ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Οι ελληνικές τράπεζες ξεκινούν εκ νέου τις πληρωμές μερισμάτων έπειτα από μια παύση 16 ετών, υπογραμμίζει ο The Banker σε δημοσίευμά του.
Την εντυπωσιακή επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική σκηνή αναδεικνύει σε πρόσφατο άρθρο του το περιοδικό The Banker.
Ιδιαίτερα, δε, ξεχωρίζει την Τράπεζα Πειραιώς, η οποία, όπως σημειώνεται, καταγράφει δυναμική ανάπτυξη και ενισχύει σημαντικά τη θέση της στην αγορά, σηματοδοτώντας μια νέα εποχή για τον κλάδο.
Όπως αναφέρει, η Πειραιώς πρωτοστατεί στην αποδοτικότητα και τις αποδόσεις, την ώρα που το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας επιστρέφει σε έδαφος κερδοφορίας μετά την κρίση.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η Πειραιώς καταλαμβάνει την πρώτη θέση μεταξύ των ελληνικών τραπεζών στην κατάταξη απόδοσης για το 2025. Κατατάσσεται επίσης πρώτη σε λειτουργική αποδοτικότητα και απόδοση σε σχέση με τον κίνδυνο, καθώς και δεύτερη σε ανάπτυξη, κερδοφορία, ποιότητα στοιχείων ενεργητικού και ρευστότητα. Είναι η μόνη ελληνική τράπεζα της οποίας τα περιουσιακά στοιχεία αυξήθηκαν από το 2008 κατά 9%.
Η Eurobank καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση, χάρη στις κορυφαίες επιδόσεις της σε ανάπτυξη, κερδοφορία και ρευστότητα. Νωρίτερα φέτος, η τράπεζα αναθεώρησε ανοδικά τους στόχους της για τα κέρδη των επόμενων ετών, μετά την ισχυρή κερδοφορία του 2024 λόγω της αυξημένης καθαρής επιτοκιακής απόδοσης και της ανάπτυξης των ξένων δραστηριοτήτων της σε Κύπρο και Βουλγαρία.
Η Εθνική Τράπεζα καταλαμβάνει την τρίτη θέση, αλλά έρχεται πρώτη σε ποιότητα στοιχείων ενεργητικού και δεύτερη σε λειτουργική αποδοτικότητα, φερεγγυότητα και μόχλευση.
Η Alpha Bank καταλαμβάνει την τελευταία θέση από πλευράς απόδοσης μεταξύ των τεσσάρων μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζικών ομίλων. Όπως και οι άλλοι όμιλοι, κατέγραψε ισχυρά καθαρά κέρδη για το 2024, που στην περίπτωσή της τροφοδοτήθηκαν από αυξημένα έσοδα από προμήθειες και καθαρά επιτοκιακά έσοδα, και αναθεώρησε ανοδικά τις προβλέψεις κερδών της. Η UniCredit έγινε ο κύριος μέτοχος της Alpha στα τέλη του 2023, αγοράζοντας το ποσοστό του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) έναντι 293,5 εκατ. ευρώ.
Συνολικά, οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιστρέψει στην κερδοφορία μετά την κρατικοποίηση τους που ακολούθησε τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2009, λόγω της κρίσης χρέους της χώρας.
Πέρυσι, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επέτρεψε για πρώτη φορά μετά από 16 χρόνια στις ελληνικές τράπεζες να επαναλάβουν τις πληρωμές μερισμάτων, αφού μείωσαν τα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων, περιόρισαν τη συμμετοχή του κράτους και επέστρεψαν στην κερδοφορία, ένα σημαντικό σημάδι αναγνώρισης της προόδου που έχει επιτευχθεί, αναφέρει ο The Banker.
Στο τέλος του 2024, ο συνολικός δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) στις ελληνικές τράπεζες ήταν 2,9%, ποσοστό ακόμα υψηλότερο αλλά σε ταχεία σύγκλιση με τον μέσο όρο της ΕΕ, που ήταν 1,9%, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Scope Ratings.
Από τότε που ξέσπασε η κρίση στην Ελλάδα, οι τράπεζες πάλευαν με έλλειψη κεφαλαίων, χρόνια χαμηλή κερδοφορία και σωρευμένα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα οποία χρειάστηκαν χρόνια για να διαχειριστούν.
Η Eurobank Holdings, η μεγαλύτερη ελληνική τράπεζα βάσει συνολικού ενεργητικού και κεφαλαίου Tier 1, είδε τον δείκτη NPL της να φτάνει το 35,2% το 2015, πριν αρχίσει να μειώνεται σταθερά για να φτάσει στο 2,7% πέρυσι.
Παράλληλα οι ελληνικές τράπεζες συρρικνώθηκαν σημαντικά, με τα συνολικά τους στοιχεία ενεργητικού -συμπεριλαμβανομένων των ακαθάριστων δανείων- να μειώνονται έως και 45% από το 2008 στην περίπτωση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, καταλήγει το δημοσίευμα.
Διαβάστε επίσης
Jefferies για τράπεζες: Η έκρηξη στις επιχειρηματικές χορηγήσεις αλλάζει το τραπεζικό τοπίο
Οι Βρυξέλλες ανοίγουν τον δρόμο για τις συγχωνεύσεις εταιρειών άμυνας
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Κάρυστος: Μαίνεται η φωτιά στα Μεσοχώρια
- O «γκουρού» Γκρίνμπεργκ στην Αθήνα, πότε θα γίνει ανασχηματισμός, τι θα κάνει ο Γεραπετρίτης στη Λιβύη και τι έρχεται για ΟΠΕΚΕΠΕ
- Πώς αμείβονται υπερωρίες και υπερεργασία: Ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος εξηγεί
- Βίλα Κουτσολιούτσων στις Σπέτσες: Αντιμέτωποι με πιθανό πλειστηριασμό μετά τη δικαστική ήττα για δάνειο άνω των 35 εκατ.
