«Η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει συνιδιοκτησία σε κάθε ευρωπαϊκό άνοιγμα προς την Τουρκία» μας αναφέρει ο κ. Σωτήρης Σέρμπος, Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης αναλύοντας τι βήματα πρέπει να πάρει μια νέα προσέγγιση στην Ελληνική διπλωματία.

Σε μια περίοδο έντονων γεωπολιτικών ανακατατάξεων, ο κ. Σέρμπος καταθέτει μια νηφάλια αλλά αιχμηρή ανάλυση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και των προοπτικών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Σε εκτενή συζήτηση, ο κ. Σέρμπος σχολιάζει την ακύρωση της συνάντησης Μητσοτάκη–Ερντογάν, τη στάση της Άγκυρας, τη θέση της Ελλάδας στη νέα παγκόσμια ισορροπία και την ανάγκη «προληπτικής διπλωματίας» απέναντι σε έναν τουρκικό παράγοντα με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Τονίζοντας πως «η ελληνική διπλωματία οφείλει να επικεντρωθεί στον σχεδιασμό, ώστε να προσαρμοστεί και να πλοηγηθεί επιτυχώς σε αυτό το απαιτητικό πλαίσιο», ο καθηγητής αναδεικνύει τις προκλήσεις αλλά και τις ευκαιρίες που διαμορφώνουν το μέλλον της ελληνικής στρατηγικής, από τις θαλάσσιες ζώνες έως την ευρωτουρκική σχέση.

1

Η ακύρωση της συνάντησης Μητσοτάκη–Ερντογάν

Ερωτώμενος ποιος ήταν ο ιδιαίτερος σκοπός της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν, η οποία ακυρώθηκε ο κ. Σέρμπος απάντησε πως κατά την αντίληψή του, επρόκειτο για ένα ραντεβού που, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, είχε ζητηθεί από την τουρκική πλευρά και προφανώς θα ήταν σύντομο, περίπου τριάντα λεπτών. Κατά τη γνώμη του, κακώς σηκώθηκε τόση «σκόνη» στη δημόσια σφαίρα στην Ελλάδα για τη συνάντηση, η οποία γινόταν σε διαφορετικό πλαίσιο λόγω των εξελίξεων που είχαν μεσολαβήσει. Εκ του αποτελέσματος, κατά τον κ. Σέρμπο, αποδείχθηκε ότι για την Τουρκία η συνάντηση είχε μικρότερη σημασία· ίσως δεν είχε κάτι να αποκομίσει, ούτε χρειαζόταν καν ένα απλό «photo opportunity» με τον Έλληνα πρωθυπουργό.

Συνέχισε παρατηρώντας πως «αν ήθελε πραγματικά η τουρκική αντιπροσωπεία, θα μπορούσε να βρεθεί χώρος παρά τα στενά περιθώρια» και υπογράμμισε ότι «το βασικό είναι πως δόθηκε υπερβολική έμφαση σε αυτή τη συνάντηση». Αναγνώρισε ότι «πάντοτε έχει ενδιαφέρον μια αφιλτράριστη και αδιαμεσολάβητη επικοινωνία μεταξύ των δύο ηγετών», ειδικά υπό τα νέα δεδομένα, και εκτίμησε ότι «ο Έλληνας πρωθυπουργός θα απαντήσει την επόμενη ημέρα και στην ομιλία του Τούρκου προέδρου». Ο κ. Σέρμπος επισήμανε ότι η πρόσφατη δήλωση του πρωθυπουργού – «δεν έχουμε να συζητήσουμε τίποτα με την Τουρκία για τη Chevron» – είναι δωρική και αποφασιστική. Κατά την άποψή του, δεν χρειάζονται πολλές κουβέντες· πρόκειται για μια στάση λιτή, ξεκάθαρη και στέρεη. Το ίδιο, τόνισε, ισχύει και για το ζήτημα του καλωδίου GSI, το οποίο αφορά ανοιχτή θάλασσα και όχι υφαλοκρηπίδα.

Ο κ. Σέρμπος ανέφερε πως «η Τουρκία εμφανίζει πλέον μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση» και ότι αυτό «αντανακλάται και στα ελληνοτουρκικά». Υπογράμμισε ότι «η ακύρωση της συνάντησης δεν ζημίωσε την Ελλάδα: η χώρα ούτε κέρδισε ούτε έχασε κάτι», καθώς η συνάντηση θα ήταν χαμηλών προσδοκιών και σύντομη, «ουσιαστικά δεκαπέντε λεπτά, αν υπολογίσουμε τους μεταφραστές». Τόνισε ότι «οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας δεν αιωρούνται στο κενό, αλλά εντάσσονται σε ένα νέο τρίγωνο Δύσης-Ελλάδας-Τουρκίας».

Ήρεμα Νερά: Από την «τακτική αναδίπλωση» στην επόμενη μέρα

Αναλύοντας την περίοδο των «ήρεμων νερών» από το 2023, τη χαρακτήρισε «τακτική αναδίπλωση της Άγκυρας, λόγω της οικονομικής κατάστασης και της ανάγκης επαναπροσέγγισης με τη Δύση μετά τον καταστροφικό σεισμό». Κατά την άποψή του, «υπήρξε αποκλιμάκωση αλλά όχι ουσιαστική βελτίωση», αφού «η Τουρκία δεν απέσυρε τίποτε από τον αναθεωρητικό της φάκελο». Εξήγησε ότι οι στόχοι της Ελλάδας είναι δύο: «πρώτον, η διαρκής ενεργητική διαπραγμάτευση με συμμάχους για τη διατήρηση ισορροπίας ισχύος» και «δεύτερον, η προσπάθεια “εκλογίκευσης” της Τουρκίας, δηλαδή η αλλαγή νοοτροπίας της», σημειώνοντας ότι «το δεύτερο δεν έχει ακόμη αποδώσει».

Στη συνέχεια τόνισε ότι είναι σημαντικό πως αλλάζει το ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον: «εξελίξεις στη Μέση Ανατολή μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, το τρίγωνο Ισραήλ-Τουρκίας-ΗΠΑ, τον Νότιο Καύκασο, το Ιράκ, την Κεντρική Ασία, τις σχέσεις Ευρώπης-Τουρκίας, τη μελλοντική διευθέτηση του ουκρανικού ζητήματος και τον ρόλο της νέας αμερικανικής διοίκησης υπό τον Ντόναλντ Τραμπ». Επισήμανε ότι «η Τουρκία αντιμετωπίζει τις διεθνείς σχέσεις συναλλακτικά, με δούναι και λαβείν», ενώ «η Ελλάδα οφείλει να βλέπει πώς η Δύση προσεγγίζει ή απομακρύνεται από την Άγκυρα».

Σε ερώτηση για την αλλαγή στάσης του προέδρου Τραμπ για το ουκρανικό και τη σημασία των δηλώσεων του γερουσιαστή Ρούμπιο, ο κ. καθηγητής απάντησε ότι «είναι νωρίς για ασφαλή συμπεράσματα» και ότι «η ουσία βρίσκεται στο κατά πόσο η Ευρώπη θα βγει μπροστά». Υπενθύμισε πως «μια διευθέτηση του ουκρανικού ζητήματος που θα επιβράβευε το δίκαιο του ισχυρού θα δημιουργούσε αρνητικό προηγούμενο για την Ελλάδα ως χώρα status quo».

«Η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει συνιδιοκτησία σε κάθε ευρωπαϊκό άνοιγμα προς την Τουρκία»

Όταν ρωτήθηκε αν η Τουρκία θεωρεί πως δεν χρειάζεται να συνομιλεί με την Ελλάδα, ξεκαθάρισε: «διάλογος υπάρχει, αλλά η Άγκυρα επιθυμεί ουσιαστική διαπραγμάτευση με βάση τη δική της ατζέντα» και «περιμένει να δει πώς θα εξελιχθούν τα μέτωπα στη Μέση Ανατολή». Υπογράμμισε ότι «η Ελλάδα πρέπει να λειτουργεί με προληπτική διπλωματία» και να «επιβεβαιώνει τον ρόλο της ως αντίβαρο στην Τουρκία, ιδιαίτερα έναντι των ΗΠΑ».

Αναφέρθηκε εκτενώς στον ρόλο της Ελλάδας στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης: «Αλεξανδρούπολη, Ρεβυθούσα, έρευνα υδρογονανθράκων», υπογραμμίζοντας ότι «η Ελλάδα όφειλε να είχε κινηθεί νωρίτερα για να αποτρέψει κινήσεις όπως το τουρκολιβυκό μνημόνιο». Τόνισε την σημασία θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, επιμένοντας στην ανάγκη «η χώρα να παραμείνει αντίβαρο και να αναβαθμίσει τη θέση της με τη νέα αμερικανική διοίκηση».

Για την ευρωτουρκική σχέση τόνισε ότι «η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει συνιδιοκτησία σε κάθε ευρωπαϊκό άνοιγμα προς την Τουρκία», θέτοντας «προϋποθέσεις και ασφαλιστικές δικλίδες». Υπογράμμισε ότι «η Τουρκία δεν πρόκειται να δεχθεί εύκολα διαπραγμάτευση για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ» και πως «χρειάζεται διαφορετική προσέγγιση και αξιοποίηση της ΕΕ και των ΗΠΑ ως Δούρειου Ίππου για να αναβαθμιστεί το ελληνοτουρκικό ζήτημα διεθνώς».

Σε επίπεδο στρατηγικής, ο κ. καθηγητής υπογράμμισε ότι η ελληνική διπλωματία καλείται, απέναντι στα προβλέψιμα δεδομένα της αναβάθμισης της Τουρκίας και στο ολοένα απαιτητικότερο διεθνές περιβάλλον, να δείξει γνώση και στιβαρότητα. Κατά την εκτίμησή του, χρειάζεται έξυπνος ελιγμός και προσαρμογή, με στόχο τη διαμόρφωση ευνοϊκών συσχετισμών δυνάμεων για το εθνικό συμφέρον. Μια ενεργητική Ελλάδα, σε διαπραγμάτευση με τους συμμάχους της, έχει κάθε λόγο να διεκδικήσει αποφασιστικά «συνιδιοκτησία» στο δυτικό άνοιγμα προς την Τουρκία. Πρώτον, για να ενισχύσει το χαμηλό –όπως το χαρακτήρισε– ενδιαφέρον της Δύσης για τα ελληνοτουρκικά, αναδεικνύοντας την αναβαθμισμένη γεωστρατηγική θέση του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου, από τα Δαρδανέλια έως το Σουέζ και τη Χάιφα. Δεύτερον, για να δεσμεύσει τους εταίρους της στη συνδιαμόρφωση μιας αρχιτεκτονικής περιφερειακής ασφάλειας και ενός οδικού χάρτη που θα αυξήσουν τις πιθανότητες μιας έντιμης συνεννόησης Ελλάδας–Τουρκίας για τις θαλάσσιες ζώνες, σύμφωνα τόσο με το Δίκαιο της Θάλασσας όσο και με τη σχετική διεθνή νομολογία.

Ο κ. Σέρμπος τόνισε ακόμη ότι η εξωστρεφής αντίληψη της διεθνούς πολιτικής, ως έκφραση υγιούς πατριωτισμού, έχει ιστορικά διατηρήσει και ενισχύσει τη θέση της χώρας. Μόνο έτσι, είπε, μπορεί η Ελλάδα να διεκδικεί και να επιτυγχάνει διακηρυγμένους στόχους εξωτερικής πολιτικής. Αντίθετα, η εσωστρέφεια, η ακινησία, η αποσπασματική αντιμετώπιση των εξελίξεων και ο διχαστικός λαϊκισμός «γκριζάρουν» την ελληνική δημόσια σφαίρα.

Αναφερόμενος στην ανάγκη ρεαλισμού με αρχές, ο κ. Σέρμπος υπογράμμισε ότι η Ελλάδα οφείλει να αναβαθμίσει τον στρατηγικό της σχεδιασμό γύρω από την ευρωτουρκική σχέση, ώστε να επιδιώξει λύσεις βιώσιμης ειρήνης. Κατά τη γνώμη του, απαιτείται προετοιμασία εδάφους με διπλωματικές πρωτοβουλίες τόσο στα κοινοτικά τραπέζια όσο και στις κύριες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με σκοπό την εκκίνηση απαιτητικών διαπραγματεύσεων για μια ολοκληρωμένη ειδική σχέση ΕΕ–Τουρκίας. Αυτή, όπως υπογράμμισε, πρέπει να περιλαμβάνει σαφείς προϋποθέσεις και εγγυήσεις που θα συνδυάζουν συμφέροντα με γεωπολιτική στόχευση. Υπενθύμισε ότι μετά το 2006, όταν οι ευρωτουρκικές σχέσεις αφέθηκαν σε κενό πολιτικοποίησης, η ΕΕ έχασε τη δυνατότητα μόχλευσης, η Τουρκία ενίσχυσε τη συναλλακτική της στάση και τα ελληνοτουρκικά έμειναν «κλειδωμένα» στο χρονοντούλαπο του Ελσίνκι, οδηγώντας σε λανθασμένες εκτιμήσεις για την πορεία μιας ανερχόμενης, στρατηγικά αυτόνομης μεσαίας δύναμης.

Κατάληξε ότι «η Ελλάδα, ως χώρα status quo, πρέπει να είναι η πρώτη που θα θέσει τα ζητήματα σε Ουάσιγκτον και ευρωπαϊκές πρωτεύουσες», ζητώντας «ειδική σχέση ΕΕ-Τουρκίας με ελληνικό αποτύπωμα και σχέδιο περιφερειακής ασφάλειας». Μόνον έτσι, όπως είπε, «μπορεί να αυξηθούν οι πιθανότητες βιώσιμης ειρήνης και να περιοριστεί η τουρκική συναλλακτικότητα που ευνοεί τον Ερντογάν».

Σε ερώτηση για το βέτο στο SAFE, το χαρακτήρισε «σημαντική κίνηση», επισημαίνοντας «τη συμβολή του μόνιμου αντιπροσώπου της Ελλάδας στην ΕΕ». Ανέλυσε τεχνικές πτυχές και σημείωσε ότι «το casus belli είναι συμβολικό αλλά ουσιώδες για την υπενθύμιση των ελληνικών ζητημάτων εθνικής ασφάλειας στους Ευρωπαίους».

Κλείνοντας, τόνισε ότι «η Ελλάδα πρέπει να ελέγχει, ως μέρος της Δύσης, την αύξηση της τουρκικής επιρροής και να συμμετέχει πιο έντονα στη σχετική συζήτηση με τις ΗΠΑ». Υπογράμμισε πως «ζούμε σε διεθνές περιβάλλον όπου οι φιλελεύθερες αξίες και οι διεθνείς δεσμεύσεις απαξιώνονται», κάτι που «δυσκολεύει ιδιαίτερα χώρες όπως η Ελλάδα». Κατέληξε λέγοντας ότι «η ελληνική διπλωματία οφείλει να επικεντρωθεί στον σχεδιασμό, ώστε να προσαρμοστεί και να πλοηγηθεί επιτυχώς σε αυτό το απαιτητικό πλαίσιο ανταγωνιστικής συνύπαρξης με την Τουρκία».

Διαβάστε επίσης:

Κώστας Υφαντής στο mononews: Το Ουκρανικό είναι σημείο καμπής για τις σχέσεις Ευρώπης – ΗΠΑ

Ελλάδα και γεωπολιτική σκακιέρα – Χατζηβασιλείου, Μάντζος και Φαραντούρης απαντούν σε κρίσιμα ερωτήματα στο mononews

Σωτήρης Σέρμπος: Η ΕΕ διψάει για έναν αναβαπτισμένο ευρωπαϊκό πατριωτισμό