• Άρθρα

    Πώς η νέα εποχή μπορεί να παγιδεύσει τη χώρα στην αφάνεια

    Στην κρίση, ηγεσία σημαίνει φυγή προς τα εμπρόςσύγκρουση ΕΚΤ- Επιτροπής και ΕΜΣ;

    Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος


    Η περίοδος των 30 ετών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνδέεται με την αισθητή παρουσία του κράτους σε όλες τις πτυχές της ζωής.

    Δομές λήψης αποφάσεων που δημιουργήθηκαν ειδικά για τον Πόλεμο συνέχισαν να λειτουργούν.

    Οι υλικές καταστροφές απαιτούσαν το κράτος για να αποκατασταθούν.

    Η οικονομική κατρακύλα χρειαζόταν το κράτος για να αντιστραφεί. Και η εγκαθίδρυση του δικτύου κοινωνικής πρόνοιας, μόνο από το ίδιο το κράτος μπορούσε  να γίνει.

    Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, η κατάσταση άλλαξε. Θεωρήθηκε, τότε, ότι το κράτος είχε γίνει πολύ μεγάλο, λίγο αποτελεσματικό, πάντως πολυδάπανο και βασικά πηγή πληθωριστικών πιέσεων μέσω της διατήρησης υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων.

    Έτσι, με αιχμή τις πολιτικές που πήραν το όνομα τους από την Μ. Θάτσερ και τον Ρ. Ρέιγκαν, το κράτος άλλοτε οικειοθελώς και άλλοτε υπό πίεση μπήκε σε μία διαδικασία διαρκούς περιορισμού του ρόλου του στην οικονομία και την κοινωνία.

    Η παγκοσμιοποίηση, πρώτα του εμπορίου στην δεκαετία του 1990 και στην συνέχεια του χρηματοπιστωτικού τομέα στις αρχές του 21ου αιώνα, οδήγησε το κράτος περίπου στην αφάνεια. Το εκκρεμές είχε κάνει την πλήρη κίνηση από το ένα άκρο στο άλλο.

    Η υποβάθμιση του ρόλου του κράτους συνέπεσε με την νέα επιτάχυνση της τεχνολογικής προόδου και έφερε αρνητικές συνέπειες: αποδυνάμωση του ήδη ισχνού κοινωνικού κράτους, τεράστια αύξηση των ανισοτήτων κάθε μορφής, δημιουργία ισχυρών ολιγοπωλιακών και μονοπωλιακών καταστάσεων, εντεινόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος, αμφισβήτηση της επιστήμης με στροφή προς τις θεωρίες συνωμοσίας, κοινωνικές συγκρούσεις, πολιτική αστάθεια, τοπικούς πολέμους, μεταναστευτικές ροές.

    Η πανδημία κατάφερε αυτό που απέτυχε να κάνει η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007/8: ανέδειξε όλα αυτά τα προβλήματα με τρόπο τόσο ακαταμάχητο που μας υποχρέωσε να παραδεχτούμε την αλήθεια: η κοινωνία χρειάζεται το κράτος. Ανέκοψε, έτσι, μία πορεία που κινδύνευε να καταλήξει στην ιδιωτικοποίηση ακόμη και της αστυνομίας και μεγάλου μέρους των ενόπλων δυνάμεων.

    Για να το θέσουμε πολύ απλά: το κράτος διαχειρίζεται την πανδημία, το κράτος χρηματοδότησε την ταχύτητα της έρευνας για τα εμβόλια, το κράτος εμποδίζει την κατάρρευση της ιδιωτικής οικονομίας.

    Σε παγκόσμιο επίπεδο βρισκόμαστε στο σημείο όπου το εκκρεμές έχει αρχίσει και γυρνά πάλι πίσω. Το κράτος έχει την ευθύνη να σταματήσει την εκμετάλλευση της αξίας από τον καπιταλισμό-καζίνο και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το κράτος πρέπει να ελέγξει τα μονοπώλια και τα ολιγοπώλια, να προστατέψει τον καταναλωτή, να κτίσει ξανά το δίκτυ κοινωνικής προστασίας, να διαχειριστεί το μεταναστευτικό κύμα, να χαράξει τις πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, να προετοιμάσει για την επόμενη πανδημία.

    Το κράτος βέβαια, δεν μπορεί να τα καταφέρει όλα μόνο του. Θα χρειαστεί την συνεργασία του ιδιωτικού τομέα, αλλά σε μία νέα βάση σχέσης – περισσότερο συμβιωτική και πολύ λιγότερο ανταγωνιστική. Το θέμα δεν είναι πλέον, όπως το τοποθετούσαν οι τυφλοί ιδεολόγοι, δυαδικό (binary): ναι ή όχι στο κράτος. Είναι η εύρεση μίας νέας ισορροπίας ανάμεσα στην αναγκαιότητα και των δύο.

    Δεν μπορούμε, πλέον, να βλέπουμε το κράτος ως έναν οργανισμό που επεμβαίνει για να διορθώσει τα προβλήματα αφού αυτά παρουσιαστούν. Ο ρόλος του κράτους-νυχτοφύλακα και του κράτους-επιδιαιτητή ξεπεράστηκε από τις νέες πανδημίες—των κορωνοϊών, της κλιματικής αλλαγής, της μετανάστευσης, της ψηφιακής επανάστασης . Το κράτος οφείλει να δρα προληπτικά (pro-active) και με διαρκή παρουσία  σε όλους τους τομείς που παράγουν δημόσια αγαθά και, πάντως, όπου στην οικονομία κυριαρχούν τα μονοπώλια και τα ολιγοπώλια.

    Το κράτος οφείλει να επιβάλει εκείνα τα πρότυπα που θα υποχρεώνουν τις επιχειρήσεις να ενσωματώνουν στην τιμολογιακή πολιτική τους όλες τις εξωτερικές οικονομίες (externalities) που η κρατική δράση και παρέμβαση τους πρόσφερε ως όφελος—π.χ.  την κρατική έρευνα και ανάπτυξη που έχουν χρησιμοποιήσει για την ανάπτυξη των δικών τους προϊόντων—καθώς και  την καταστροφή που έμμεσα ή άμεσα κάνουν στο περιβάλλον με την δράση τους.

    Όλα αυτά έχουν μία κρίσιμη προϋπόθεση: ότι υπάρχει κράτος συντεταγμένο, ποιοτικό, λιτό, που λειτουργεί με διαφάνεια, ταχύτητα, αποτελεσματικότητα. Κράτος ικανό να γνωρίζει τις συντεταγμένες των προβλημάτων και να εφεύρει πολιτικές και λύσεις που να βασίζονται στα δεδομένα και την επιστήμη. Κράτος που αφουγκράζεται τον πολίτη, το τοπικό περιβάλλον, τις περιφερειακές και διεθνείς εξελίξεις και είναι έτοιμο να παρέμβει για να αποτρέψει τα χειρότερα.

    Γι’ αυτόν τον λόγο ακριβώς η Ελλάδα έχει παγιδευτεί από την πανδημία και την τεχνολογία.  Ο Έλληνας έχει απαυδήσει με το ελληνικό κράτος. Σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένα το θεωρεί γραφειοκρατικό, αναποτελεσματικό, αδιαφανές – στο τέλος-τέλος απάνθρωπο. Το έζησε με τα μνημόνια και γνώρισε από πολύ πιο κοντά τον χαρακτήρα του. Το δέχεται διότι θεωρεί πως δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.

    Σ’ αυτό το κράτος θα πρέπει τώρα, στην χειρότερη γι’ αυτόν και στην πιο κρίσιμη για το έθνος στιγμή, να στηριχτεί. Ακόμη περισσότερο, να εξαρτάται από αυτό για να περάσει στην νέα εποχή της ψηφιακής επανάστασης, της τεχνητής νοημοσύνης, της παραπληροφόρησης και του «σκοτεινού» διαδικτύου, της δραματικής αλλαγής στη μορφή και στο ήθος της εργασίας, της ανατροπής της οικογενειακής δομής.

    Η πρόκληση είναι τεράστια για άλλα κράτη, με παράδοση στην ποιότητα, την οργάνωση, τις γνώσεις και την ευελιξία της δημόσιας διοίκησης. Για το ελληνικό κράτος η πρόκληση κινδυνεύει να μείνει αναπάντητη. Με ότι αυτό συνεπάγεται για όλους μας.



    ΣΧΟΛΙΑ