• Πολιτισμός

    Τουρίστες στον τόπο μας: Μνημείο Λυσικράτη, ένας χορηγός το έστησε, οι Καπουτσίνοι το έσωσαν, οι ξένοι το αποθέωσαν

    Απλωμένα ρούχα στη γειτονιά του Λυσικράτη, αρχές 20ού αιώνα


    «Μπροστά μου έχω τον Υμηττό, πίσω μου την Ακρόπολη, δεξιά μου το ναό του Δία, μπροστά το Στάδιο, αριστερά μου την πόλη. Ε, κύριε αυτό θα πει γραφικότητα. Δεν υπάρχει κύριε τίποτα παρόμοιο στη Λόντρα, όχι, ούτε καν η κατοικία του Λόρδου Δημάρχου».

    Αυτά έγραφε ο λόρδος Βύρωνας τον Ιανουάριο του 1811, κατά την πρώτη του επίσκεψη στην Αθήνα, φιλοξενούμενος στη Μονή των Καπουτσίνων μοναχών, στην οποία ήταν ενσωματωμένο και το Μνημείο του Λυσικράτους. Κάτω από την Ακρόπολη πάντα το μνημείο, όχι πια ασφαλώς με τον ίδιο περιβάλλοντα χώρο και την ίδια θέα, που έθελξε τον μεγάλο Άγγλο ποιητή και φιλέλληνα πριν δύο αιώνες, είναι ένα από τα καλύτερα διατηρημένα αρχαία οικοδομήματα, που όλοι γνωρίζουμε και εύκολα προσπερνούμε…

    Στην αρχαία οδό Τριπόδων, εκεί που στήνονταν δηλαδή οι τρίποδες, τα χορηγικά μνημεία των νικητών των δραματικών αγώνων που γίνονταν στην αρχαία Αθήνα -γιατί χορηγικό ήταν κι αυτό- είχε μια ιστορία μέσα στους αιώνες τέτοια, που εκπλήσσεται κανείς, πώς γλίτωσε από την ερείπωση και τη λεηλασία, από πυρκαγιές, από τον πόλεμο στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά και από κλοπή.

    Για να φτάσει και να γίνει εν τέλει στα νεώτερα χρόνια, τον 19ο και τον 20ό αιώνα, αρχιτεκτονικό πρότυπο για μεγάλα μνημεία στην Αγγλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη και στην Αυστραλία.

    Το Μνημείο του Λυσικράτη αμέσως μετά την απελευθέρωση της Αθήνας

    Το οδοιπορικό μας είναι σήμερα ένας περίπατος στην Πλάκα και ειδικά στην ομώνυμη, μικρή πλατεία Λυσικράτους. Γνωστό και ως «Φανάρι του Διογένη», όπως λεγόταν από το Μεσαίωνα -καμία σχέση, φυσικά, με τον φιλόσοφο- το μνημείο ανηγέρθηκε το 335-334 π.Χ. από τον Λυσικράτη, πανευτυχή για τη νίκη του στους αγώνες των Διονυσίων εν Άστει.

    Ο χάλκινος τρίποδας, που ήταν το έπαθλο, το οποίο δινόταν στον χορηγό του δραματικού έργου, τοποθετήθηκε, στην περίπτωση του πλούσιου προφανώς και ματαιόδοξου επίσης Λυσικράτη, στην κορυφή περικαλλούς κτίσματος, που είχε σχήμα ναΐσκου. «Λυσικράτης Λυσιθείδου Κικυνεύς εχορήγει / Ακαμαντίς παίδων ενίκα θέων ηύλει/ Λυσιάδας Αθηναίος εδίδασκε Ευαίνετος ήρχε», λέει η επιγραφή, που μπορεί και σήμερα να διαβάσει κανείς στο μπροστινό τμήμα του επιστυλίου.

    Φυσικά, ο τρίποδας εξαφανίστηκε από την αρχαιότητα ήδη, όπως και οτιδήποτε χάλκινο, λόγω της σπανιότητας του υλικού, όμως το μαρμάρινο κτίσμα έμεινε στη θέση του. Πάνω σε ψηλό, τετράγωνο βάθρο, το μνημείο έχει κυκλικό σχήμα με έξι κορινθιακούς ημικίονες από πεντελικό μάρμαρο γύρω γύρω, ενώ οι ορθοστάτες του είναι από μάρμαρο Υμηττού. Σκηνές από τη ζωή του Διονύσου παριστάνονται ανάγλυφα στη ζωφόρο του, η στέγη είναι θολωτή με περίτεχνα φολιδωτά κοσμήματα και το κέντρο της κορυφώνεται σε βάση, που έχει μορφή ακάνθου. Εκεί επάνω ακριβώς ήταν στημένος ο χορηγικός τρίποδας, στηριγμένος από δύο μικρά αγάλματα, του Σάτυρου και του Δελφίνου.

    Γκραβούρα με άποψη του κήπου της Μονής των Καπουτσίνων μοναχών το 1793.
    Ενσωματωμένο στο κτίσμα το μνημείο

    Οι Καπουτσίνοι ιδιοκτήτες

    Η ιστορία του μνημείου στους αιώνες που ακολουθούν δεν είναι ξεκάθαρη, το αντίθετο, αφού δεν είναι γνωστό, για παράδειγμα, πώς γλίτωσε από την καταστροφική μανία των Ερούλων, που το 267 μ.Χ. ισοπέδωσαν την Αθήνα. Αργότερα, η περιοχή αυτή της πόλης κατοικήθηκε από ιδιώτες, ενώ, από την εποχή της Φραγκοκρατίας, προέρχεται η λανθασμένη αντίληψη ότι επρόκειτο για τον «Λύχνο του Δημοσθένους», που αργότερα, στα νεοελληνικά χρόνια, μετατράπηκε σε «Φανάρι του Διογένους».

    Από τον 17ο αιώνα και μετά, πάντως, τα ιστορικά στοιχεία είναι σαφή: Αρχικά, δίπλα από το μνημείο ιδρύθηκε μία Μονή Ιησουιτών, οι οποίοι στη συνέχεια την παραχώρησαν σε ένα τάγμα Γάλλων, καπουτσίνων μοναχών. Το 1669 και προκειμένου να επεκτείνουν τη Μονή, οι Καπουτσίνοι αγόρασαν αντί 150 σκούδων ένα οικόπεδο στην άκρη του οποίου βρισκόταν και το μνημείο του Λυσικράτη. Μετά την αγοραπωλησία, όμως, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού άλλαξε γνώμη και προσέφυγε στα «δικαστήρια». Δηλαδή στη δημογεροντία της Αθήνας, που ακύρωσε την πώληση υπέρ του ιδιοκτήτη.

    Από τη μεριά τους, όμως, οι Καπουτσίνοι προσέφυγαν στον Οθωμανό δικαστή (τον καδή), ο οποίος, κρίνοντας ότι όλα τα αρχαία ανήκουν στον σουλτάνο, θεώρησε άκυρη την πώληση -αλλά και την ιδιοκτησία- παραχωρώντας στους μοναχούς μόνο τη χρήση του μνημείου, με τον όρο να επιτρέπουν την πρόσβαση σε όποιον το επιθυμούσε. Κάτι το οποίο δεν έγινε σεβαστό, αφού οι μοναχοί το ενσωμάτωσαν στη Μονή, αρχικά το μετέτρεψαν σε παρεκκλήσι και στη συνέχεια σε βιβλιοθήκη, αφαιρώντας μάλιστα κάποια τμήματά του ή κάνοντας άλλες μετασκευές.

    Όπως γράφει ο σπουδαίος αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλους, «το Μοναστήρι είχε μορφή οχυρού πύργου με σειρά ψηλών και μικρών παραθύρων στην πλευρά που κορυφώνεται με τον ωραίον σκεπαστόν εξώστην, τη λότζα, ρυθμού μοναστικού. Το τοίχωμα της εισόδου είναι ψηλό, όπως και όλος ο αυλότοιχος και πέφτει απάνω στο Μνημείο του Λυσικράτους, που το συμπληρώνει, ενώ η άλλη πλευρά ακουμπά εις το καθαυτό οικοδόμημα…».

    Μια μεγάλη παρέα Αθηναίων φωτογραφίζεται μπροστά στο μνημείο στις αρχές του
    1900

    Η παρ΄ολίγον κλοπή

    Παρ΄όλα αυτά, η συμβολή των καπουτσίνων μοναχών στη διαφύλαξη του μνημείου κατά τα κρίσιμα χρόνια που ακολούθησαν, ήταν μεγάλη. Γιατί η Μονή έγινε γρήγορα τόπος φιλοξενίας, με το αζημίωτο φυσικά, των ξένων επισκεπτών –περιηγητών και όχι μόνο των Γάλλων, όπως ο Σατωμπριάν για παράδειγμα. Εδώ έγραψε, εξάλλου, ο λόρδος Βύρωνας το περίφημο ποίημά του «Η κατάρα της Αθηνάς», προκειμένου να στιγματίσει στην ανόσια πράξη του Έλγιν, που λίγα χρόνια πριν, από το 1801 ως το 1804 είχε κλέψει τα Γλυπτά του Παρθενώνα.

    Και όχι μόνον αυτά, αφού και το μνημείο του Λυσικράτη θέλησε να πάρει, προσφέροντας σημαντικό ποσό, όπως αναφέρεται, στους μοναχούς, οι οποίοι αρνήθηκαν. Δεύτερη απόπειρα υπήρξε από άλλον περιηγητή το 1829, λίγο πριν ελευθερωθεί η Αθήνα, αλλά και η αγοραπωλησία ματαιώθηκε, λόγω όμως του …βάρους του μνημείου και της δυσκολίας μεταφοράς του.

    Στο μεταξύ, στον κήπο της Μονής φυτεύθηκε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, από τον αγαπητό την εποχή εκείνη -1815- μοναχό Φρακγίσκο η ντοματιά, που στη συνέχεια θα έβρισκε στη χώρα μας προσφορότατο έδαφος καλλιέργειας και θα γινόταν απαραίτητο στοιχείο της ελληνικής διατροφής. Με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης και στις μάχες για την απελευθέρωση της Αθήνας, τον Απρίλιο του 1827, το μοναστήρι κάηκε εντελώς και στη συνέχεια κατεδαφίστηκε, με τους μοναχούς να εγκαταλείπουν την πόλη δια παντός.

    Το μνημείο σώθηκε, όμως, και περιήλθε στη δικαιοδοσία του προξένου της Γαλλίας, αλλά μετατράπηκε σε αχυρώνα. Έτσι κι αλλιώς, η Αθήνα μετά την Επανάσταση ήταν κατεστραμμένη, ενώ, παρά τις προσπάθειες, λίγοι σέβονταν τα μνημεία της. Ακόμη και στόχος για πετροβόλημα από τα παιδιά της περιοχής είχε γίνει το κτίσμα.

    Γκραβούρα του 1819 με το μνημείο να λειτουργεί ως βιβλιοθήκη – αναγνωστήριο

    Οικόπεδο αντί μνημείου

    Οι πρώτες ανασκαφές και η αναστήλωση του μνημείου άρχισαν, πάντως, σχετικά γρήγορα, το 1876-1887 από τους Γάλλους αρχιτέκτονες Φρανσουά Μπουλανζέ και Ε. Λεβιότ, οι οποίοι ήρθαν στην Ελλάδα με την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, την πρώτη ξένη σχολή που έφθασε στη χώρα μας. Οι Γάλλοι, πάντως, θεωρούσαν ότι το μνημείο τους ανήκει, ως εκ τούτου χρειάστηκε να γίνει μία ανταλλαγή το 1870, με την προσφορά, από πλευράς ελληνικού δημοσίου, ενός οικοπέδου δέκα στρεμμάτων στην ακατοίκητη τότε πλαγιά του Λυκαβηττού (Σίνα, Αραχώβης και Διδότου), όπου βρίσκεται σήμερα το Γαλλικό Ινστιτούτο.

    Το Μνημείο του Λυσικράτη στην Πλάκα

    Έτσι, το Μνημείο του Λυσικράτη περιήλθε χωρίς αμφισβητήσεις σε ελληνική δικαιοδοσία, αποτελώντας σήμερα ένα πραγματικό κόσμημα για τη σύγχρονη Αθήνα. Αλλά όχι μόνο! Η κομψότητα και η ομορφιά του κτίσματος, αλλά και η εξαιρετική κατάσταση διατήρησής του, όπως αποτυπώθηκαν από πολλούς περιηγητές καλλιτέχνες, που επισκέπτονταν την Ελλάδα προ και μετά την Επανάσταση του ΄21, είχαν εντυπωσιάσει τους ξένους αρχιτέκτονες.

    Μνημεία, που το μιμούνται ή το επαναλαμβάνουν ατόφιο ή ακόμη το ενσωματώνουν σε μεγαλύτερα κτίσματα, είναι διάσημα σήμερα σε όλο τον κόσμο.

    Μνημείο του Λυσικράτη στο Βοτανικό Κήπο του Σίδνεϋ

    Όπως στο Εδιμβούργο το Μνημείο Ντάγκαλντ Στιούαρτ και το Μνημείο Μπερνς, ή στο Τσίτσεστερ ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή, αλλά και ο ελληνορθόδοξος καθεδρικός ναός των Αγίων Πάντων στο Λονδίνο ή ακόμη, στο Ρίβερσαϊντ Ντράιβ της Νέας Υόρκης το Μνημείο Στρατιωτικών και Ναυτικών και πολλά άλλα.

    Τελευταία, μάλιστα, ένα αυστραλιανό Μνημείο του Λυσικράτη στήθηκε στον Βοτανικό Κήπο του Σίδνεϋ, καθώς η γοητεία αυτού του αρχαίου κτίσματος συνεχίζεται στο χρόνο.

    Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News



    ΣΧΟΛΙΑ