• Πολιτική

    Πώς μεταφράζεται η αύξηση του πολιτικού ρίσκου μέσα από τις δύο πρόσφατες δημοσκοπήσεις

    Κυριάκος Μητσοτάκης - Αλέξης Τσίπρας - Νίκος Ανδρουλάκης (ΔΕΘ)

    Κυριάκος Μητσοτάκης – Αλέξης Τσίπρας – Νίκος Ανδρουλάκης


    Νέα και ακόμη αστάθμητα  δεδομένα στην εκλογική εξίσωση, διαμορφώνει η αύξηση του πολιτικού ρίσκου. Σε ότι αυτό αφορά τη δυνατότητα σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης.

    Με νωπές ακόμη τις μνήμες από την τραγωδία των Τεμπών, αλλά και με το θυμικό των Ελλήνων να είναι εν βρασμό, οι δύο πρόσφατες δημοσκοπήσεις ( της Marc για τον Αντέννα και της GPO για τα Παραπολιτικά) κατέγραψαν την αντισυστημική διάθεση των  ψηφοφόρων.

    Για την ακρίβεια εκείνων που απάντησαν από τηλεφώνου στα ερωτήματα των δημοσκόπων τη δεδομένη στιγμή και με τα κοινοποιημένα αποτελέσματα της πρόθεσης ψήφου να έχουν υποστεί την επεξεργασία των σταθμίσεων. Δίνοντας έτσι ως μέγιστο περιθώριο σφάλματος το +/- 2,8% και 2,9% αντιστοίχως, που μόνο αμελητέο δεν είναι.

    Λαμβάνοντας ως βάση τον μέσο όρο και των δύο δημοσκοπήσεων, η Νέα Δημοκρατία, ως κόμμα εξουσίας, είναι εκείνη που εμφανίζει ουσιώδη μείωση της εκλογικής της επιρροής. Χάνοντας 3,6 ποσοστιαίες μονάδες μεσοσταθμικά, σε σύγκριση με τις προηγούμενες μετρήσεις των δύο εταιρειών. Ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται σχεδόν στα ίδια επίπεδα, με μια οριακή πτωτική τάση. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με το ΠΑΣΟΚ, ενώ ΚΚΕ και ΜέΡΑ 25   έχουν μια διακριτή ανοδική φορά.

    Από την άλλη πλευρά όμως, το πλέον αξιοσημείωτο των γνωρισμάτων είναι η σημαντική άνοδος της στάθμης στη «δεξαμενή» των αναποφάσιστων. Με το ποσοστό της λεγόμενης αδιευκρίνιστης ψήφου να ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 15,2%.

    Ωστόσο, η αδιευκρίνιστη ψήφος αποτελεί ένα δημοσκοπικό εφεύρημα, καθώς στα αποτελέσματα της κάλπης δεν υπάρχει η παράμετρος αναποφάσιστοι. Όπως επίσης τα άκυρα και τα λευκά.

    Για να προσεγγιστεί αυτό το «κενό» μια προσφερόμενη «λύση» είναι η μέθοδος της αναγωγής. Εξυπακούεται με βαθμό επισφάλειας, αφού επιχειρείται η ανακατανομή των αναποφάσιστων, αναλογικά με τα ποσοστά της πρόθεσης ψήφου που έχει αποσπάσει το κάθε κόμμα.

    Στην περίπτωση αυτή η Νέα Δημοκρατία ανεβαίνει από το δημοσκοπικό μέσο όρο του 29,6% στο 34,9%. Ο ΣΥΡΙΖΑ πάει στο 29,9%, το ΠΑΣΟΚ στο 11,2%, το ΚΚΕ στο 7,3%, η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου στο 4,1% και το ΜέΡΑ 25 στο 4%.

    Κάτω από το 3% που είναι το όριο εισόδου στη Βουλή βρίσκεται (με 2,6%) το εθνικιστικό κόμμα « Έλληνες» του Ηλία Κασιδιάρη, του οποίου όμως το πιθανότερο είναι να μην επιτραπεί δικαστικά ( από τον Άρειο Πάγο) η κάθοδος στις εκλογές. Πέραν τούτων, η Εθνική Δημιουργία των Θάνου Τζήμερου και Φαήλου Κρανιδιώτη είναι στο 1,6%, ενώ 4,4% συγκεντρώνουν τα άλλα κόμματα. Μένοντας εκτός κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης άλλα κόμματα που αθροίζουν συνολικά το 8,6%.

    Ελλείπον παιγνιόχαρτο η αυτοδυναμία

    Ακόμη και με την αναγωγή επί των αναποφάσιστων, δεν προκύπτει αυτοδύναμη κυβέρνηση, ούτε από την πρώτη κάλπη της απλής αναλογικής, αλλά και με τη δεύτερη της (ελαφρά) ενισχυμένης αναλογικής. Στην πρώτη περίπτωση η Νέα Δημοκρατία φτάνει μέχρι τις 115 έδρες, ενώ στη δεύτερη πάει στις 139, από τις 300 της Βουλής.

    Θεωρητικά τουλάχιστον, με τα όσα προκύπτουν από την απλή αναλογική, η Ν.Δ εάν συμπράξει με το ΠΑΣΟΚ που μπορεί να έχει 37 έδρες, τότε σχηματίζεται κυβερνητική πλειοψηφία 152 εδρών.

    Στο αριστερό «τόξο» ο ΣΥΡΙΖΑ με τις 98 έδρες, αν πάρει μαζί του το ΠΑΣΟΚ και τον Βαρουφάκη με τις 13 έδρες, δεν φτάνει στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καθώς αθροίζονται 148 έδρες. Θα πρέπει να προστεθεί και το ΚΚΕ με τις 24 έδρες για να σχηματιστεί κυβέρνηση, κάτι που όπως όλα δείχνουν είναι εκτός λογικής.

    Στον δεύτερο γύρο των εκλογών με την ενισχυμένη αναλογική, η Ν.Δ μπορεί επίσης με το ΠΑΣΟΚ που θα έχει 32 έδρες, να σχηματίσει κυβέρνηση με…171 βουλευτές. Εάν παρακάμψει το ΠΑΣΟΚ και βρει στήριξη από το κόμμα Βελόπουλου, τότε το κυβερνητικό σχήμα θα έχει κοινοβουλευτική δύναμη 160 εδρών.

    Στην αντίπερα όχθη ακόμη και μια σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και ΜέΡΑ 25 δεν αρκεί για το σχηματισμό κυβέρνησης αφού φτάνει στις 149 έδρες.

    Βεβαιότατα όλα αυτά αποτελούν σενάρια, από τη στιγμή κατά την οποία και οι πολυσυζητημένες δημοσκοπήσεις γενικότερα, αποτελούν ένα είδος «φωτογραφίας της στιγμής» που εξ αντικειμένου δεν μπορεί να προεξοφλεί την ετυμηγορία της κάλπης.

    Ο παράγοντας «πολιτικός χρόνος» έχει κι αυτός την εξέχουσα σημασία του, αφού η ατζέντα των εξελίξεων μπορεί βαθμιαία να επανέλθει σε ένα πιο προνομιακό πεδίο για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η οποία σαφώς έχει να αναμετρηθεί με αρκετούς θύλακες αμφισβήτησης. Όπως για παράδειγμα είναι τα απομεινάρια του «κινήματος των αντιεμβολιαστών», οι επιπτώσεις της ακρίβειας, οι ρωγμές στο αφήγημα των δυνατοτήτων του «επιτελικού κράτους», ακόμη και η μετωπική κόντρα με τους ηθοποιούς…

    Την ίδια στιγμή όμως υπάρχουν και σημαντικά όπλα στην φαρέτρα της κυβέρνησης. Όπως αυτά της ορθολογικής διαχείρισης των καταστάσεως κρίσης, της επιστροφής στην οικονομική κανονικότητα, του φιλοεπενδυτικού κλίματος που στέκεται αρωγός στην ανάπτυξη, τη φορολογική αποσυμπίεση,  αλλά και την ουσιαστική στήριξη των λαϊκών εισοδημάτων.

    Το «κλειδί» των αναποφάσιστων

    Οι δύο τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ένα σημαντικό κομμάτι των αναποφάσιστων, προέρχεται κατά κύριο λόγο από το «σώμα» της Ν.Δ και αυτό υπο προϋποθέσεις μπορεί να αντιστραφεί με τον επαναπατρισμό τους. Άλλωστε η ραχοκοκαλιά της εκλογικής βάσης στην Ελλάδα απαρτίζεται από συνταξιούχους και Δημοσίους Υπαλλήλους, που μάλλον έχουν λίγα περιθώρια για νέους, εκλογικούς πειραματισμούς…

    Ορισμένοι εκλαμβάνουν την διαχεόμενο αντισυστημικό κλίμα ως προπομπό των όσων συνέβησαν στις πρώτες εκλογές του Μαίου του 2012. Όταν το «αντιμνημονιακό σύνδρομο» οδήγησε τα τότε κόμματα εξουσίας ( Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ) στο μεταπολιτευτικά χαμηλότερο εκλογικό ποσοστό του 32,08% αθροιστικά. Με τον Σύριζα και την βερμπαλιστική όπως αποδείχθηκε ρητορική του, να τον οδηγεί στον πολλαπλασιασμό κατά 3,5 φορές της εκλογικής του δύναμης. Και με τα εκτός Βουλής κόμματα να αποσπούν συγκεντρωτικό ποσοστό 19,02%. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις εκείνης της περιόδου ήταν ότι το κίνημα «δεν πληρώνω» είχε λάβει πανελλαδικό ποσοστό 0,88%, ενώ στο 0,51% είχε φτάσει το κόμμα των Πειρατών…

    Στις δεύτερες εκλογές του Ιουνίου του 2012 αμβλύνθηκαν οι κάπως οι ακρότητες που οδήγησαν στον σχηματισμό της κυβέρνηση Σαμαρά με την σύμπραξη Ν.Δ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ.

    Ωστόσο, συσχετισμός του τότε με το τώρα δεν υπάρχει. Πρωτίστως σε οικονομικό επίπεδο, αφού η ανεργία έχει υποχωρήσει σημαντικά, ενώ και τα δεδομένα στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς έχουν βελτιωθεί σημαντικά, παρά το γεγονός ότι τα μεγέθη της οικονομικής ανάπτυξης δεν έχουν το ίδιο αποτύπωμα στα χαμηλότερης εισοδηματικής τάξης νοικοκυριά και κυρίως στους νέους.

    Ακόμη όμως και στο πολιτικό τερέν η κατάσταση δεν είναι η ίδια, αφού το 2012 κεντρικός υποδοχέας της αντισυστημικής ψήφου ήταν ο Σύριζα. Καθώς όμως ο Σύριζα κυβέρνησε, με τα γνωστά σε όλους τραυματικά αποτελέσματα, δεν υπάρχει κάποια άλλη πολιτική δύναμη για να «εισπράξει» την εκχειλίζουσα οργή. Μορφοποιημένη επί το πλείστον από το νεανικό κομμάτι της κοινωνίας, που ακουμπάει καταφανώς περισσότερο στα όσα ακολούθησαν μετά από τον θάνατο Γρηγορόπουλου ( από αστυνομικά πυρά τον Δεκέμβριο του 2008) και όχι των συνθηκών που διαμορφώθηκαν στις εκλογές του 2012.

    Τυπικά η θητεία της παρούσας κυβέρνησης λήγει στις 7 του μηνός του προσεχούς Ιουλίου. Αν θεωρηθεί ότι από την προκήρυξη μέχρι την ημερομηνία των εκλογών απαιτούνται τουλάχιστον 23 μέρες, κι αν ακόμη υποτεθεί ότι είναι δύσκολο να στηθούν κάλπες μέσα στον Αύγουστο, τότε η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία μπορεί να γίνει το αργότερο στις 21 Μαΐου ή και υπό προϋποθέσεις και στις 28 Μαΐου. Και τούτο γιατί αυτή η ημερομηνία καλύπτει οριακά τις σχεδόν έξι εβδομάδες ( 42 μέρες) που απαιτούνται για το δεύτερο γύρο των εκλογών. Οριοθετούμενο σε αυτήν την περίπτωση στις 9 Ιουλίου.

    Όπως και να΄χει οι πρώτες κάλπες της απλής αναλογικής, καθώς δεν αναμένεται να οδηγήσουν σε κυβερνητική αυτοδυναμία, ενδέχεται να επιτείνουν το αίσθημα της χαλαρής ή και της τιμωρητικής ψήφου. Με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το εκλογικό αποτέλεσμα. Το ουσιαστικό δίλλημα, δηλαδή Μητσοτάκης ή Τσίπρας , θα απαντηθεί στη δεύτερη κάλπη. Διόλου απίθανο μάλιστα να χρειαστεί και ένας τρίτος εκλογικός γύρος αν οι περιστάσεις το απαιτήσουν…

    Διαβάστε επίσης

    Τι κρύβεται πίσω από τα ποιοτικά ευρήματα των δημοσκοπήσεων – Ποια ανάγνωση κάνουν στην κυβέρνηση

    Δημοσκόπηση MARC: Πτώση 2,9 μονάδων για τη ΝΔ – Στο 4,6 η διαφορά από ΣΥΡΙΖΑ



    ΣΧΟΛΙΑ