• Άρθρα

    Ένας κούκος δεν μπορεί να φέρει την Άνοιξη: Ακόμη και αν είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

    • Του Γιάννη Δέτση

    Γιάννης Δέτσης-Σύμβουλος Επικοινωνίας και Στρατηγικής Ανάπτυξης με εξειδίκευση σε έργα Επιχειρησιακού Σχεδιασμού και Οργάνωσης σε φορείς ιδιωτικού και δημοσίου τομέα. Διευθύνων Σύμβουλος στην εταιρεία CHOOSE (Εταιρεία Επικοινωνίας).


    2,5 τρισ. ευρώ κρατικών ομολόγων αγόρασε η ΕΚΤ από το 2015, που ξεκίνησε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), μέχρι τον Μάϊο του 2020 (1ο γράφημα). 

    Η Τράπεζα έχει ήδη προγραμματίσει να αγοράσει άλλα 1,35 τρισ. ευρώ, μέχρι και τον Ιούνιο του 2021, μέσω του PEPP (Pandemic Emergency Purchase Programme) για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Συνολικά, τα δύο προγράμματα αντιστοιχούν περίπου στο 1/3 του ΑΕΠ της Ευρωζώνης.

    Να λοιπόν γιατί έπεσαν τόσο χαμηλά (έως και αρνητικά για χώρες όπως η Γερμανία) τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων. Χωρίς τις παρεμβάσεις της ΕΚΤ, η ίδια η ύπαρξη του ευρώ θα είχε δοκιμαστεί τώρα.

    Αλλά υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να κάνει μια κεντρική τράπεζα. 

    Η ΕΚΤ δεν μπορεί να σηκώσει μόνη της το βάρος των συνεπειών της πανδημίας στις οικονομίες της ευρωζώνης. Τη σκυτάλη τώρα πρέπει να πάρει η ίδια η ΕΕ. Η τελευταία ωστόσο, κινείται απελπιστικά αργά – το Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ δεν προβλέπεται να είναι έτοιμο πριν το 2021, ενώ η βαθιά ύφεση έχει χτυπήσει για τα καλά τις οικονομίες, οι οποίες όμως δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες να αντιδράσουν.

    Χώρες με μικρό σχετικά χρέος, όπως η Γερμανία αφιέρωσαν έως και 50% του ΑΕΠ σε μέτρα στήριξης (μη επιστρεπτέες ενισχύσεις, μετάθεση πληρωμών, εγγυήσεις κλπ.). 

    Άλλες ωστόσο, όπως η Ελλάδα που βαρύνονται με υψηλό χρέος, ήταν αναγκασμένες να κινηθούν πολύ πιο συντηρητικά (το ελληνικό πακέτο αντιστοιχεί σε λιγότερο 15% του ΑΕΠ).

    Έτσι, η πανδημία κινδυνεύει να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο τις οικονομικές αποκλίσεις μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ και αυτό ήδη αποτυπώνεται στις στατιστικές. 

    Μόλις το 25% των πολιτών της Ολλανδίας δηλώνει ότι έχει χειροτερεύσει η οικονομική του κατάσταση, έναντι, 46% της Ιταλίας, 49% της Ελλάδας και 60% της Βουλγαρίας (2ο γράφημα).

    Αν δεν ληφθούν έγκαιρα και γενναία μέτρα για να μειωθούν αυτές οι ανισότητες, πολύ σύντομα θα τις βρούμε μπροστά μας ως ευρωσκεπτικισμό και ενίσχυση των φυγόκεντρων τάσεων στους κόλπους της ΕΕ. 

    Ας μην επαναλάβουμε τα λάθη της περιόδου 2008-2013, η ΕΕ δεν έχει άλλα περιθώρια.



    ΣΧΟΛΙΑ