• Τράπεζες

    Σήμα κινδύνου από την ΤτΕ για την κερδοφορία των τραπεζών


    H κερδοφορία των τραπεζών πριν από φόρους και προβλέψεις παραμένει αδύναμη, όπως φαίνεται τόσο από τα αποτελέσματα του 2018 όσο και από τα αποτελέσματα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών το α’ τρίμηνο του 2019.

    Όπως επισημαίνεται στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος, όσον αφορά στην κεφαλαιακή επάρκεια, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παραμένουν σε ικανοποιητικά επίπεδα (14,9% και 15,5% αντίστοιχα για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες στο τέλος του α’ τριμήνου του 2019).

    Υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων

    Οι τράπεζες σημείωσαν πρόοδο ως προς τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Ειδικότερα, στο τέλος Μαρτίου 2019 τα ΜΕΔ ανήλθαν σε 80 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 1,8 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2018 και κατά περίπου 27,2 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ.

    Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ το α’ τρίμηνο του 2019 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές ύψους 0,9 δισεκ. ευρώ και πωλήσεις ύψους 0,8 δισεκ. ευρώ, ενώ σημαντικού ύψους πωλήσεις ΜΕΔ έχουν ήδη δρομολογηθεί για να υλοποιηθούν εντός του έτους.Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε το Μάρτιο του 2019 σε υψηλό επίπεδο (45,2%).

    Γενικά, ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι, παρά τη βελτίωση του οικονομικού και θεσμικού περιβάλλοντος, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.) παραμένουν περιορισμένες. Θετική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι τα τελευταία έτη οι τράπεζες συνομολογούν κυρίως λύσεις ρύθμισης μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για τα ΜΕΔ, σε αντιδιαστολή με ρυθμίσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα.

    Ανησυχητικά υψηλό παραμένει το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση μετά τη ρύθμιση.

    Μάλιστα, σε μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων, η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης.

    Αυτό δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά ως προς την καταλληλότητα και αποτελεσματικότητα των προσφερόμενων ρυθμίσεων.

    Όσον αφορά τους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ, στόχος είναι ο δείκτης ΜΕΔ να έχει διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε επίπεδα κάτω του 20% στο τέλος του 2021.Συνολικά, έχει συντελεστεί πρόοδος ως προς τη μείωση του ποσοστού των ΜΕΔ, ωστόσο οι ρυθμοί μείωσης δεν αρκούν ώστε να επιτευχθεί σύντομα σύγκλιση του δείκτη ΜΕΔ προς τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο, που στο τέλος του 2018 διαμορφώθηκε σε 3,2%. Η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι απαιτείται μια αποφασιστική και συστημική λύση στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις προσπάθειες των ίδιων των τραπεζών.

    Όπως έχει επανειλημμένως επισημανθεί, η κρίσιμη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός τομέας είναι η περαιτέρω μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Έχει επιτελεσθεί σημαντική πρόοδος, καθώς την τριετία μέχρι το Μάρτιο του 2019 το εν λόγω απόθεμα υποχώρησε κατά το ένα τέταρτο περίπου. Μάλιστα οι στόχοι που ακολουθούν οι τράπεζες προβλέπουν κάτι παραπάνω από υποδιπλασιασμό του ποσοστού μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών πιστώσεων στο σύνολο της τραπεζικής χρηματοδότησης (όπως ορίζεται για τους σκοπούς της στοχοθεσίας) κάτω του 20% μέχρι το τέλος
    του 2021.

    Η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει ότι είναι αναγκαίος ακόμη ριζικότερος περιορισμός αυτού του ποσοστού, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνον με την εφαρμογή συστημικών λύσεων. Μια τέτοια λύση έχει παρουσιάσει ήδη η Τράπεζα της Ελλάδος. Επίσης, το Υπουργείο Οικονομικών επεξεργάζεται μία ακόμα εναλλακτική πρόταση.

    Με τη συνέχιση της ανάκαμψης του ΑΕΠ, η αύξηση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις θα παγιωθεί και θα ενισχυθεί περαιτέρω η καταθετική βάση των τραπεζών. Η άνοδος του ΑΕΠ θα υποβοηθήσει την αποκλιμάκωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

    Όταν εφαρμοστεί ριζική λύση για την απαλλαγή των τραπεζικών ισολογισμών από τα προβληματικά στοιχεία, οι δυνατότητες των τραπεζών να προσελκύσουν νέα κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων θα πολλαπλασιαστούν και θα επιτευχθεί περαιτέρω ενίσχυση της ικανότητάς τους να χορηγούν πιστώσεις. Η άνοδος των βασικών επιτοκίων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος απέχει ακόμη χρονικά.

    Δεδομένης της πρόσφατης μείωσης της προσφυγής των τραπεζών σε ρευστότητα από την κεντρική τράπεζα, εάν επισυμβεί άνοδος των βασικών επιτοκίων, η ένταση της επίδρασης στα δανειακά επιτόκια των εγχώριων τραπεζών θα εξαρτηθεί από τη σημασία για τις τράπεζες της διασυνοριακής αγοράς χρήματος ως πηγής χρηματοδότησης (σε αντιδιαστολή με τις καταθέσεις λιανικής).

     



    ΣΧΟΛΙΑ