• Άρθρα

    Ο βρόγχος των χρεών, το βάρος του τουρισμού, η σημασία της γεωργίας

    Στην κρίση, ηγεσία σημαίνει φυγή προς τα εμπρόςσύγκρουση ΕΚΤ- Επιτροπής και ΕΜΣ;

    Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος


    Μέσα στον ορυμαγδό των ιατρικών και νοσηλευτικών εξελίξεων για την πανδημία και την αδιάκοπη κριτική της αντιπολίτευσης για αδόκιμους κυβερνητικούς χειρισμούς — χωρίς να προτάσσεται καμία εναλλακτική ιδέα—το θέμα της επόμενης ημέρας τείνει να περνά στα αζήτητα. Κι όταν συζητείται, περιστρέφεται γύρω από το NGEU – το Ταμείο Ανάπτυξης.

    Στην Ελλάδα, όπως πάντα και για κάθε τι, και το Ταμείο αντιμετωπίζεται με την…δέουσα υπερβολή. Πολλοί προσδοκούν την σωτηρία τους από αυτό. Άλλοι το αντιμετωπίζουν ως μέτρο για την άσκηση οικονομικής πολιτικής με κομματικά κριτήρια. Μερικοί εμβαθύνουν να αναφέρονται στις δυνατότητες που προσφέρει για μείωση των ανισοτήτων. Λίγοι, δυστυχώς πολύ λίγοι, το εκτιμούν ως το μέσο για την αναδιάρθρωση της ελληνικής παραγωγής.

    Είναι οι μόνοι που θέτουν τον πλέον αναγκαίο για την χώρα στόχο. Αν τα σημαντικά κεφάλαια του Ταμείου σπαταληθούν στην παροχή ρευστότητας και σε κομματικά υποστηριζόμενα επενδυτικά σχέδια, τότε η Ελλάδα θα έχει χάσει και την τελευταία ευκαιρία που της απομένει για να παραμείνει στις τάξεις των αναπτυγμένων χωρών.

    Η οικονομική πολιτική του αύριο δεν πρέπει να εγκλωβιστεί στην παράταση των μέτρων στήριξης, στην ευελιξία του Συμφώνου Σταθερότητας, στους φόβους για νέα μνημόνια. Αυτά είναι μέτρα προσωρινά, αναγκαία, αλλά απολύτως ανεπαρκή για να φέρουν την πολυπόθητη ταχύρρυθμη και αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη.

    Το Σύμφωνο Σταθερότητας αντικατοπτρίζει την φιλοσοφία άλλης γενιάς – πριν τον κορονοϊό – όπου η Γερμανική δημοσιονομική ορθοδοξία, νομισματική ιδεολογία και σκληρό οικονομικό συμφέρον, οδήγησαν στην εκτεταμένη μεταφορά πόρων από τον φτωχό Νότο στην πλούσιο Βορά.

    Σήμερα, με ένα τεράστιο χρέος να σκιάζει ιδιώτες και δημόσιο, ως μόνη λύση εμφανίζεται η ουσιαστική διαγραφή με την έκδοση ομολόγων στο διηνεκές. Φτάνει να αναφερθούν τα σχετικά νούμερα του τραπεζικού συστήματος, για να κατανοηθεί η αδυναμία αντιμετώπισης του προβλήματος με παραδοσιακά μέτρα.

    Μολονότι ξεπερνούν τα 30 δισ. ευρώ τα δάνεια που έχουν ενταχθεί στον «Ηρακλή», οι ισολογισμοί των τραπεζών εξακολουθούν να επιβαρύνονται με κόκκινα δάνεια που ξεπερνούν το ¼ του συνόλου—χωρίς να υπολογίζονται τα νέα δάνεια που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν λόγω της πανδημίας και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το θέμα της αναβαλλόμενης φορολογίας.

    Ελάχιστα—έως διόλου—θα βοηθήσουν οι τράπεζες στην ανάκαμψη: απλά στηρίζοντας ήδη υγιείς μονάδες που ίσως να μην θέλουν και την βοήθεια τους. Για τους ιδιώτες, η κατάσταση θα είναι ακόμη χειρότερη: όσοι έχουν ανάγκη δεν θα μπορούν να βρουν βοήθεια.

    Η μεγάλη πρόκληση της ελληνικής διπλωματίας θα είναι η δημιουργία συμμαχιών και η προβολή ισχυρών επιχειρημάτων για την μετατροπή των χρεών σε υποχρέωση στο διηνεκές. Μόνο έτσι θα μπορέσουν χώρες όπως η δική μας, ο Ευρωπαϊκός Νότος καθώς και ο Παγκόσμιος Νότος (Global South) να ορθοποδήσουν και να ξεκινήσουν από την αρχή. Δεν εξυπηρετείται δημόσιο χρέος που ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ και ιδιωτικό που κατ’ ελάχιστο ισούται με το ΑΕΠ.

    Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης οφείλουν να χρησιμοποιηθούν με βάση δύο στόχους: (α)  να δημιουργηθεί εκείνο το περιβάλλον υποδομών (φυσικών και ψηφιακών, γραφειοκρατίας και αδειοδότησης) που θα ενθαρρύνει την ιδιωτική πρωτοβουλία. Και, (β) να μειωθεί η εξάρτηση της χώρας μας από τον τουρισμό με την ενίσχυση της πρωτογενούς παραγωγής.

    Θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι θα ζούμε πλέον στην εποχή των κορωνοϊών. Χθες το Aids  και το SARS, σήμερα ο covid-19, αύριο ο νέος κορωνοϊός. Τα τουριστικά μεγαθήρια θα είναι ευάλωτα και επικίνδυνα. Έτσι κι αλλιώς ο σύγχρονος τουρισμός αλλάζει μορφή: εστιάζεται στην ευεξία (well being), στην ιατρική, στους συνταξιούχους, στην αγροτική γη. Όσο εμμένουμε στη νοοτροπία του τουρισμού ως βαριά βιομηχανία, τόσο θα υποφέρει η οικονομία και η κοινωνία.

    Αντίθετα, η πρωτογενής παραγωγή προσφέρει τεράστια πλεονεκτήματα – όταν γίνεται με σύγχρονη οργάνωση και σύγχρονα μέσα: από την συμβολαιακή γεωργία μέχρι την υδροπονία και από την συγχώνευση των καλλιεργειών μέχρι την αγροδιατροφή.

    Ουσιαστικά, μετά την διπλωματία και τα ομόλογα στο διηνεκές, η νέα οικονομική πολιτική οφείλει να κινηθεί σε τρεις άξονες:

    • Τον εκσυγχρονισμό και επέκταση όλων των υποδομών και δικτύων
    • Την ενθάρρυνση της συγχώνευσης μικρομεσαίων μονάδων η, κατ’ ελάχιστο, στην δημιουργία clusters
    • Την μείωση της σημασίας του τουρισμού και την αύξηση της σημασίας της γεωργίας στο ΑΕΠ.

    Είναι απόλυτα σίγουρα ότι η οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση θα μας οδηγήσει σε νέες περιπέτειες.



    ΣΧΟΛΙΑ