ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Το γεγονός ότι η Λιβύη «μοιράζει» θαλάσσια οικόπεδα για έρευνες και ανάπτυξη, επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν οι γνωστοί πετρελαϊκοί κολοσσοί, καταθέτοντας προσφορές στον πρώτο διαγωνισμό από την εξέγερση του 2011.
Ο τελευταίος διαγωνισμός έγινε το 2007, τέσσερα χρόνια πριν από την εξέγερση που υποστηρίχθηκε από το ΝΑΤΟ και οδήγησε στην πτώση και τη δολοφονία του Μοαμάρ Αλ Καντάφι από την «Αραβική Άνοιξη».
Chevron, TotalEnergies, Eni, ExxonMobil και BP, βρίσκονται ανάμεσα στις 37 εταιρείες που «κονταροχτυπιούνται» μεταξύ τους, καθώς όλες έχουν κάποιο συμφέρον για την αναζωογόνηση του τομέα υδρογονανθράκων της Λιβύης, την ώρα που η χώρα-μέλος του ΟΠΕΚ αναζητά βοήθεια στην αύξηση της παραγωγής σε επίπεδα ρεκόρ.
Η BP, υπέγραψε σήμερα (8 Ιουλίου), συμφωνία για μια μελέτη αναβίωσης δύο τεράστιων πετρελαϊκών κοιτασμάτων, καθώς έχει επικεντρωθεί περισσότερο στα ορυκτά καύσιμα το τελευταίο διάστημα.
Η συνεργασία αφορά τα κοιτάσματα Sarir και Messla, τα οποία ανακαλύφθηκαν το 1961 και το 1971 αντίστοιχα, παρέχοντας ένα πλαίσιο για την αξιολόγηση μιας σειράς δεδομένων και νέων ευκαιριών, ανέφερε ο βρετανικός ενεργειακός γίγαντας.
Στη συνέχεια ακολούθησε ένας εκπρόσωπος της Shell, επιβεβαιώνοντας πως ο πετρελαϊκός κολοσσός υπέγραψε deal με την NOC, «προκειμένου να εξετάσει πιθανές ευκαιρίες στον ενεργειακό κλάδο της χώρας».
Οι νέες συμβάσεις, αναμένεται να υπογραφούν με τους πλειοδότες μέχρι το τέλος του 2025, δήλωσε πριν από λίγες ημέρες σε συνέντευξή του ο Μασούντ Σελιμάν (Masoud Suleman), πρόεδρος της NOC (National Oil Corp), την κρατική εταιρεία πετρελαίου της χώρας, παρόλο που οι εταιρείες τηρούν σιγή ιχθύος προς το παρόν.
Ωστόσο, «σχεδόν όλες οι γνωστές διεθνείς εταιρείες» ανταγωνίζονται για 22 υπεράκτια και χερσαία οικόπεδα, ανέφερε χαρακτηριστικά ο Σελιμάν.
Οι εταιρείες που θα επιλεγούν τελικά, θα επωμιστούν το κόστος της εξερεύνησης, τόνισε ο πρόεδρος της NOC, όμως αναμένεται να αποζημιωθούν όταν ανακαλύψουν εμπορεύσιμες ποσότητες υδρογονανθράκων.
Καταστροφές από τις διαρκείς πολιτικές συγκρούσεις
Η επιστροφή ξένων εταιρειών στην εξερεύνηση, θα αποτελούσε σταθμό για τη βορειοαφρικανική χώρα, όπου βρίσκονται μεν τα μεγαλύτερα αποθέματα της ηπείρου, όμως έχει δει την παραγωγή της να περιορίζεται ένεκα των πολιτικών συγκρούσεων που διαρκούν πάνω από δέκα χρόνια.
Υπενθυμίζεται ότι στο κράτος των 6,8 εκατομμυρίων κατοίκων, μετά την ανατροπή του επι μακρόν δικτάτορα Καντάφι τον Οκτώβριο του 2011, ένας εμφύλιος διαρκείας έχει υπονομεύσει τις προσπάθειες για αναζωογόνηση της οικονομικής ανάπτυξης.
Το αποτέλεσμα μιας διχασμένης χώρας μεταξύ αντιμαχόμενων κυβερνήσεων στα ανατολικά και τα δυτικά, η οποία έχει ταυτόχρονα πληγεί από αλλεπάλληλες παύσεις της παραγωγής, είναι δίκτυα υπό κατάρρευση και σχεδόν εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις.
Την ίδια στιγμή, οι συγκρούσεις μεταξύ ένοπλων ομάδων πιστών σε διαφορετικές φατρίες, συχνά μπλοκάρουν τις βασικές πετρελαιοπηγές, καθώς ανταγωνίζονται για τα έσοδα από το αργό πετρέλαιο.
Πέρσι μάλιστα, η κυβέρνηση της ανατολικής Λιβύης (του στρατάρχη Χαφτάρ), ανακοίνωσε ότι θα διακόψει την παραγωγή και τις εξαγωγές αργού, καθώς υπήρξε διαμάχη με την αντίπαλο της κυβέρνησης με έδρα την Τρίπολη για τον έλεγχο της κεντρικής τράπεζας και του πετρελαϊκού πλούτου της χώρας.
Να σημειωθεί ότι η αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ κυβέρνηση, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Αμπντελχαμίντ Ντμπεϊμπά, ελέγχει μόνο τη δυτική Λιβύη.
Ο στόχος και οι προκλήσεις
Μέχρι το 2030, η κυβέρνηση στοχεύει σε ημερήσια παραγωγή πετρελαίου 2 εκατομμυρίων βαρελιών, πάνω από το μέγιστο των 1,75 εκατομμυρίων βαρελιών που σημειώθηκε υπό το καθεστώς Καντάφι το 2006.
Αυτή τη στιγμή, η Λιβύη αντλεί περίπου 1,4 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, καθώς, παρά τον πλούτο της σε πετρέλαιο, έχει μικρή ικανότητα διύλισης και εξαρτάται πολύ από τις εισαγωγές καυσίμων, κάτι που επιβαρύνει την NOC.
Παράλληλα, σύμφωνα με τον πρόεδρο, η NOC περιμένει την έγκριση ενός προϋπολογισμού ανάπτυξης ύψους περίπου 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ο οποίος αναμένεται να βοηθήσει στην αύξηση της παραγωγής στα 1,6 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως εντός ενός έτους.
Το ποσό θα χρησιμοποιηθεί εν μέρει για την ανάπτυξη εταιρειών όπως η Akakus, που εκμεταλλεύεται το Σαράρα – το μεγαλύτερο κοίτασμα της Λιβύης – μια κοινοπραξία που περιλαμβάνει τις TotalEnergies, Repsol, OMV, Equinor, καθώς και κρατικές εταιρείες.
Από την άλλη, η Waha Oil της Λιβύης, έχει την ικανότητα να αυξήσει την παραγωγή στα 800.000 βαρέλια ημερησίως από 300.000 που είναι σήμερα, σύμφωνα με τον Seliman, ενώ η ανάπτυξη του βόρειου κοιτάσματος, Jalo, θα προσθέσει ακόμη 100.000 βαρέλια.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι η ισπανική Repsol επανέλαβε τον Ιανουάριο τις έρευνες στη λεκάνη Marzuq, ενώ Eni, OMV και BP επανεκκίνησαν πέρσι τις γεωτρήσεις, τερματίζοντας μια παύση που ίσχυε από το 2014.
Σε κάθε περίπτωση, η λιβυκή οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πετρέλαιο, καθώς αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 95% της οικονομικής της παραγωγής.
Όπως υποστηρίζουν οι ειδικοί του κλάδου, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται τώρα στα κοιτάσματα, που μοιραία παρέμειναν ανεκμετάλλευτα λόγω πολιτικών συγκρούσεων και διαφωνιών.
Διαβάστε επίσης:
Βίντεο μέσα από το πλοίο του εφοπλιστή Μποδούρογλου που «χτύπησαν» οι Χούθι
Αναταράξεις στην Apple: Κορυφαίο στέλεχος του ΑΙ αποχώρησε για τη Meta με «χρυσό» συμβόλαιο
Shein: Στοχεύει στο χρηματιστήριο του Λονδίνου μέσω… Χονγκ Κονγκ
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Hellenic Train: Ακινητοποίηση της αμαξοστοιχίας «1596 Λάρισα – Θεσσαλονίκη», λόγω τεχνικού προβλήματος
- ΕΟΔΥ: 4 κρούσματα της λοίμωξης του ιού του Δυτικού Νείλου στην Αττική
- Τανάγρα: Tέσσερις Κινέζοι Φωτογράφιζαν μαχητικά Rafale και εγκαταστάσεις της ΕΑΒ – Συνελήφθησαν από την Αστυνομία
- Μνημόνιο Συνεργασίας υπέγραψαν η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος και το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
