• Άρθρα

    Η Νομισματική Έκθεση αφήνει ερωτηματικά για τον τραπεζικό τομέα

    Τα έξη κρίσιμα χρόνια για την χώρα

    Αντώνης Κεφαλάς – Αρθρογράφος


    Με πληρότητα ως προς το εύρος των εξελίξεων και ρεαλισμό ως προς τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, η Ενδιάμεση (Δεκέμβριος 2021) Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική της Τραπέζης της Ελλάδος, παρουσιάζει τα συμβάντα του 2021 και τις προοπτικές για το 2022, διατηρώντας το απαραίτητο ύψος της ψυχραιμίας και με κύριο χαρακτηριστικό μία συγκρατημένη αισιοδοξία.

    Στο πλαίσιο της τεράστιας αβεβαιότητας που έχει επιφέρει ο κορονοϊός, βάσιμα υποστηρίζεται ότι η κεντρική τράπεζα κατάφερε και πάλι να βρει και να αποτυπώσει μία μάλλον γενικά αποδεκτή ισορροπία ανάμεσα στην συσσώρευση μη αναμενόμενων εξελίξεων και τις μέχρι σήμερα θετικές εξελίξεις που δικαιολογούν την μη ύπαρξη… πλερέζας!

    Αποφεύγοντας τον πειρασμό της γενικής παρουσίασης, η στήλη επιλέγει ορισμένα «διαμαντάκια» από την έκθεση, που θέτουν θέματα και ερωτηματικά, με αναφορά στον χρόνο που τελειώνει.

    Την δόξα τους είχαν τα εταιρικά ομόλογα, με εκδόσεις 1,4 δισ. ευρώ στο εσωτερικό και 2,4 δισ, στο εξωτερικό. Το ενδιαφέρον είναι ότι το κόστος δανεισμού ήταν χαμηλότερο στην Ελλάδα – μεσοσταθμικά 2,4% – σε σύγκριση με το εξωτερικό – μεσοσταθμικά 2,8%. Είναι παλιό το παράπονο των ελληνικών επιχειρήσεων ότι δανείζονται ακριβά στην Ελλάδα κι αυτό τους δημιουργεί ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Υπάρχει συμπέρασμα που προκύπτει από τα ανωτέρω στοιχεία;

    Ευνοϊκή εμφανίζεται η προοπτική της απόκτησης επενδυτικής βαθμίδας μέχρι το τέλος του έτους. Το σχετικό διάγραμμα στην Έκθεση, δείχνει πόσο κοντά είμαστε. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός, όμως, ότι στα θετικά στοιχεία τοποθετούνται η διακυβέρνηση της χώρας, το κατά κεφαλήν εισόδημα και το νομισματικό καθεστώς (το ευρώ).

    Στα αρνητικά κατά κύριο λόγο το υψηλό χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ και οι αρνητικές απαιτήσεις του κράτους έναντι του εξωτερικού – γεγονός που αποτυπώνεται βέβαια και στα στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών. Στη βάση αυτή, η στήριξη της ΕΚΤ χωρίς την εξαίρεση είναι ένα θετικό στοιχείο. Ακόμη πιο σημαντικό θα είναι η έξοδος της χώρας από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας – στόχος που ξεκάθαρα επιδιώκει το οικονομικό επιτελείο και η κυβέρνηση.

    Φαντάζομαι ότι αυτή η προοπτική, που έρχεται σε μία κάποια αντίθεση με τις γραβατωμένες φιέστες του ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελεί εφιάλτη για την αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς θα έχει χάσει λίγο πριν τις εκλογές ένα από τα (δήθεν) βασικά επιχειρήματά της. Όπως αναφέρει η έκθεση μία μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, σημαίνει ότι η χώρα κερδίζει 20% άνοδο μέσα στην βαθμίδα αξιολόγησης που βρίσκεται.

    Για μία ακόμη φορά έρχεται στην επιφάνεια η κακή κατάσταση του τραπεζικού συστήματος. Είναι αλήθεια ότι οι ζημιές των 688 εκατομμυρίων το 2020 αυξήθηκαν στα 4,6 δις. το 2021 επειδή ο τράπεζες πήραν τεράστιες προβλέψεις για τα κόκκινα δάνεια. Κι αυτή η μεγάλη μείωση των ΜΕΔ θα έχει θετική επίπτωση στην αξιολόγηση. Προκύπτουν, όμως, δύο ερωτήματα:

    • Το βάρος του χρέους μεταφέρθηκε από τις τράπεζες σε εξωτραπεζικούς οργανισμούς. Ο ιδιωτικός τομέας, όμως, εξακολουθεί να είναι χρεωμένος. Το βάρος είναι πάντα εκεί, παρά τα διάφορα κουρέματα και τις πολλές ρυθμίσεις που γίνονται. Οι τράπεζες μπορούν τώρα να ανασάνουν και να αρχίσουν να δανείζουν. Πελάτες υπάρχουν; Παράλληλα, όπως εξάλλου επισημαίνεται στην Έκθεση, δεν γνωρίζουμε ακόμη ούτε τις επιπτώσεις της πανδημίας στα δάνεια ούτε την τελική έκβαση των εγγυήσεων που έχει δώσει το ελληνικό δημόσιο. Χρειάζεται προσοχής, λοιπόν, και στο συγκεκριμένο θέμα συγκρατημένη απαισιοδοξία.
    • Η ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών έχει χειροτερεύσει:
      • Ο συνολικός δείκτης κεφαλαίων μειώθηκε από το 16,3% στο 15,1%
      • Ο δείκτης κεφαλαίων κοινών μετοχών (CET 1) έπεσε από το 14,6% στο 12,6%
      • Αν τα μεγέθη υπολογιστούν με βάση το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοπιστωτικής Αναφοράς, η πτώση είναι ακόμη μεγαλύτερη στο 13,3% και στο 10,7% αντίστοιχα
      • Η οριστική και εκκαθαρισμένη αναβαλλόμενη φορολογία ως ποσοστό επί των εποπτικών κεφαλαίων αυξήθηκε από το 523% στο 62%.

    Βάσιμα, λοιπόν, τίθεται πλέον το ερώτημα: μπορεί κι αν ναι, πότε πότε επιτέλους μπορεί να ολοκληρωθεί η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος ώστε να μπορέσει να παίξει τον ρόλο του και να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις των καιρών;

    Ο καιρός για ριζοσπαστικές λύσεις έχει έρθει.

    Διαβάστε επίσης:

    Μία κολοσσιαία θεσμική αποτυχία

    Τα απολιθώματα δεν καταλήγουν υποχρεωτικά ούτε σε μουσεία



    ΣΧΟΛΙΑ