• Business

    Δ. Δέμος: Το νοσοκομειακό φάρμακο απαιτεί μεγάλες επενδύσεις

    Δημήτρης Δέμος, διευθύνων σύμβουλος της φαρμακοβιομηχανίας DEMO

    Δημήτρης Δέμος, διευθύνων σύμβουλος της φαρμακοβιομηχανίας DEMO


    Στο «τρίπτυχο» που διαφοροποιεί τα νοσοκομειακά φάρμακα από τα υπόλοιπα αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ο αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) και αντιπρόεδρος της φαρμακοβιομηχανίας DEMO, Δημήτρης Δέμος, κατά τη διάρκεια του συνεδρίου Νοσοκομείο, Φάρμακο και Ιατροτεχνολογικός εξοπλισμός 2020.

    Στο πλαίσιο αυτό, επεσήμανε την ανάγκη για επενδύσεις στις παραγωγικές μονάδες και τις παραγωγικές διαδικασίες των φαρμακευτικών βιομηχανιών, προκειμένου να διασφαλιστεί η ύψιστη ποιότητά τους, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ασφάλεια των ασθενών.

    «Η ύψιστη ποιότητα των νοσοκομειακών φαρμάκων είναι απαραίτητη, καθώς η πλειονότητα αυτών είναι ενέσιμα, δηλαδή διοχετεύονται απευθείας στο αίμα του ασθενούς. Αν, για παράδειγμα, από 500.000 αμπούλες είναι η μία ελαττωματική, μπορεί να οδηγήσει σε πολύ σημαντικές παρενέργειες, ακόμα και στο θάνατο. Υπάρχει ένα πολύ μεγάλο ρίσκο στην παραγωγή και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο βλέπουμε και στην ευρωπαϊκή αγορά, ότι η πλειονότητα των παραγωγών βρίσκονται στην Ευρώπη και όχι εκτός αυτής, κάτι το οποίο δεν το ισχύει για τα από του στόματος προϊόντα», ανέφερε ο κος Δέμος.

    Ο ίδιος, σημείωσε ότι το ρίσκο αυτό απαιτεί μεγάλες επενδύσεις, περιορίζοντας τον αριθμό των εταιρειών που παράγουν νοσοκομειακά φάρμακα, σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά, από το σύνολο της φαρμακοβιομηχανίας παγκοσμίως, μόνο το 11% των παραγωγικών μονάδων παράγουν ενέσιμα.

    Πέραν όμως της ύψιστης ποιότητας, ο αντιπρόεδρος της DEMO, η οποία είναι η πρώτη εταιρεία σε πωλήσεις νοσοκομειακών φαρμάκων στην Ελλάδα, τόνισε την σημαντικότητα της επάρκειας αλλά και του χρόνου παράδοσης των προμηθειών στα νοσοκομεία.

    «Ως προς την επάρκεια είμαι πολύ περήφανος γιατί κατά την περίοδο της πανδημίας είχαμε μηδέν ελλείψεις στα νοσοκομεία και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχουμε πολύ ισχυρή τοπική παραγωγή σε νοσοκομειακά φάρμακα και εν γένει μια πολύ ισχυρή φαρμακοβιομηχανία», τόνισε, επισημαίνοντας ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις πραγματοποίησαν παράλληλα πολλές έκτακτες εξαγωγές, προκειμένου να στηρίξουν τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας χωρών με προηγμένα συστήματα υγείας, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Αγγλία, οι οποίες παρουσίασαν σημαντικές ελλείψεις.

    Σημειώνεται ότι, σε αντίθεση με άλλες χώρες που εμφανίζουν μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές, στην Ελλάδα, περισσότεροι από 3 εκατομμύρια ασφαλισμένοι και ασθενείς καλύπτουν σήμερα τις ανάγκες τους με φάρμακα που παράγονται εγχωρίως, από ελληνικά εργοστάσια.

    Ειδικά όσον αφορά στο χρόνο παράδοσης των προμηθειών στα νοσοκομεία, ο κος Δέμος, τόνισε ότι «δεν μπορεί να υπάρξει καθυστέρηση ούτε μια μέρα», καθώς είναι απαραίτητο να υπάρχουν διαθέσιμα τα φάρμακα που απαιτούνται για την θεραπεία των ασθενών, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι αναντικατάστατα.

    Τέλος, αναφέρθηκε στην τιμή των νοσοκομειακών φαρμάκων, στη διαμόρφωση της οποίας, πέραν της διαπραγμάτευσης, παγκόσμια σταθερά αποτελούν οι διαγωνισμοί, με διάφορα μοντέλα, όπως κεντρικοί (πανεθνικοί) και αποκεντρωμένοι.

    «Το τρίπτυχο ποιότητα – επάρκεια – τιμή είναι κάτι το οποίο μπορεί να διασφαλιστεί με το μοντέλο των διαγωνιστικών διαδικασιών το οποίο έχουμε, του συστήματος 50-30-20. Θα πρέπει όμως να ακολουθηθεί απ’ όλα τα νοσοκομεία και όχι τα μεγάλα νοσοκομεία να συνεχίζουν να αγοράζουν εξωσυμβατικά, ακόμα και για προϊόντα που υπάρχουν συμφωνίες πλαισίου. Γιατί αυτό στην ουσία ακυρώνει τη συνολική προσπάθεια που έχει γίνει.

    Σε συνολικό επίπεδο κλάδου, όλες οι ελληνικές και πολυεθνικές εταιρείες παρακολουθούμε τις εξελίξεις για να παραμείνουμε σε ένα ασφαλές, βιώσιμο, οικονομικό σύστημα προμηθειών στα νοσοκομεία», κατέληξε ο κος Δέμος.

    Κωνσταντίνος Παναγούλιας, αναπληρωτής πρόεδρος ΔΣ του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) και αντιπρόεδρος της φαρμακοβιομηχανίας ΒΙΑΝΕΞ

    Δωρεάν από τις εταιρείες 1 στα 2 νοσοκομειακά φάρμακα

    Η συνεισφορά των παραγωγικών και των εισαγωγικών φαρμακευτικών εταιρειών κατά την περίοδο, όχι μόνο της πανδημίας, αλλά γενικότερα των κρίσεων που αντιμετώπισε η χώρα τα τελευταία χρόνια ήταν ιδιαίτερα σημαντική, τόνισε απ’ την πλευρά του ο αναπληρωτής πρόεδρος ΔΣ του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) και αντιπρόεδρος της φαρμακοβιομηχανίας ΒΙΑΝΕΞ, Κωνσταντίνος Παναγούλιας.

    «Το φάρμακο ήταν από τα λίγα προϊόντα που δεν έλλειψαν ποτέ από την αγορά, είτε είχαμε την πανδημία είτε την οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας. Αυτό το εξασφάλισαν και οι ελληνικές εταιρείες, με τις παραγωγικές τους δυνατότητες αλλά και οι πολυεθνικές, οι οποίες κατάφεραν να εισαγάγουν τις αναγκαίες ποσότητες», σημείωσε ο κος Παναγούλιας.

    Αναφερόμενος στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος, επεσήμανε το ζήτημα των τιμών, τονίζοντας ότι όλα τα φάρμακα στην Ελλάδα  έχουν κατά τεκμήριο τη χαμηλότερη τιμή στην Ευρώπη.

    «Αυτό θα έπρεπε να έχει ως αποτέλεσμα η κατανάλωση φαρμάκων στα νοσοκομεία να είναι σε επίπεδα τα οποία καλύπτονται από τους υπάρχοντες προϋπολογισμούς. Εντούτοις, οι υπερβάσεις που προβλέπονται για το 2020 είναι 450 εκατ., τις οποίες υποχρεούνται να καταβάλουν οι εταιρείες , με τη μορφή πιστωτικών τιμολογίων στα νοσοκομεία, που σημαίνει ότι ένα στα δύο φάρμακα που χορηγούνται στα κρατικά νοσοκομεία είναι δωρεάν από τις εταιρείες», σημείωσε.

    Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στα προϊόντα της κατηγορίας 1Α, τα οποία καλύπτονται από τον ΕΟΠΥΥ, με τις υπερβάσεις να υπολογίζονται για το 2020 στα 113 εκατ.

    Σύμφωνα με τον αναπληρωτή πρόεδρο του ΣΦΕΕ, η κατάσταση αυτή δεν είναι διατηρήσιμη και ενέχει τρεις κινδύνους:

    Ο 1ος είναι ο επιχειρηματικός κίνδυνος, καθώς οι εταιρείες που επιστρέφουν το 50% των πωλήσεών τους στο κράτος δεν είναι βιώσιμες σε μακροπρόθεσμη βάση.

    Ο 2ος είναι ο δημοσιονομικός κίνδυνος, δεδομένου ότι ναι μεν το κράτος εισπράττει τις υποχρεωτικές επιστροφές και εκπτώσεις (clawback και rebate), αλλά δεν είναι γνωστό για πόσο οι εταιρείες θα δύνανται να τα καταβάλουν.

    Ο 3ος είναι ο ηθικός κίνδυνος,  καθώς κανένας από τους συμμετέχοντες δεν έχει κίνητρο να περιορίσει τη φαρμακευτική δαπάνη στα νοσοκομεία, τη στιγμή που καλύπτουν την υπέρβαση οι εταιρείες.

    «Το χειρότερο όλων είναι ότι η ίδια η πολιτεία δεν έχει κίνητρο και αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι ενώ δόθηκαν κάποια κονδύλια για την αντιμετώπιση της πανδημίας σε διάφορους κλάδους και κατηγορίες επαγγελματιών, ο προϋπολογισμός των νοσοκομείων, παρά τις υπερβάσεις, δεν αυξήθηκε ούτε κατά 10-20 εκατ», δήλωσε χαρακτηριστικά.

    Ο κος Παναγούλιας σημείωσε ότι οι υπερβάσεις της φαρμακευτικής δαπάνης, είτε οφείλονται στην σπατάλη και κακή συνταγογράφηση είτε στον ανεπαρκή προϋπολογισμό, η αύξηση του οποίου αποτελεί πάγιο αίτημα του φαρμακευτικού κλάδου, είναι ένα θέμα που η Πολιτεία πρέπει να διορθώσει.

    «Αν οι διοικητές των νοσοκομείων διαπιστώνουν ότι υπάρχει σπατάλη πόρων, στο χέρι τους είναι να την περιορίσουν. Αν πάλι ο προϋπολογισμός δεν είναι επαρκής, τότε είναι υποχρέωση της πολιτείας να αυξήσει τους προϋπολογισμούς», σημείωσε.

    Όσον αφορά στην παραγωγή, επεσήμανε ότι, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διαπιστώθηκε ότι η πολιτική με βάση το φθηνό φάρμακο οδηγούσε σε πτώση της ποιότητας, ενώ κατά την περίοδο της πανδημίας, οδήγησε σε μη εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων.

    «Πολλές χώρες της Ευρώπης βασιζόντουσαν στις εισαγωγές από την Ινδία και την Κίνα και όταν αυτές οι χώρες «έκλεισαν», έμειναν χωρίς φάρμακα και έπρεπε να αποταθούν, μεταξύ άλλων, και στις ελληνικές επιχειρήσεις, προκειμένου να εξασφαλίσουν φάρμακα. Παρόλα αυτά, οι ελληνικές επιχειρήσεις στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, εξασφαλίζοντας την επάρκεια στην ελληνική αγορά και ό,τι περίσσεψε το εξήγαγαν και μάλιστα σε πολύ υψηλές τιμές», τόνισε ο αντιπρόεδρος της ΒΙΑΝΕΞ.

    Υπενθυμίζεται ότι στο πρώτο εξάμηνο του 2020, καταγράφηκε εντυπωσιακή αύξηση, κατά 59,7%, των εξαγωγών φαρμάκων, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019.

     



    ΣΧΟΛΙΑ