιβαρύνουν το κόστος δανεισμού και την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής της χώρας.

Αυτές οι εξελίξεις μπορεί να επηρεάσουν τις αγορές, την ανάπτυξη και την ικανότητα της Ευρώπης να προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Ενδεικτικοί κίνδυνοι είναι, πρώτον, οι εξελίξεις να επηρεάσουν το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, με διάχυση των πιέσεων στις αποδόσεις ομολόγων και στο κόστος χρηματοδότησης άλλων κρατών-μελών. Δεύτερον, η πολιτική αβεβαιότητα μπορεί να επιβραδύνει κρίσιμες ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις, όπως η Ενοποίηση των Κεφαλαιαγορών, και η ενιαία βιομηχανική και αμυντική στρατηγική.

2. Τι φοβάστε περισσότερο σήμερα; Με δεδομένο ότι το συνολικό παγκόσμιο χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) έφτασε το ρεκόρ των 324 τρισ. δολαρίων το πρώτο τρίμηνο του 2025, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Διεθνούς Χρηματοδότησης, φοβόμαστε μια παγκόσμια κρίση χρέους;

Η τάση αύξησης του παγκόσμιου χρέους αποτελεί αιτία ανησυχίας, καθώς ένα μεγάλο απόθεμα χρέους, μέσω των αυξημένων δαπανών για την εξυπηρέτησή του, μπορεί να μειώσει τις κρατικές και ιδιωτικές επενδύσεις σε τομείς που ενισχύουν την οικονομική ανάπτυξη (πχ. καινοτομία, πράσινη και ψηφιακή μετάβαση).

Παράλληλα, περιορίζει την ικανότητα του κρατικού και του ιδιωτικού τομέα να ανταποκρίνονται ευέλικτα σε μελλοντικούς οικονομικούς κραδασμούς.

Προκειμένου να μετριαστούν οι παραπάνω κίνδυνοι, αφενός απαιτείται σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή με στόχο τη μείωση του δημόσιου χρέους, και αφετέρου ο κρατικός δανεισμός θα πρέπει κατά προτεραιότητα να χρηματοδοτεί δημόσιες επενδύσεις (σε υποδομές, εκπαίδευση, υγεία, καινοτομία, πράσινη και ψηφιακή μετάβαση) που είναι κρίσιμες για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Τέλος, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στον δανεισμό για επενδυτικές δαπάνες που ενισχύουν την παραγωγική τους ικανότητα και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους τους.

3. Σήμερα, η «φυγή» από τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα είναι εντυπωσιακή. Τα παγκόσμια αποθέματα χρυσού των κεντρικών τραπεζών έχουν ξεπεράσει εκείνα των αμερικανικών κρατικών ομολόγων (27% σε χρυσό και 23% σε δολάρια). Αυτό σε συνδυασμό με την εκτόξευση της απόδοσης του αμερικανικού 30ετούς στο 5%, αλλά και των μακροπρόθεσμων ομολόγων των ανεπτυγμένων χωρών, τι σημαίνει για την αμερικανική οικονομία, το δολάριο και γενικότερα το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα;

Η μείωση των θέσεων σε αμερικανικούς τίτλους των διεθνών επενδυτών, οδήγησε σε αύξηση στις αποδόσεις των μακροπρόθεσμων αμερικανικών ομοσπονδιακών ομολόγων, οδηγώντας σε αποσύνδεση των αποδόσεων των μακροπρόθεσμων ομολόγων από την πτωτική πορεία των επιτοκίων, γεγονός που αποδίδεται σε προσδοκίες για υψηλότερο πληθωρισμό στο μεσομακροπρόθεσμο διάστημα. Έτσι, αν και δεν περιμένουμε κρίση χρέους στις ΗΠΑ, φαίνεται ότι η υπονόμευση της ανεξαρτησίας της Fed έχει οδηγήσει σε προσδοκίες της αγοράς για μεγαλύτερη ανεκτικότητά της έναντι του πληθωρισμού μεσομακροπρόθεσμα. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό το κόστος της αμφισβήτησης της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας.

Ωστόσο, η τρέχουσα συγκυρία αναδεικνύει και μία ευκαιρία για την Ευρώπη: να αυξηθούν οι κοινές εκδόσεις χρέους για τη χρηματοδότηση ευρωπαϊκών δημόσιων αγαθών. Αυτό μπορεί να ενισχύσει τόσο την προσφορά ασφαλών τίτλων όσο και να εμβαθύνει την ευρωπαϊκή κεφαλαιαγορά. Και σε συνδυασμό με την αξιοπιστία του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου, θα ενισχύσει τον διεθνή ρόλο του ευρώ.

4. Μια παγκόσμια σταθερά του διεθνούς οικονομικού συστήματος ήταν η άσκηση ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες. Ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες στα παρατηρούμενα φαινόμενα πολιτικοποίησης των κεντρικών τραπεζών;

Η αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας θεσμών, όπως της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, καθώς και των διαχρονικών αξιών που διέπουν την παγκόσμια τάξη, εντείνει την ήδη υψηλή αβεβαιότητα και ενδέχεται να κλονίσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επενδυτών, προκαλώντας στρεβλώσεις στις αγορές και περιορίζοντας την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής.

Σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών δεν αποτελεί απλώς θεσμική αρχή, αλλά κρίσιμο παράγοντα για τη διαφύλαξη της σταθερότητας των τιμών, την αποτροπή οικονομικών στρεβλώσεων και τη θωράκιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

5. Ποια είναι σήμερα η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας; Θα μπορούσαμε να ξαναδούμε στο μέλλον μνημόνια;

Η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας βρίσκεται σήμερα σε πολύ πιο σταθερή, προβλέψιμη και βιώσιμη τροχιά σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Μετά από χρόνια επίπονων προσαρμογών, η Ελλάδα έχει καταφέρει να επιτύχει σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα, διατηρώντας σταθερά σε πτωτική τροχιά το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και βελτιώνοντας σημαντικά το πιστοληπτικό της προφίλ.

Αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, καθώς η Ελλάδα σήμερα τηρεί ευλαβικά το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων, όπως αυτό αποτυπώθηκε και στο πρόσφατο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού για το 2026. Συνεπώς, η Ελλάδα έχει θεσμικά ωριμάσει, έχοντας αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των αγορών και διαθέτοντας ένα πιο ανθεκτικό δημοσιονομικό πλαίσιο που επιτυγχάνει βιώσιμα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.

6. Στις νέες γεωπολιτικές ισορροπίες και με δεδομένες τις αναταράξεις ΗΠΑ–Ρωσίας-Κίνας, πώς διαμορφώνεται η θέση της Ελλάδας; Μπορούμε να κερδίσουμε από τις εξελίξεις στο ενεργειακό τοπίο;

Στον νέο παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη, η πράσινη μετάβαση, η διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας και οι διασυνδέσεις των δικτύων προσφέρουν στην Ελλάδα μοναδικές ευκαιρίες για παραγωγή και προμήθεια ενέργειας στην ευρύτερη περιοχή. Η Ελλάδα μπορεί να αναδειχθεί σε καταλυτικό διαμετακομιστικό κόμβο φυσικού αερίου για την Ευρώπη, με υποδομές LNG υψηλής δυναμικότητας, τρεις υφιστάμενους και έναν υπό κατασκευή διασυνοριακούς αγωγούς φυσικού αερίου και την αξιοποίηση νέων κοιτασμάτων ορυκτών καυσίμων στην επικράτειά της.

Παράλληλα, μπορεί να λειτουργήσει ως προμηθευτής-γέφυρα για φθηνή και σταθερής ροής καθαρή ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, την οποία θα μπορεί να εξάγει με την ανάπτυξη ηλεκτρικών διασυνδέσεων από το Ισραήλ και την Αίγυπτο έως τη Γερμανία. Βασική προϋπόθεση επιτυχίας αυτού είναι να ενισχυθούν οι επενδύσεις σε μπαταρίες για την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας και σε δίκτυα.

7. Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι στο πρώτο τρίμηνο του 2025 το 10% του πληθυσμού της Ευρώπης κατέχει το 57,4% του ευρωπαϊκού πλούτου, ενώ το φτωχότερο 50% του πληθυσμού διαθέτει μόλις το 5%. Είναι οι κοινωνικές ανισότητες βόμβα στα θεμέλια των κοινωνιών; Πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά και πού μας οδηγούν αν αποτύχουμε;

Στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται η ανισότητα στις ευκαιρίες ή αλλιώς η πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες: αυτή είναι η «κακή» ανισότητα διότι επιτρέπει να παγιώνονται προνόμια, χωρίς απαραίτητα να δημιουργείται ανάπτυξη. Επίσης, στον βαθμό που η αντιμετώπιση της ανισότητας προϋποθέτει αναδιανομή πόρων, κάθετη ή και διαγενεακή, προκειμένου να διασφαλιστεί η κοινωνική συναίνεση, η αξιοπιστία της δημοσιονομικής πολιτικής έχει καταλυτική σημασία.

Επιπλέον, είναι απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στους νευραλγικούς τομείς της οικονομίας για τη μεσοπρόθεσμη, χωρίς αποκλεισμούς, ανάπτυξη: εκπαίδευση, υγεία, αγορά εργασίας, χρηματοοικονομική ένταξη. Τέλος, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την ανάγκη και για διεθνή συνεργασία ώστε να αντιμετωπίζονται οι πολιτικές που προωθούν τη δημιουργία «φορολογικών παραδείσων» και παρεμποδίζουν την ορθή μέτρηση και φορολόγηση του πλούτου και των εισοδημάτων κεφαλαίου.

8. Η Ελλάδα «γερνάει» επικίνδυνα. Το δημογραφικό πρόβλημα αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του 21ου αιώνα. Πόσο άσχημα είναι τα πράγματα για την χώρα μας και τι (δεν) κάνουμε για το αντιμετωπίσουμε;

Παρότι η δημογραφική εικόνα είναι ανησυχητική, το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα κρίνεται βιώσιμο, κυρίως λόγω των μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν κατά την περίοδο της κρίσης. Ωστόσο, η μείωση του ενεργού πληθυσμού και η δυσμενής μετατόπιση της αναλογίας εργαζομένων προς συνταξιούχους είναι εξελίξεις που θα ασκήσουν αυξανόμενες πιέσεις τα επόμενα χρόνια.

Οι πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του Δημογραφικού —όπως η μείωση φορολογικών βαρών ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων—είναι θετικές. Ωστόσο, η τεκνοποίηση δεν εξαρτάται μόνο από το διαθέσιμο εισόδημα, αλλά και από παράγοντες όπως η πρόσβαση σε ποιοτικές υποδομές παιδικής φροντίδας και η ισορροπία επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει επίσης να κινηθούμε.

9. Είστε στο προσκήνιο της οικονομικής και πολιτικής ζωής με διάφορους ρόλους τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Κοιτώντας προς τα πίσω και με τη συσσωρευμένη εμπειρία σας, ποιες επιλογές στην οικονομική πολιτική θεωρείτε ως καταστροφικές για τη χώρα και ποιες δημιούργησαν πραγματικές προοπτικές ανάπτυξης;

Αν κοιτάξουμε πίσω, δύο επιλογές υπήρξαν πραγματικά καταστροφικές για τη χώρα.

Πρώτον, η υποτίμηση των δημοσιονομικών κινδύνων και της ραγδαίας επιδείνωσης της ανταγωνιστικότητας που οδήγησαν τελικά στην κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας.

Δεύτερον, η πολιτική αβεβαιότητα κατά την προηγούμενη δεκαετία επιδείνωσε δραματικά μια ήδη εύθραυστη κατάσταση. Το ρήγμα αξιοπιστίας που δημιουργήθηκε απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, στις διεθνείς αγορές και στους πολίτες αποτέλεσε μια ενδογενή κρίση μέσα στη κρίση χρέους, που καθυστέρησε την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας (σε μια περίοδο μάλιστα που η υπόλοιπη Ευρώπη αναπτυσσόταν με υψηλούς ρυθμούς και ιστορικά χαμηλά επιτόκια).

Από την άλλη πλευρά, υπήρξαν και επιλογές που διαμόρφωσαν μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.

Πρώτη και σημαντικότερη, η ένταξη – αλλά και η παραμονή – της Ελλάδας στο ευρώ.

Δεύτερη, είναι η ωρίμανση που προέκυψε μέσα από την ίδια την κρίση. Η ελληνική κοινωνία, μέσα από δύσκολες εμπειρίες, ανέπτυξε δημοσιονομική επίγνωση και συνειδητοποίησε την αξία των μεταρρυθμίσεων.

Διαβάστε επίσης:

Novo Nordisk: Βουτιά έως και 11% για τη μετοχή της

EssilorLuxottica: Έτοιμη να αποκτήσει ποσοστό 5%-10% στην Giorgio Armani

DBRS: Ουδέτερες οι προοπτικές για τις ευρωπαϊκές τράπεζες το 2026