Το mononews κάλεσε διευθυντές, επιμελητές και προϊσταμένους Μουσείων και Εφορειών Αρχαιοτήτων της χώρας να γνωρίσουν στο κοινό εκθέματα των συλλογών τους, που σχετίζονται με τον κόσμο της γυναίκας στην αρχαιότητα και το Βυζάντιο. Αντικείμενα που αναφέρονται στην γυναίκα ως σύζυγο, μητέρα και κόρη ως ιέρεια, ποιήτρια, εταίρα, ιερόδουλη, δούλη.
Βασικός στόχος να διευρυνθεί η γνώση για τον ρόλο της γυναίκας στην Ελλάδα πριν από αιώνες και ταυτόχρονα να αναδειχθεί ο πλούτος κάθε μουσείου.
Ακολουθεί το κείμενο της Προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Φωκίδος Αθανασίας Ψάλτη

Λέγεται ότι η κιβωτός του Δευκαλίωνα και της γυναίκας του Πύρρας, από τους οποίους πλάστηκε μετά τον κατακλυσμό που προκάλεσε ο Δίας το ανθρώπινο γένος, προσάραξε στην κορυφή του Παρνασσού σε μικρή απόσταση από τις νότιες υπώρειες του τεμένους του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου ιδρύθηκε το σημαντικότερο μαντείο της αρχαίας Ελλάδας.
Αδιαμφισβήτητα η πλέον εμβληματική γυναικεία μορφή του ιερού των Δελφών ήταν η Πυθία, η γυναίκα Προφήτισσα. Ως ιέρεια του Απόλλωνα η Πυθία, μία γυναίκα άνω των 50 ετών – για να μην είναι ελκυστική σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής – αποτελούσε το πρόσωπο -κλειδί στο τυπικό της χρησμοδοσίας, εφόσον από το στόμα της δίδονταν οι χρησμοί με την μορφή των ακατάληπτων κραυγών. Σύμφωνα με τις ελάχιστες πληροφορίες που παραδίδονται από τον Πλούταρχο η Πυθία, πριν αρχίσει την χρησμοδότηση λουζόταν στα νερά της Κασταλίας πηγής και στη συνέχεια εισερχόταν στο άδυτο, όπου τοποθετούσε δάφνη και κρίθινο αλεύρι στην φωτιά της Εστίας και κατέβαινε στην σπηλιά του χάσματος. Εκεί καθισμένη στον ιερό τρίποδα, μασούσε φύλλα δάφνης και έπινε νερό από την Κασσοτίδα πηγή για να έρθει σε κατάσταση έκστασης. Το ιερατείο μετέγραφε τον άναρθρο λόγο της στα χρηστήρια μαντεύματα που ζητούσαν οι πιστοί.

Εξαιτίας των αδιάψευστων χρησμών του το μαντείο των Δελφών στο διάβα της χιλιετούς και πλέον λειτουργίας του κατέκτησε αμύθητη περιουσία σε πλούτο και σε έργα τέχνης, και εξέχουσα φήμη ακόμη και εκτός των ορίων του ελλαδικού χώρου. Μικρό μόνο μέρος από αυτά τα πολύτιμα αναθήματα ήρθαν στο φως, όταν εκκίνησε η ανασκαφή από τη Γαλλική Σχολή Αθηνών, το 1893, μετά από μακρόχρονες διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση. Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της ανασκαφής, δέκα έτη μετά την έναρξή της, το 1903 εγκαινιάστηκε το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο των Δελφών. Στην ίδια θέση, στο μέσο περίπου της διαδρομής από τον σύγχρονο οικισμό των Δελφών και το τέμενος του Απόλλωνος βρίσκεται το τέταρτο στη σειρά μουσείο, το οποίο εγκαινιάστηκε το 2004.
Κατά τη διάρκεια των εκατόν είκοσι και πλέον ετών λειτουργίας του το Αρχαιολογικό Μουσείο των Δελφών λειτούργησε ως κιβωτός παιδείας και πολιτισμού και διέδωσε με τα μοναδικής σπουδαιότητας εκθέματά του, κυρίως από την ανασκαφή της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής των ετών 1892-1902, τις αξίες και τις αρετές του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Το μουσείο είναι εξάλλου, άρρηκτα συνδεδεμένο με τον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών, μνημείο το οποίο ενεγράφη στον Κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από το 1987.

Θα αποτελούσε αμέλεια και ασέβεια ωστόσο, σε ένα αφιέρωμα για τις γυναίκες των Δελφών να μην γίνει μνεία στην σπουδαία γυναίκα, που χάρη στο πνευματικό έργο της και την οικονομική θυσία, οι Δελφοί αναβίωσαν στη σύγχρονη εποχή ως τόπος κομβικός, ένα νέο κέντρο του κόσμου.
Ο λόγος για την Εύα Πάλμερ Σικελιανού, την αμερικανίδα σύντροφο του ποιητή Άγγελου Σικελιανού, η οποία οραματίστηκε και κατάφερε να ενσαρκώσει μαζί με τον ποιητή την Δελφική ιδέα, την ιδέα δηλαδή, συνένωσης των λαών του κόσμου υπό την πνευματική καθοδήγηση των Δελφών. Η Δελφική ιδέα, έτσι όπως εκφράστηκε από τα έμπλεα πνευματικότητας γραπτά του Σικελιανού και τις Δελφικές Εορτές των ετών 1927 και 1930 οδήγησαν τον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών σε μία νέα περίοδο χρυσής λάμψης, η οποία συνέδεσε αρμονικά το παρελθόν με τη σύγχρονη Ελλάδα αποτελώντας το έναυσμα της δεύτερης παγκόσμιας αίγλης των Δελφών πολλούς αιώνες μετά το οριστικό κλείσιμο του μαντείου, τον 4ο αιώνα μ.Χ.

Σήμερα το Αρχαιολογικό Μουσείο των Δελφών είναι ένα από τα σημαντικότερα δημόσια ελληνικά μουσεία με ετήσιο αριθμό επισκεπτών περίπου 750.000 από όλο τον κόσμο. Εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές όλων των ηλικιών και ΑμεΑ, εκπαιδευτικές δράσεις για ενήλικες, διαλέξεις επιστημονικού χαρακτήρα, διοργάνωση περιοδικών εκθέσεων αρχαιολογικού περιεχομένου με ευρύτερη θεματική ή σύγχρονης τέχνης, εργαστήρια εικαστικών, ξεναγήσεις για άτομα με αδυναμία στην όραση, η ψηφιοποίηση των συλλογών και των αρχείων, η υλοποίηση τριών προγραμμάτων ανάδειξης των μνημείων μέσω του Περιφερειακού Προγράμματος Στερεάς Ελλάδας (ΠεΠ ΣΤΕ) 2021-2027 με ειδική μέριμνα για ΑμεΑ, συντείνουν στην προστασία και την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου αλλά κυρίως στη διάδοση των ιδεωδών του δελφικού πνεύματος σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ανάμεσα στα σπάνιου κάλλους έργα του μουσείου, η παρουσία της γυναίκας με τους πολλαπλούς ρόλους της, της αιώνιας μήτρας ζωής για την ανθρωπότητα, απαντάται σε ποικίλους ρόλους, πάντα αναγκαίους για την ευημερία του ατόμου και της πόλης, κάποιους από τους οποίους θα γνωρίσουμε στο αφιέρωμα αυτό. Εξάλλου κυρίαρχο θέμα του ιδρυτικού μύθου του δελφικού μαντείου ήταν η δρακοντοφονία, δηλαδή η νίκη του Απόλλωνα κατά του Πύθωνα, του γιού της Γης, της πρώτης θεότητας του ιερού.

Ιστορίες Γυναικών στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών
Η Μεγάλη Μητέρα

Ίσως η πιο πρωτόγονη εικόνα της Πιετά στην ιστορία της ανθρωπότητας να έλαβε μορφή στην βραχώδη Πυθώ, την αρχαιότερη ονομασία των Δελφών πριν την επικράτηση της λατρείας του Απόλλωνος, όταν ο θεός του φωτός θα φονεύσει τον δράκοντα του ιερού, τον γιο της μάνας Γης.
Ο θρήνος της Μεγάλης Μητέρας για τον αδικοχαμένο γιο της δεν θα είναι όμως μάταιος, αφού πάνω στο μυθικό αφήγημα της δρακοντοφονίας και του επιβελημένου εξαγνισμού του Απόλλωνος, θεμελιώθηκε η δελφική θεολογία, στην οποία η Πυθία ως ενδιάμεσος δέκτης της χρησμοδοσίας, δηλαδή της ιερής βούλησης, κατέλαβε σημαίνουσα θέση. Έχει θεωρηθεί ότι κατάλοιπα της προαπολλώνιας λατρείας στο ιερό των Δελφών αποτελούν τα πήλινα μυκηναϊκά ειδώλια των τύπων Φ και Ψ, που έλαβαν αυτήν τη συμβατική ονομασία από την ομοιότητα του σχήματος με τα αντίστοιχα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου.
Τα ειδώλια αυτά, τα οποία χρονολογούνται γύρω στο 1400 π.Χ. εντοπίστηκαν στο ιερό της Αθηνάς Προναίας στους Δελφούς και απεικονίζουν γυναικείες μορφές, όπως υποδηλώνουν οι ανάγλυφοι μαστοί. Ο αφαιρετικός τρόπος με τον οποίο αποδίδεται το μακρύ ένδυμά τους, που είναι διακοσμημένο με πυκνές γραπτές ταινίες και τα σχηματικά, όμοια με πτηνό, χαρακτηριστικά του προσώπου ανήκουν στην γνωστή μυκηναϊκή κοινή, που επικρατεί κατά τον 14o και 13ο αιώνα π.Χ. σε όλο τον γνωστό μυκηναϊκό κόσμο. Χαρακτηριστικά είναι τα υψωμένα προς τον ουρανό χέρια τους, κίνηση που ερμηνεύεται ως μία συμβολική χειρονομία δέησης προς τη θεότητα. Σε κάποια μάλιστα το περιδέραιο, που δηλώνεται με τις κουκκίδες στον λαιμό και το κάλυμμα της κεφαλής που ομοιάζει με στέμμα μαρτυρεί ίσως κάποια εξέχουσα κοινωνική θέση.
Η γυναίκα παιδί

Όπως σε όλα τα αρχαία ελληνικά ιερά όπου έχουν βρεθεί όμοια αγάλματα, το χαριτωμένο αγαλμάτιο «άρκτου» αφιερώθηκε ως ομοίωμα μικρού κοριτσιού από τους γονείς του προφανώς, προκειμένου να τύχει της προστασίας του θεού και των συν αυτώ λατρευομένων θεοτήτων. Το κορίτσι παριστάνεται όρθιο με το κεφάλι στρεφόμενο προς αριστερά, στηριζόμενο στο αριστερό σκέλος με άνετο και λυγισμένο το δεξί, στάση η οποία καταργεί τη μετωπικότητα και ενισχύει την απόδοση της τρίτης διάσταση.
Ο τύπος του ενδύματος με το οποίο είναι ενδεδυμένη η κόρη, και συγκεκριμένα ο λεπτοϋφασμένος χιτώνας, που δένεται με λεπτό κορδόνι ψηλά στο στήθος και το βαρύτερο ιμάτιο, που τυλίγεται κάτω από τον δεξί λυγισμένο μηρό και συγκρατείται με το αριστερό χέρι, έχει ομοιότητα με αγαλμάτια κοριτσιών που αφιερώνονταν σε ιερά γονιμικών θεοτήτων, όπως της Βραυρωνίας Αρτέμιδας, προστάτιδας των λεχώνων και των παιδιών. Μάλιστα συνήθως ο χιτώνας τους αναφέρεται ως κροκωτός και έχει θεωρηθεί ότι παραπέμπει στη δορά αρκούδας. Στο δεξί χέρι που δεν σώζεται θα κρατούσε ένα πτηνό, όπως το διπλανό της αγαλμάτιο αγοριού ή ένα λαγουδάκι, όπως το αντίστοιχο αγαλμάτιο Κόρης από την Ακρόπολη της Αθήνας ως προσφορά στους θεούς. Το στρογγυλό χυμώδες πρόσωπο με τις φουσκωμένες παρειές, το όμορφο χαμόγελο και η επιμελημένη κόμμωση παραπέμπουν σε έναν σημαντικό γλύπτη των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ., αττικής μάλλον προέλευσης.
Τα αγαλμάτια αυτά έχει θεωρηθεί ότι συμβόλιζαν κορίτσια, τα οποία θητεύοντας σε ιερά γυναικείων θεοτήτων προετοιμάζονταν για την ήπια μετάβασή τους από την παιδική ηλικία της αγριότητας στην ώριμη ηλικία του γάμου και της μητρότητας με σκοπό την διασφάλιση της συνέχειας του οίκου και της πόλης.
Η γυναίκα αδελφή

Ένα από τα πλέον αριστουργηματικά έργα που ήλθαν στο φως κατά τη διάρκεια της μεγάλης ανασκαφής στα τέλη του 19ου αιώνα αποτελεί ο γλυπτός διάκοσμος του θησαυρού των Σιφνίων, ενός μικρού, ναόσχημου καταστόλιστου οικοδομήματος, που χρονολογείται το 525 π.Χ. Ο πλαστικός όγκος, η λεπτότητα της σύνθεσης, η τελειότητα των λεπτομερειών και η σπάνια ομορφιά των αποδιδόμενων μορφών συνιστούν τα υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας χαρακτηριστικά της ζωφόρου και των δύο εντυπωσιακών σε κάλλος και χάρη κορών, που βάσταζαν το επιστύλιο του θησαυρού εν είδει Καρυατίδων. Για τους πιο πάνω λόγους ο θησαυρός αναγνωρίζεται κατά κοινή ομολογία ως το έργο σπουδαίων καλλιτεχνών της αρχαϊκής περιόδου.
Ίσως μία από τις τρυφερότερες σκηνές στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής προέρχεται από την λεγόμενη Συνέλευση των θεών που αποδίδεται στην ανατολική πλευρά της ζωφόρου του θησαυρού των Σιφνίων. Πρόκειται για την παράσταση ίσως της δελφικής τριάδας, την οποία ο καλλιτέχνης αποφάσισε να αποδώσει με τρόπο πρωτότυπο και αρκετά αντισυμβατικό. Συγκεκριμένα ο Απόλλων, θεός του φωτός και άρχοντας του δελφικού μαντείου γυρίζει την πλάτη του προς τον θεατή στρεφόμενος προς την αδελφή του Άρτεμη ζητώντας τη συμπαράστασή της. Εκείνη τον χαϊδεύει στοργικά με τα ακροδάκτυλά της ως να τον καθησυχάζει για την έκβαση του Τρωϊκού πολέμου. Πίσω από την μορφή της Αρτέμιδος αναγνωρίζεται η Λητώ μητέρα του θεού ή η Ηώς.
Η γυναίκα τέρας

Η δαιμονική Σφίγγα, μειξογενές ον με κεφαλή γυναίκας, σώμα λέοντος και δρεπανόσχημα φτερά, δάνειο της Ανατολής στην αρχαία ελληνική τέχνη υπήρξε εικονογραφικό θέμα πολύ δημοφιλές κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. Με το τέρας αυτό αναμετρήθηκε ο Οιδίπους επιστρέφοντας από το μαντείο των Δελφών στην προσπάθειά του να αποφύγει όσα οι θεοί είχαν ορίσει για εκείνον. Εξάλλου το τραγικό τέλος του ήρωα αποτέλεσε την πλέον διδακτική εκδοχή του ακρογωνιαίου λίθου της δελφικής θεολογίας, του «Γνώθι σαυτόν».
Ο σπάνιος συμβολισμών εικονογραφικός τύπος της Σφίγγας συνδέθηκε με επιτύμβια και με αναθηματικά μνημεία, όπως το κολοσσικό άγαλμα των Ναξίων, που χρονολογείται το 560 π.Χ. και είχε, μαζί με τον κίονα στον οποίο έβαινε, συνολικό ύψος 2,32μ. Το κολοσσικό κεφάλι της Σφίγγας με τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, τα αινιγματικά χείλη και τα πλούσια μαλλιά που συγκρατεί ταινία πάνω από το μέτωπο θα είχε τη θέση ενός δαίμονα αποτροπαϊκού, αυτού δηλαδή, που διώχνει το κακό, σε κάθε προσκυνητή που θα προσέγγιζε το μαντείο για να γυρέψει χρησμό. Στη θέση όπου η Σφίγγα είχε στηθεί, κάτω από το άνδηρο του ναού του Απόλλωνος βρισκόταν το ιερό της Γης, πρώτης θεότητας του μαντείου, για την ύψιστη σημασία του οποίου ενδέχεται να αποτελούσε υπόμνηση.
Στο κυλινδρικό βάθρο του κίονα της Σφίγγας είχε χαραχτεί αργότερα (το 328/27 π.Χ.) ένα ψήφισμα των Δελφών, με το οποίο παραχωρούνταν στους Ναξίους το δικαίωμα της προμαντείας, της δυνατότητας δηλαδή, να λαμβάνουν πρώτοι χρησμό.
Η γυναίκα θεά

Την Άρτεμη, τη θεά με τις πολλαπλές ιδιότητες της τοξεύτρας και τιμωρού, της προστάτιδας των ζώων, του γάμου και των νεαρών κοριτσιών έχει θεωρηθεί ότι αποδίδει η σωζόμενη από ελεφαντόδοντο κεφαλή, που φέρει ολόχρυσο διάδημα με διάκοσμο από σπείρες, σε φυσικό μέγεθος που χρονολογείται στο β΄ μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Η κεφαλή ανήκε σε χρυσελεφάντινο άγαλμα από το οποίο σώθηκαν το δεξί χέρι που κρατούσε σκήπτρο, οι πλόκαμοι των μαλλιών της θεάς καθώς επίσης τα ακροδάκτυλα των ποδιών.
Φαίνεται ότι το άγαλμα αυτό αποτελούσε μέρος ενός συντάγματος της απολλώνιας τριάδας, της Αρτέμιδος, του Απόλλωνος και της Λητούς, τα σπαράγματα του οποίου σήμερα αποτελούν πολύτιμη μαρτυρία για την πλούσια καλλιτεχνική παραγωγή των ακτών της Ιωνίας. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι καμπύλες κοιλότητες στην επιφάνεια του προσώπου για την απόδοση των οφθαλμών και των φρυδιών, τα οποία θα ήταν συμπληρωμένα με κάποιο ένθετο υλικό.
Η σημερινή φαιόχρωμη επιδερμίδα του άλλοτε πάλλευκου πολύτιμου ελεφαντόδοντου, το οποίο οι γλύπτες χρησιμοποιούσαν για εξαιρετικές παραγγελίες οφείλεται προφανώς σε καταστροφική πυρκαγιά, η οποία θα έπληξε το κτήριο εντός του οποίου φυλασσόταν το γλυπτό.
Η γυναίκα μύθος

Σε μία από τις ανάγλυφες πλάκες (μετόπες) που κοσμούσαν την πρόσοψη του Θησαυρού των Σικυωνίων, κοσμικό κτήριο το οποίο αφιέρωσε η ομώνυμη πόλη στο μαντείο των Δελφών διασώζεται η παράσταση της αρπαγής της Ευρώπης από τον Δία, μύθος πολύ αγαπητός στους Έλληνες. Η Ευρώπη, πανέμορφη κόρη του Αγήνορα, βασιλιά της Φοινίκης έγινε αντικείμενο του πόθου του Διός, ο οποίος για να την αποκτήσει, μεταμορφώθηκε σε ταύρο. Η Ευρώπη θαμπώθηκε από την ομορφιά του ταύρου και ανέβηκε στη ράχη του για να παίξει, εκείνος ωστόσο πρόδωσε την εμπιστοσύνη της και την μετέφερε στην Κρήτη. Από την ένωση του πατέρα των θεών και της Ευρώπης γεννήθηκαν ο Μίνωας, ο Σαρπηδόνας και ο Ραδάμανθυς ενώ η Ευρώπη μετά τον θάνατό της αποθεώθηκε.
Στην αρχαία ελληνική τέχνη ο μύθος της απαγωγής της Ευρώπης από τον μεταμορφωμένο σε ταύρο Δία αποδίδεται σε ποικίλες παραλλαγές σε όλη την αρχαιότητα ως μια παραλλαγή της ένωσης του Ουρανού και της Γης. Στην μετόπη του θησαυρού των Σικυωνίων αποδίδεται με αξιοθαύμαστη πλαστικότητα η ορμητική κίνηση προς τα εμπρός του δυνατού ζώου σε αντίθεση με την παθητική στάση της νεαρής πριγκίπισσας. Λεπτομέρειες, όπως ο εγχάρακτος διάκοσμος με τον μαίανδρο και το αβακωτό κόσμημα στο σφιχτά ζωσμένο φόρεμα της Ευρώπης, το σώμα της που διαγράφεται κάτω από αυτό και το υπερβολικά μυώδες σώμα του ταύρου απηχούν την ιδιαίτερη ικανότητα του αρχαίου γλύπτη αλλά και την επιμέλεια για την όσο το δυνατόν πιο άρτια απόδοση της δόλιας αρπαγής. O θησαυρός χρονολογείται γύρω στο 560 π.Χ. και ήταν διακοσμημένος με 14 μετόπες από τοπικό πωρόλιθο της Σικυώνος, δεδομένο το οποίο σημαίνει, ότι οι μετόπες μεταφέρθηκαν από την Πελοπόννησο ημιτελείς και πιθανώς ολοκληρώθηκαν στους Δελφούς.
Η γυναίκα ικέτης

Το κομψό χάλκινο θυμιατήριο της πεπλοφόρου χρονολογείται κατά την περίοδο 460-450 π.Χ., στην οποία ανήκουν επίσης τα φημισμένα αετωματικά γλυπτά του ιερού του Διός της Ολυμπίας. Η αποκάλυψη του θυμιατηρίου το 1939 στην Άλω των Δελφών, μπροστά από την Στοά των Αθηναίων στον ελεύθερο εκείνο χώρο που προοριζόταν για δημόσιες συγκεντρώσεις, όπως το θρησκευτικό δράμα Σεπτήριον, το κατατάσσει στα αριστουργηματικά έργα χαλκοπλαστικής των κλασικών χρόνων.
Η ευρηματική σύνθεση αποτελείται από έναν ημισφαιρικό λέβητα για το θυμίαμα, στο χείλος του οποίου τοποθετήθηκε διάτρητο πλέγμα, που μιμείται τις φλόγες της καύσης. Το βάρος του λέβητα υποβαστάζει με τα λεπτά, ανυψωμένα χέρια της εν είδει ικεσίας, νεαρή πεπλοφόρος γυναίκα με λυγισμένο το αριστερό σκέλος, που διαγράφεται κάτω από τον μάλλινο πέπλο. Το όμορφο δωρικό πρόσωπο με τα σεμνά, μαζεμένα μαλλιά στον αυχένα σε δικτυωτό κάλυμμα και την ελαφριά απόκλιση από τον κάθετο άξονα έχει θεωρηθεί, ότι αποδίδει την πνευματική υπεροχή της μορφής.
Αρκετοί μελετητές θεωρούν, ότι το θυμιατήριο πρόκειται για έργο παριανού εργαστηρίου, χωρίς ωστόσο να μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση να αποτελεί καλλιτεχνικό δημιούργημα ενός τοπικού φωκικού εργαστηρίου.
Η ερωτευμένη γυναίκα

Η μετόπη του Θησέα και της Αμαζόνας Αντιόπης από τον Θησαυρό των Αθηναίων, ο οποίος ανατέθηκε στο ιερό του Πύθιου Απόλλωνος μετά την μάχη του Μαραθώνα, το 490 π.Χ. αποτελεί μία θαυμάσια απόδοση της μυθολογικής αφήγησης του ερωτικού δράματος το οποίο διακόπτει βίαια ο θάνατος. Σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου ο Θησέας μυθικός βασιλιάς της Αθήνας κατά τη διάρκεια της συμπλοκής του με την βασίλισσα των Αμαζόνων Αντιόπη και τη στιγμή που της δίνει το φονικό κτύπημα την ερωτεύεται.
Στα αριστερά της μετόπης παρουσιάζεται όρθιος ο Θησέας σε ηρωϊκή γυμνότητα με καλοσχηματισμένη την μυολογία της κοιλιακής χώρας. Ο κοντός χιτώνας με τις πυκνές πτυχώσεις που καλύπτει την πλάτη του είναι σχεδόν άκαμπτος και δένει κάτω από το λαιμό σε έναν περίτεχνο κόμβο (ηράκλειον άμμα). Στο πρόσωπό του διαγράφεται το αρχαϊκό μειδίαμα, το αδιόρατο χαμόγελο που παραπέμπει στα γνωστά αγάλματα της Αρχαϊκής περιόδου, τους Κούρους και τις Κόρες. Στο κεφάλι φορά κράνος με τους βοστρύχους της κόμης του να πέφτουν στους ώμους. Απέναντί του βρίσκεται γονατισμένη η Αμαζόνα με τον δερμάτινο θώρακα της, η οποία υπομένει το φονικό κτύπημα. Τόσο η στάση του σώματός της όσο και η κλίση του κεφαλιού της προς τα κάτω δηλώνουν την ήττα της και την υποταγή της στον νικητή Θησέα.
Ο Θησαυρός των Αθηναίων οικοδομήθηκε με σκοπό να διακηρύξει στο πανελλήνιο την υπεροχή της πόλης-κράτους της Αθήνας, ειδικά μετά την νικηφόρα μάχη του Μαραθώνα, το 490 π.Χ. Η ζωφόρος του οικοδομήματος χωρίζεται σε τριάντα μετόπες με μυθολογικές σκηνές που αποδίδουν κυρίως τους άθλους του Ηρακλή και του Θησέα.
Η Νικηφόρος γυναίκα

Κατά την αρχαιότητα η φτερωτή θεά Νίκη θεωρούνταν ως ο εκφραστής της βούλησης των θεών, που ανήγγελλε, επιβράβευε και δόξαζε τους νικητές. Νικηφόρες μορφές με αναπεπταμένα τα αγέρωχα φτερά τους απεικονίζονται στην αρχαία ελληνική τέχνη σε έργα πλαστικής, σε αγγεία, σε ειδώλια, κοσμήματα, έργα μικροτεχνίας κ.ά. Οι Nίκες που έχουν έλθει στο φως στους Δελφούς προέρχονται κυρίως από δημόσια οικοδομήματα και λειτουργούσαν ως σύμβολο προβολής νικητήριων αγώνων κάθε κυριολεκτικού ή μεταφορικού πεδίου μάχης. Μάλιστα στα Πύθια, εορτές πανελλήνιες προς τιμήν του θεού Απόλλωνος που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια σε ανάμνηση της αρχέγονης νικηφόρου δρακοντοφονίας, πλήθη συνέρρεαν στους Δελφούς από κάθε γωνιά του αρχαίου κόσμου για να αγωνιστούν στους μουσικούς και αθλητικούς αγώνες.
Η φτερωτή Νίκη από παριανό μάρμαρο αποτελούσε ένα από τα ακρωτήρια, που κοσμούσε το τριγωνικό άκρο της στέγης του αρχαϊκού ναού του Απόλλωνος και χρονολογείται το 510 π.Χ. Ο γλυπτός διάκοσμος του ναού έχει μάλιστα, αποδοθεί στον φημισμένο γλύπτη Αντήνορα. Η Νίκη με τους μαργαριτόσχημους πλοκάμους, το ελπιδοφόρο μειδίαμα και τον αιθέριο χιτώνα, που όμορφα αγκαλιάζει το σώμα παριστάνεται να τρέχει στη στάση του «εν γούνασι δρόμου», δηλαδή με το κεφάλι και τον κορμό αποδοσμένα μετωπικά και τα πόδια πλάγια, με λυγισμένα τα γόνατα.

Περίπου ενάμιση αιώνα μετά τα ακρωτήρια με μορφή Νίκης από την Θόλο των Δελφών, περίστυλο κυκλικό οικοδόμημα – έργο του αρχιτέκτονος Θεόδωρου από τη Φώκαια της Μικράς Ασίας, όπως αναφέρει ο Βιτρούβιος – που χρονολογείται στην δεκαετία 390-380 π.Χ., επίσης από παριανό μάρμαρο έχουν πλέον κατακτήσει όχι μόνο την τρίτη διάσταση, χάρη στην κατάργηση της μετωπικότητας και των ιδιαίτερα κινημένων κατά των διαγώνιο άξονα μελών αλλά επίσης φαίνεται ως να έχουν καταργήσει την σκληρότητα της ύλης, δηλαδή του μαρμάρου, το οποίο πλέον είναι το μέσο απόδοσης της μαλακής σάρκας και του διαφανούς ενδύματος, που στροβιλίζεται μαζί με τη μορφή σε μια αέναη κίνηση.
Η γυναίκα ως Μούσα

Στον κυλινδρικό βωμό από το ιερό της Αθηνάς Προναίας, έργο των μέσων του 2ου αιώνα π.Χ. από πεντελικό μάρμαρο απεικονίζεται μια εξαίσια συγκέντρωση νεαρών γυναικών, που έχουν ερμηνευτεί και ως Μούσες, κόρες του Διός και της Μνημοσύνης, θεότητας της μνήμης. Οι δώδεκα γυναικείες μορφές, οι οποίες είναι διατεταγμένες σε ζεύγη, αντικριστά η μία στην άλλη αποδίδονται με τα υψωμένα χέρια τους να κρεμούν ταινίες σε μια οριζόντια γιρλάντα από φύλλα που περιτρέχει το σύνολο της παράστασης, λίγο πάνω από τα κεφάλια τους, και η οποία λειτουργεί ως ουσιαστικό στοιχείο για την συνεκτικότητά. Αξιοσημείωτη είναι η μεγάλη ποικιλία των ενδυμάτων τους, πέπλοι με απόπτυγμα και αναδίπλωση κάτω από το στήθος, και χιτώνες με ιμάτιο και καλοσχηματισμένες πτυχώσεις, που αναδεικνύουν την πλαστικότητα του σώματος και την διαφορετική κάθε φορά στάση.
Ο Απόλλων ως μουσαγέτης, δηλαδή αρχηγός των Μουσών είχε την πλέον στενή σχέση με τις Μούσες, οι οποίες αναγνωρίζονταν ως θεματοφύλακες εν γένει των τεχνών και των γραμμάτων, όπως μαρτυρείται κυρίως από τον Ησίοδο, αλλά και σε πλήθος καλλιτεχνικών έργων της ελληνικής αρχαιότητας. Εξάλλου, το φως ως κατεξοχήν σύμβολο της θεϊκής υπόστασης του Απόλλωνος συνδεόταν άρρηκτα με την λυρική και ερωτική ποίηση, την τραγωδία, τους ιερούς ύμνους, τη μουσική, ακόμη και την αστρονομία, προστάτιδες των οποίων ήταν οι εννέα Μούσες.

Βιογραφικό
Η αρχαιολόγος Αθανασία Ψάλτη είναι απόφοιτης του Τμήματος Ιστορίας – Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην Αρχαιολογία. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος σπουδών Κλασικής Αρχαιολογίας και υποψήφια διδάκτωρ του ιδίου Πανεπιστημίου. Εισήχθη στην Αρχαιολογική Υπηρεσία το 1994 και υπηρέτησε ως αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ευβοίας ως το 2008. Από το 2008 ως το 2010 διετέλεσε Προϊσταμένη Τμήματος Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων της ως άνω Εφορείας ενώ από το 2010 έως και σήμερα είναι Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Φωκίδος. Είναι μέλος του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Στερεάς Ελλάδας από το 2016, μέλος του Δ.Σ του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών και του Φορέα Διαχείρισης Ελαιώνα Δελφών.
Έχει 62 συμμετοχές με ανακοίνωση σε πανελλήνια και διεθνή αρχαιολογικά συνέδρια και 48 επιστημονικά άρθρα και μελέτες σε ελληνικά και ξένα αρχαιολογικά περιοδικά. Ταυτόχρονα, ασχολείται με την επιστημονική επιμέλεια εκδόσεων, εντύπων και πρακτικών συνεδρίων και διαθέτει εκπαιδευτική εμπειρία σε επιμορφωτικά προγράμματα.
Επίσης, έχει συμμετάσχει στη διοργάνωση εκθέσεων σε μουσεία της χώρας και του εξωτερικού. Τα επιστημονικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στη διαχείριση και ανάδειξη μνημείων και αρχαιολογικών χώρων.

Ανακαλύψτε το Αφιέρωμα «Η γυναίκα στο μουσείο»
