ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Την ανάγκη για επιτάχυνση της μετάβασης της Ελλάδας, και ειδικότερα της Βορείου Ελλάδας, σε ένα ανθεκτικό, εξωστρεφές και καινοτόμο μοντέλο ανάπτυξης επεσήμανε ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στην εκδήλωση «Thessaloniki 2030: the Future of Business, Innovation & Investment in Northern Greece».
Ο κ. Στουρνάρας παρουσίασε αναλυτικά τις διεθνείς εξελίξεις, την οικονομική πορεία της χώρας και τον ρόλο που παίζει η Βόρεια Ελλάδα στη βιώσιμη ανάπτυξη, δίνοντας έμφαση στις προκλήσεις αλλά και στις ευκαιρίες που προσφέρει η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, σε συνδυασμό με τις θετικές δημοσιονομικές επιδόσεις και την αυξημένη επενδυτική δραστηριότητα των τελευταίων ετών.
Σε μια περίοδο παγκόσμιας γεωοικονομικής αστάθειας, με εντάσεις στο διεθνές εμπόριο, αυξανόμενο προστατευτισμό και ενεργειακές προκλήσεις, η εκδήλωση ανέδειξε τις αναπτυξιακές προοπτικές της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης περιοχής έως το 2030.
Η ομιλία του Γιάννη Στουρνάρα:
Κυρίες και κύριοι,
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τη Grant Thornton για την τιμητική πρόσκληση να συμμετάσχω στην αποψινή εκδήλωση ως κεντρικός ομιλητής. Η πρωτοβουλία “Thessaloniki 2030” αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία για γόνιμο διάλογο γύρω από τις αναπτυξιακές προοπτικές της Βόρειας Ελλάδας – μιας περιοχής με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για την οικονομία της χώρας.
Η παρούσα συγκυρία χαρακτηρίζεται από αυξημένες γεωοικονομικές προκλήσεις, αλλά και σημαντικά περιθώρια μετασχηματισμού. Η ικανότητά μας να ενισχύσουμε την ανθεκτικότητα της οικονομίας, να επιταχύνουμε την προσέλκυση επενδύσεων και να διαμορφώσουμε ένα πιο βιώσιμο και παραγωγικό αναπτυξιακό υπόδειγμα θα καθορίσει τη θέση της χώρας – και ιδιαίτερα της Βόρειας Ελλάδας – στον ευρωπαϊκό και διεθνή οικονομικό χάρτη την επόμενη δεκαετία.
1. Διεθνές περιβάλλον
Η παγκόσμια οικονομία διανύει μια μεταβατική περίοδο, κατά την οποία αμφισβητούνται θεμελιώδεις αρχές που χαρακτήριζαν το μεταπολεμικό σύστημα της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υιοθετούν πολιτικές προστατευτισμού, επιβάλλοντας ιστορικά υψηλούς δασμούς σε στρατηγικούς εμπορικούς εταίρους, μεταξύ αυτών η Κίνα, το Μεξικό, ο Καναδάς και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι δασμοί αυτοί δημιουργούν ένα περιβάλλον αυξημένου εμπορικού προστατευτισμού και πυροδοτούν αντίμετρα από τις θιγόμενες χώρες. Οι επιπτώσεις ενός γενικευμένου εμπορικού πολέμου είναι ήδη ορατές σε παγκόσμιο επίπεδο, περιορίζοντας τη ζήτηση και αποσταθεροποιώντας τις αγορές.
Οι παγκόσμιες γεωοικονομικές εντάσεις αυξάνουν την αβεβαιότητα και επηρεάζουν αρνητικά το επενδυτικό κλίμα. Η εμπιστοσύνη των επενδυτών παραμένει εύθραυστη, ενώ η αβεβαιότητα για τη διάρκεια και την ένταση των μέτρων προστατευτισμού δυσχεραίνει τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων και αυξάνει τη μεταβλητότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αν και η προσωρινή αποκλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας κινείται σε θετική κατεύθυνση, η γενική εικόνα εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά ρευστή, με την απειλή να επικρέμεται για δασμούς 50% σε ευρωπαϊκά προϊόντα. Οι κίνδυνοι ενός παρατεταμένου εμπορικού πολέμου διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα, δυσχεραίνοντας τον σχεδιασμό οικονομικής πολιτικής σε παγκόσμια κλίμακα.
Η ευρωπαϊκή οικονομία επιδεικνύει σχετική ανθεκτικότητα, ωστόσο η ανάπτυξη παραμένει υποτονική και οι προοπτικές υπόκεινται σε καθοδικούς κινδύνους. Σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ανάπτυξη της ευρωζώνης εκτιμάται στο 0,9% το 2025, με σταδιακή επιτάχυνση στο 1,4% το 2026 – επίπεδα χαμηλότερα του δυνητικού ρυθμού. Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού συνεχίζεται, υποβοηθούμενη εν μέρει από τη μείωση των τιμών της ενέργειας, την αύξηση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών λόγω εκτροπής του εμπορίου, και την ανατίμηση του ευρώ. Παρ’ όλα αυτά, οι καθοδικοί κίνδυνοι για την ευρωζώνη είναι πολλαπλοί και σύνθετοι. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται: (1) η επιβολή υψηλών δασμών, (2) οι παρατεταμένες γεωπολιτικές εντάσεις, (3) η επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου και (4) οι μακροχρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως η χαμηλή άνοδος της παραγωγικότητας, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα και οι δημογραφικές προκλήσεις.
Στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, η περίοδος της έντονης μεταβλητότητας έχει δώσει τη θέση της σε στάση αναμονής, αλλά με αυξημένα επίπεδα αποστροφής κινδύνου. Οι επενδυτές είναι επιφυλακτικοί λόγω της αβεβαιότητας για την οικονομική πολιτική των ΗΠΑ. Ένδειξη αυτής της επιφυλακτικότητας είναι οι εκροές από τα αμερικανικά ομοσπονδιακά ομόλογα, καθώς η πρόσφατη υποχώρηση των τιμών των μετοχών συνοδεύθηκε από αύξηση των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων, για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1970. Πρόκειται για εξέλιξη με ιστορική βαρύτητα, που υποδηλώνει τη μειωμένη εμπιστοσύνη των επενδυτών, αντικατοπτρίζοντας βαθύτερες ανησυχίες για τη μακροοικονομική σταθερότητα και τη δημοσιονομική πορεία των ΗΠΑ. Από μόνο του αυτό το γεγονός λειτουργεί ως καταλύτης στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς διαβρώνεται η θέση των αμερικανικών ομοσπονδιακών ομολόγων ως ομολόγων αναφοράς χωρίς κίνδυνο, δηλ. ως βάσης για την αποτίμηση μετοχών και ομολόγων στις διεθνείς αγορές.
Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται μια ευκαιρία για την ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς οι επενδυτές στρέφονται σε ευρωπαϊκά αξιόγραφα, αυξάνοντας τις επενδυτικές τοποθετήσεις τους κυρίως σε κρατικά ομόλογα και ομόλογα υψηλής αξιολόγησης. Η Ευρώπη, ως οικονομία με υψηλό βαθμό εξωστρέφειας, παραμένει ιδιαίτερα ευάλωτη σε επιδεινούμενες διεθνείς οικονομικές συνθήκες. Την ίδια στιγμή όμως, παρουσιάζεται μια κρίσιμη ευκαιρία: η δυνατότητα της Ευρώπης να αναδειχθεί σε ένα σταθερό και ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο, με ενίσχυση του ρόλου του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος. Η αυξημένη ζήτηση ευρωπαϊκών αξιογράφων μπορεί να ενισχύσει τη ρευστότητα και τις δυνατότητες χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής οικονομίας, στηρίζοντας τις παραγωγικές επενδύσεις και τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα. Για τη στρατηγική αξιοποίηση αυτής της ευκαιρίας, απαιτείται η επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και η βάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, η δημιουργία μιας πλήρως λειτουργικής Ένωσης Κεφαλαιαγορών στο πλαίσιο της στρατηγικής για την Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων, η άρση όλων των σημαντικών εμποδίων που απομένουν στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και η αύξηση των επενδύσεων σε τεχνολογία, άμυνα και πράσινη ανάπτυξη αποτελούν κρίσιμες προτεραιότητες. Οι πρωτοβουλίες αυτές είναι απαραίτητες για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και να ενδυναμωθεί η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, ώστε να καθιερωθεί ως πόλος σταθερότητας και ανάπτυξης σε ένα ιδιαίτερα ρευστό διεθνές περιβάλλον.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρώπη διαθέτει σημαντικά αποταμιευτικά πλεονάσματα, γεγονός που της προσφέρει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει μια ουσιαστική αύξηση των επενδύσεων. Όπως προκύπτει από το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποταμιεύει περίπου 2,5% του ΑΕΠ περισσότερο απ’ ό,τι επενδύει. Η ύπαρξη αυτών των διαθέσιμων πόρων δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας, ιδίως σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σύμφωνα με την έκθεση Draghi, απαιτείται χρηματοδότηση επενδύσεων ύψους €800 δισεκ. ετησίως, ώστε να μειωθεί το επενδυτικό χάσμα έναντι των ΗΠΑ, να ενισχυθεί η συνολική παραγωγικότητα και να στηριχθεί μακροπρόθεσμα η ευρωπαϊκή ευημερία.
2. Ελληνική οικονομία
Μέσα σε αυτό το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να επιδεικνύει ισχυρή ανθεκτικότητα και να καταγράφει θετικές επιδόσεις. Το 2024 καταγράφηκε ρυθμός ανάπτυξης 2,3%, αισθητά υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η ανάπτυξη προβλέπεται να συνεχιστεί το 2025, παρά την ενίσχυση της αβεβαιότητας, με κινητήριες δυνάμεις την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Οι επενδύσεις αυξάνονται σταθερά και συμβάλλουν ουσιαστικά στην οικονομική ανάκαμψη. Η συμβολή τους στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης υπερβαίνει κατά πολύ το μέσο όρο της ευρωζώνης, φθάνοντας μεταπανδημικά κατά μέσο όρο τις 1,6 ποσοστιαίες μονάδες (ποσ. μον.), έναντι μόλις 0,3 ποσ. μον. στην ευρωζώνη. Παραμένει όμως σημαντικό το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα σε σχέση με την ευρωζώνη, αφού, παρά την έντονη αύξησή τους, οι επενδύσεις στην Ελλάδα το 2025 αναμένεται να ανέλθουν κοντά στο 16% του ΑΕΠ έναντι περίπου 21% στην ευρωζώνη.
Παράλληλα, η βελτίωση που παρατηρείται την τελευταία περίοδο στη σύνθεση των επενδύσεων είναι κρίσιμη για τη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική. Πριν από την κρίση χρέους, σχεδόν οι μισές ιδιωτικές επενδύσεις αφορούσαν την κατασκευή κατοικιών, ενώ οι παραγωγικές επενδύσεις παρέμεναν ανεπαρκείς. Σήμερα όμως η εικόνα έχει αντιστραφεί: τα 4/5 των ιδιωτικών επενδύσεων είναι σε παραγωγικό κεφάλαιο και το υπόλοιπο 1/5 σε κατοικίες, συμβάλλοντας στην αύξηση της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας της οικονομίας. Η περαιτέρω ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων – όπως σε τεχνολογία, καινοτομία, μεταποίηση και πράσινη ενέργεια – θα συμβάλει στην αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος, μειώνοντας παράλληλα την ευπάθεια σε μελλοντικές κρίσεις. Η θετική πορεία των επενδύσεων επιβεβαιώνεται και από πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), σύμφωνα με την οποία το μερίδιο των ελληνικών επιχειρήσεων που επενδύει – αν και είναι χαμηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ – αυξάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια.
Κρίσιμοι παράγοντες που συνέβαλαν στην άνοδο των επενδύσεων την τελευταία πενταετία είναι η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η συνακόλουθη ενίσχυση της εμπιστοσύνης. Ιδιαίτερα θετικά στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος επέδρασε η ανάκτηση πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου το 2023. Παράλληλα, η αποτελεσματική εποπτεία του τραπεζικού συστήματος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών επέτρεψαν στα πιστωτικά ιδρύματα να χρηματοδοτούν πιο ενεργά την οικονομία, εδραιώνοντας τη θετική πορεία των επενδύσεων. Πράγματι, στη διάρκεια του 2024 και στις αρχές του 2025 η τραπεζική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων ενισχύθηκε σημαντικά και το κόστος δανεισμού υποχώρησε.
Στο πεδίο των τιμών, ο πληθωρισμός συνεχίζει την πτωτική του πορεία, ενισχύοντας τα πραγματικά εισοδήματα.
Η αγορά εργασίας παρουσιάζει σταθερή βελτίωση, με πτώση της ανεργίας και αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό.
Η δημοσιονομική πολιτική παραμένει συνετή και αποτελεσματική, με εντυπωσιακές επιδόσεις. Τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται με μόνιμο τρόπο, καθώς οι εντατικές προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας αποδίδουν πλέον απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνονται σταθερά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ επιτρέπεται η χρηματοδότηση πρόσθετων δημόσιων δαπανών για επενδύσεις και για στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Παράλληλα, το δημόσιο χρέος μειώνεται με ταχύ ρυθμό, ενισχύοντας την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και ελαφρύνοντας τα βάρη των επόμενων γενεών.
Οι ισχυρές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας αποτυπώθηκαν στις συνεχείς αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Στη διάρκεια του 2024 και στις αρχές του 2025 καταγράφηκαν νέες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου από μεγάλους οίκους, όπως οι Moody’s και Standard & Poor’s, οι οποίες μεταδόθηκαν και στις αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών, ενδυναμώνοντας περαιτέρω το κλίμα εμπιστοσύνης προς τον εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα. Αυτό συνέβαλε σε σημαντικές εισροές επενδυτικών κεφαλαίων σε μετοχές και ομόλογα.
Όσον αφορά τα τραπεζικά ιδρύματα, τα θεμελιώδη μεγέθη τους συνέχισαν να βελτιώνονται το 2024. Η κερδοφορία των τραπεζών αυξήθηκε, οι δείκτες ρευστότητας παρέμειναν ισχυροί και η κεφαλαιακή επάρκεια και η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου κατέγραψαν σημαντική βελτίωση. Η δε αναδιάρθρωση των λιγότερο σημαντικών τραπεζών συνέβαλε ουσιαστικά στην ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Συνολικά, μέσα στο τρέχον περιβάλλον αυξημένης μεταβλητότητας, η ελληνική οικονομία ξεχωρίζει θετικά και αποτελεί πόλο επενδυτικών ευκαιριών σε στρατηγικούς τομείς. Για παράδειγμα, ο κλάδος της τεχνολογίας και της καινοτομίας γνωρίζει ραγδαία ανάπτυξη, με δυναμικό οικοσύστημα νεοφυών επιχειρήσεων (startups) και επενδύσεις σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η ψηφιακή οικονομία. Παράλληλα, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ιδίως η ηλιακή και η αιολική, προσφέρουν μεγάλες επενδυτικές προοπτικές, καθώς η χώρα επιδιώκει τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία. Η στρατηγική γεωγραφική θέση της Ελλάδας ευνοεί επίσης τις επενδύσεις σε υποδομές και μεταφορές, καθιστώντας τη χώρα σημαντικό διαμετακομιστικό κόμβο. Τέλος, ο κλάδος του τουρισμού συνεχίζει να αποτελεί βασικό μοχλό ανάπτυξης, με σημαντική επενδυτική δραστηριότητα.
3. Η συνεισφορά της Βορείου Ελλάδος στην ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας
Η Βόρεια Ελλάδα αποτελεί κρίσιμο πυλώνα της εθνικής οικονομίας, συνεισφέροντας πάνω από το 1/5 του ΑΕΠ της χώρας. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για το 2023, οι περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας παρήγαγαν το 21,3% του ελληνικού ΑΕΠ. Ξεχωρίζει η Κεντρική Μακεδονία, η οποία συνεισέφερε το 13,8% του ΑΕΠ και είναι η Περιφέρεια με το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά την Αττική. Αν και ο ρυθμός αύξησης της προστιθέμενης αξίας ήταν οριακά χαμηλότερος από τον εθνικό μέσο όρο, κάποιες περιφέρειες, όπως η Δυτική Μακεδονία και η Ήπειρος, σημείωσαν αναπτυξιακές επιδόσεις άνω του 3%.
Η Βόρεια Ελλάδα παρουσιάζει σημαντική επιχειρηματική κινητικότητα, με υψηλή συγκέντρωση νέων επιχειρήσεων. Την περίοδο 2021-24, το 24,5% των νέων επιχειρήσεων που ιδρύθηκαν στη χώρα εδρεύει στη Βόρεια Ελλάδα – το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά την Αττική (38,9%). Στον τομέα της μεταποίησης, η περιοχή συγκεντρώνει το 26,3% των νέων επιχειρήσεων (έναντι 40,2% στην Αττική), στοιχείο που αναδεικνύει την παραγωγική δυναμική της περιφέρειας.
Οι εξαγωγές των περιφερειών της Βόρειας Ελλάδας ενισχύθηκαν σημαντικά και συμβάλλουν καθοριστικά στην εξωστρέφεια της οικονομίας. Σύμφωνα με μελέτη του Συνδέσμου Εξαγωγών Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ), την περίοδο 2017-21 καταγράφηκε έντονη αύξηση των εξαγωγών σε όλες σχεδόν τις περιφέρειες της Βορείου Ελλάδος (με εξαίρεση τη Δυτική Μακεδονία). Μεγάλο μέρος των εξαγωγών κατευθύνεται στη Δυτική Ευρώπη και σε γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία, η Βόρεια Μακεδονία, η Τουρκία και η Αλβανία. Μεταξύ των περιφερειών της Βορείου Ελλάδος, ξεχωρίζει η Κεντρική Μακεδονία, η οποία κατέχει τη δεύτερη θέση μεταξύ των ελληνικών περιφερειών ως προς το μερίδιο εξαγωγών (15,6% του συνόλου), με τις εξαγωγές της να αντιστοιχούν στο 24,7% του περιφερειακού ΑΕΠ.
Το παραγωγικό προφίλ της περιοχής περιλαμβάνει δυναμικούς κλάδους με υψηλή προστιθέμενη αξία. Οι εξαγωγές της Βόρειας Ελλάδας αφορούν κυρίως τρόφιμα, πετρελαιοειδή, χημικά και πλαστικά, μηχανήματα, προϊόντα της κλωστοϋφαντουργίας, μέταλλα και μη μεταλλικά ορυκτά. Η σύνθεση αυτή καταδεικνύει τον στρατηγικό ρόλο της περιοχής στην εφοδιαστική αλυσίδα και στις διεθνείς αγορές.
Η γεωγραφική θέση της Βόρειας Ελλάδας αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα για εμπορική διασύνδεση με τα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή. Η εγγύτητα με τις ανατολικές αγορές, οι εμπορικές ροές προς τα Δυτικά Βαλκάνια και οι υφιστάμενες υποδομές καθιστούν τη Βόρεια Ελλάδα πύλη εισόδου και διαμετακόμισης, με δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης σε logistics, ενέργεια και μεταποίηση.
4. Προκλήσεις – Αδυναμίες και εμπόδια στην αύξηση των επενδύσεων
Η βασική πρόκληση που αντιμετωπίζει η συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών περιφερειών σχετίζεται με τη χαμηλή ανταγωνιστικότητά τους, η οποία περιορίζει τη δυναμική των επενδύσεων και εμποδίζει την περιφερειακή σύγκλιση. Σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό δείκτη περιφερειακής ανταγωνιστικότητας (2022), μόνο η Αττική κατατάσσεται σε σχετικά υψηλές θέσεις, ενώ οι υπόλοιπες 12 περιφέρειες εμφανίζουν χαμηλές επιδόσεις. Ως αποτέλεσμα, όπως επισημαίνει πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ (2024), η Περιφέρεια Αττικής συνεισφέρει σχεδόν το 50% του ΑΕΠ της Ελλάδας, απορροφά πάνω από το 1/3 των συνολικών εγχώριων επενδύσεων, πραγματοποιεί πάνω από το μισό των συνολικών εγχώριων εξαγωγών και καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μερίδιο της απασχόλησης, καθώς συγκεντρώνει 4 στους 10 απασχολούμενους. Η περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, αν και είναι η δεύτερη σε πληθυσμό περιφέρεια της χώρας, ακολουθεί με μεγάλη διαφορά. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ενδείξεις θετικής δυναμικής: από το 2019 έως το 2022, 9 από τις 13 περιφέρειες της χώρας – κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα – παρουσίασαν βελτίωση στον δείκτη ανταγωνιστικότητας, γεγονός που δείχνει ότι, υπό κατάλληλες συνθήκες, μπορούν να επιταχύνουν τη σύγκλιση και να ενισχύσουν την επενδυτική τους ελκυστικότητα.
Επίσης, παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια όσον αφορά την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις σε όρους κοινωνικής συνοχής. Ειδικότερα, η Δυτική Μακεδονία και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη εμφανίζουν από τα υψηλότερα ποσοστά πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στη χώρα, καταδεικνύοντας τη διαχρονική επιμονή έντονων κοινωνικών ανισοτήτων και την ανάγκη για στοχευμένες πολιτικές ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής σε περιφερειακό επίπεδο.
Παρά την αξιόλογη υποχώρηση της ανεργίας σε εθνικό επίπεδο, οι περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας εξακολουθούν να καταγράφουν υψηλά ποσοστά ανεργίας. Το 2024, και οι τέσσερις περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας συγκαταλέγονται στην πρώτη πεντάδα με τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας πανελλαδικά, υπερβαίνοντας τον εθνικό μέσο όρο. Αντίστοιχα, οι δείκτες απασχόλησης (ηλικίες 15-64 ετών) παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα. Στη Δυτική Μακεδονία το ποσοστό απασχόλησης διαμορφώνεται μόλις στο 58,7% και στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη στο 60,5%, με αποτέλεσμα οι εν λόγω περιφέρειες να βρίσκονται στη δεύτερη και τρίτη χαμηλότερη θέση μεταξύ των 13 ελληνικών περιφερειών. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για ενίσχυση της τοπικής αγοράς εργασίας και προσέλκυση βιώσιμων επενδύσεων.
Επιπλέον, τα υψηλά ποσοστά της αυτοαπασχόλησης στις περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας συνιστά διαρθρωτική αδυναμία που επιβαρύνει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Το ποσοστό αυτοαπασχόλησης στις εν λόγω περιφέρειες είναι σταθερά υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο (27,5% το 2023), με τη Δυτική Μακεδονία να καταγράφει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στη χώρα (38,2%). Η υπερβολική συγκέντρωση σε ατομικές ή πολύ μικρές επιχειρηματικές μονάδες περιορίζει τη δυνατότητα δημιουργίας σταθερών θέσεων εργασίας, αποθαρρύνει τις επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο και εντείνει τις δυσκολίες προσέλκυσης και συγκράτησης ειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Αυτό με τη σειρά του δυσχεραίνει τη βιώσιμη αξιοποίηση της τοπικής παραγωγικής βάσης και την ενίσχυση της περιφερειακής ανταγωνιστικότητας.
Όπως και σε άλλες περιοχές της χώρας, η πληθυσμιακή συρρίκνωση επηρεάζει όλες τις περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας, με τη Δυτική Μακεδονία να πλήττεται ιδιαίτερα έντονα. Η περιφέρεια αυτή δεν παρουσιάζει μόνο αρνητικό πληθυσμιακό ισοζύγιο (δηλαδή περισσότερους θανάτους από γεννήσεις), αλλά επιβαρύνεται επιπλέον από αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο, λόγω τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής μετανάστευσης. Η συνδυαστική αυτή επίδραση εντείνει τα προβλήματα κοινωνικής συνοχής, μειώνει τη διαθεσιμότητα ανθρώπινου δυναμικού και περιορίζει τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της περιοχής.
Η έλλειψη τεχνικών δεξιοτήτων και η περιορισμένη ενσωμάτωση των επιχειρήσεων σε διεθνείς αλυσίδες αξίας εξακολουθούν να συνιστούν κρίσιμους περιορισμούς για την ανάπτυξη της Βόρειας Ελλάδας. Η μετάβαση προς ένα υπόδειγμα υψηλής έντασης γνώσης και τεχνολογίας παραμένει ατελής, ιδιαίτερα σε περιφέρειες όπως η Δυτική Μακεδονία, όπου καταγράφονται χαμηλές επιδόσεις στους δείκτες τεχνολογικής απασχόλησης. Αντιθέτως, στην Κεντρική Μακεδονία η απασχόληση σε τομείς υψηλής τεχνολογίας ανήλθε σε 2,6% το 2024 – το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στη χώρα μετά την Αττική (5,8%). Αξιοσημείωτη είναι και η σχετική πρόοδος στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, όπου το αντίστοιχο ποσοστό αυξήθηκε σε 1,6% από 0,9% το 2023. Ωστόσο, η συνολική εικόνα εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ η αποσπασματική συμμετοχή σε διεθνείς συστάδες αξίας και οι υστερήσεις σε κρίσιμες υποδομές περιορίζουν την προσέλκυση επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Η περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την επιτάχυνση των επενδύσεων, ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Παρά τη βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών, οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν υψηλό κόστος χρηματοδότησης και δυσκολίες στην πρόσβαση σε τραπεζική πίστη. Το ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν περιορισμούς στην εξωτερική χρηματοδότησή τους παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ως αποτέλεσμα, το 75% των επενδύσεων χρηματοδοτείται με ίδια κεφάλαια – ποσοστό αισθητά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτή η εξάρτηση από ίδιους πόρους επιβαρύνει την επενδυτική δυναμική, περιορίζει την κλίμακα των έργων και αναδεικνύει την ανάγκη για ενίσχυση εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης, ιδίως μέσω κεφαλαιαγορών και στοχευμένων χρηματοδοτικών εργαλείων.
Ταυτόχρονα, παρά τη σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών, το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες, που παρεμποδίζουν την ενίσχυση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας. Το πολύπλοκο και ευμετάβλητο κανονιστικό και διοικητικό πλαίσιο αυξάνει το διοικητικό βάρος για τις επιχειρήσεις. Παράλληλα, τα γνωστά προβλήματα στην ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης δεν παρέχουν επαρκή προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Οι κανονιστικοί φραγμοί και η εκτεταμένη παραοικονομία παραμένουν βασικά εμπόδια στον ανταγωνισμό, τις ιδιωτικές επενδύσεις και την ενίσχυση της συνολικής παραγωγικότητας. Επιπλέον, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, τα προβλήματα του φορολογικού συστήματος συγκαταλέγονται στους πλέον ανασταλτικούς παράγοντες για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, παρά την σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών. Τα εμπόδια αυτά επιβεβαιώνονται και από την πρόσφατη έρευνα της ΕΤΕπ, σύμφωνα με την οποία οι ελληνικές επιχειρήσεις εκφράζουν έντονες ανησυχίες για το υψηλό ενεργειακό κόστος, την αβεβαιότητα που περιβάλλει το ρυθμιστικό και θεσμικό πλαίσιο, καθώς και για τη γενικότερη αστάθεια του οικονομικού περιβάλλοντος.
Τέλος, παρά τις προσπάθειές τους να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της ψηφιακής μετάβασης, οι ελληνικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να υστερούν σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ σε αρκετούς τομείς. Ενδεικτικά, μόνο το 1/3 των ελληνικών επιχειρήσεων (32%) δηλώνει ότι επενδύει στην ενεργειακή απόδοση (έναντι 50% στην ΕΕ), γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη ενίσχυσης του επενδυτικού προσανατολισμού προς τη βιωσιμότητα. Παράλληλα, η χρήση ψηφιακών τεχνολογιών παραμένει περιορισμένη (53% έναντι 74% στην ΕΕ), με αξιοσημείωτη υστέρηση σε κρίσιμους τομείς όπως το διαδίκτυο των πραγμάτων (Internet of Things, IoT), τα μεγάλα δεδομένα και η τεχνητή νοημοσύνη.
5. Προτάσεις πολιτικής
Η ενίσχυση της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων της Βόρειας Ελλάδας αποτελεί κρίσιμο μοχλό για την τόνωση της επενδυτικής και αναπτυξιακής δυναμικής της περιοχής.
Η γεωγραφική εγγύτητα με τις αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και την ένταξή τους σε διεθνείς αλυσίδες αξίας. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί σε κλάδους με υψηλή προστιθέμενη αξία και εξαγωγικό προσανατολισμό – όπως ο αγροδιατροφικός τομέας, τα δομικά υλικά, η υγεία, οι ψηφιακές και πράσινες τεχνολογίες και η κυκλική οικονομία – μέσω στοχευμένων κινήτρων, στρατηγικών συνεργασιών και προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες θα προσθέσουν τεχνογνωσία και θα προσφέρουν τη δυνατότητα εισόδου σε νέες αγορές. Επιπλέον, φορολογικά κίνητρα προς τις επιχειρήσεις μπορούν να διευκολύνουν την ένταξή τους σε συστάδες αλυσίδων προστιθέμενης αξίας, ενισχύοντας τη δικτύωση και τη συνεργασία με άλλους παραγωγικούς φορείς.
Η αναβάθμιση των υποδομών και των τεχνολογικών δυνατοτήτων είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της περιφερειακής ανταγωνιστικότητας. Η Βόρεια Ελλάδα χρειάζεται επενδύσεις σε δίκτυα τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής, μεταφορές (οδικοί άξονες, λιμάνια), χωροταξικό σχεδιασμό, ενέργεια και logistics, ώστε να καταστεί κόμβος εμπορίου και καινοτομίας.
Ο περιορισμός του ενεργειακού κόστους και η μετάβαση στην πράσινη οικονομία είναι καθοριστικοί παράγοντες για την ανταγωνιστικότητα, ιδίως σε ενεργοβόρους κλάδους. Απαιτούνται παρεμβάσεις όπως η ενίσχυση των ενεργειακών διασυνδέσεων με γειτονικές χώρες, η αύξηση της χωρητικότητας των δικτύων ενέργειας, η αποτελεσματικότερη λειτουργία της αγοράς ενέργειας η αναθεώρηση των ρυθμιζόμενων χρεώσεων και της υψηλής φορολογίας. Παράλληλα, η αξιοποίηση επιδοτήσεων για πράσινες επενδύσεις και η εφαρμογή μοντέλων κυκλικής οικονομίας δημιουργούν νέες ευκαιρίες για καινοτόμα και περιβαλλοντικά βιώσιμα προϊόντα. Η πλήρης αξιοποίηση αυτών των δυνατοτήτων προϋποθέτει ισχυρό θεσμικό πλαίσιο, ανάπτυξη αγορών για πράσινα προϊόντα και στήριξη της βιομηχανικής καινοτομίας.
Η ενίσχυση της χρηματοδότησης για μικρομεσαίες και νεοφυείς επιχειρήσεις είναι κρίσιμη για την ενίσχυση της επενδυτικής δυναμικής στη Βόρεια Ελλάδα. Η εξάρτηση από ίδια κεφάλαια περιορίζει την κλίμακα και τον αντίκτυπο των επενδύσεων, ιδίως σε καινοτόμους τομείς. Η αξιοποίηση των κεφαλαιαγορών, η λειτουργική ενεργοποίηση του Ταμείου Μικροπιστώσεων και η προώθηση εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης μπορούν να διευρύνουν τις επιλογές και να ενισχύσουν τη βιωσιμότητα των επενδυτικών σχεδίων.
Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα υπόδειγμα μέσης και υψηλής τεχνολογικής έντασης είναι απαραίτητη για τη διατηρήσιμη αύξηση των εξαγωγών, την υποκατάσταση εισαγωγών και τη μείωση του διαχρονικά υψηλού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Παρά την άνοδο των εξαγωγών υψηλής τεχνολογίας στο 5% του συνόλου το 2022, το ποσοστό αυτό υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (17,3%), ενώ η σχετική ένταση γνώσης του ελληνικού εμπορίου παραμένει η χαμηλότερη στην ΕΕ. Η επιτάχυνση του ψηφιακού εκσυγχρονισμού των επιχειρήσεων απαιτεί συνδυασμένες παρεμβάσεις: (1) επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου, (2) νέες πρακτικές λειτουργίας των επιχειρήσεων, (2) φορολογικά κίνητρα για Έρευνα & Ανάπτυξη, (3) ενίσχυση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και (4) ριζική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος με έμφαση στην τεχνική κατάρτιση και τη διά βίου μάθηση, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Η προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων προϋποθέτει τη δημιουργία ενός σταθερού και φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Κρίσιμες παρεμβάσεις περιλαμβάνουν τη μείωση της γραφειοκρατίας μέσω της ψηφιοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών, την απλοποίηση διαδικασιών με υψηλό διοικητικό κόστος και την ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης. Παράλληλα, η αντιμετώπιση της πολυνομίας και η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των θεσμών θα περιορίσουν την αβεβαιότητα και θα διασφαλίσουν την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και την εκτέλεση συμβάσεων. Η σταθερότητα του φορολογικού συστήματος, η καθιέρωση επιταχυνόμενων αποσβέσεων για πάγιο εξοπλισμό και οι μεγαλύτερες εκπτώσεις φόρου για επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη μπορούν να καταστήσουν τη χώρα πιο ελκυστική για την υλοποίηση επενδύσεων στη βιομηχανία και την καινοτομία. Τέλος, απαιτείται επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, με στόχο τη μείωση φραγμών εισόδου και την αντιμετώπιση ολιγοπωλιακών πρακτικών.
6. Καταληκτικές παρατηρήσεις
Η αξιοποίηση των περιφερειακών δυνατοτήτων αποτελεί αναγκαία συνθήκη για μια βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς αναπτυξιακή πορεία. Οι επιχειρήσεις της Βορείου Ελλάδος, επωφελούμενες από τη στρατηγική τους θέση ως πύλη της ΕΕ προς τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στην οικονομική ανάκαμψη, στην απασχόληση και στην ενίσχυση της περιφερειακής παραγωγικής βάσης. Ωστόσο, οι υφιστάμενες ανισότητες και διαπεριφερειακές αποκλίσεις επιμένουν, εντείνοντας τον κίνδυνο μετακίνησης ανθρώπινου δυναμικού λόγω έλλειψης ευκαιριών.
Όπως υπογραμμίζεται και στην έκθεση Λέττα για την Ενιαία Αγορά, η πολιτική συνοχής της ΕΕ οφείλει να διασφαλίζει το δικαίωμα των Ευρωπαίων πολιτών να παραμένουν στον τόπο τους, ώστε η τυχόν μετεγκατάστασή τους να είναι προϊόν επιλογής και όχι εξαναγκασμού.
Η συγκυρία για την Ελλάδα είναι ευνοϊκή, αλλά απαιτεί σταθερή προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις και στο νέο παραγωγικό πρότυπο. Η μετάβαση προς μια οικονομία βασισμένη στην καινοτομία, την τεχνολογία και την πράσινη ανάπτυξη δεν αφορά μόνο την ανταγωνιστικότητα, αλλά και την κοινωνική συνοχή και τη δίκαιη ανάπτυξη.
Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η έμπρακτη στήριξη της καινοτόμου επιχειρηματικότητας μπορούν να μετατρέψουν τη δυναμική ανάκαμψη σε μακροχρόνια πρόοδο με ουσιαστικά οφέλη για τις επόμενες γενιές.
Σας ευχαριστώ.
Διαβάστε επίσης
Cenergy: Καθαρά κέρδη στα 41 εκατ. το α’ τρίμηνο – Στα 3,4 δισ. το ανεκτέλεστο
Viohalco: Εγκρίθηκε από τη ΓΣ η διανομή μερίσματος 0,16 ευρώ ανά μετοχή
Cenergy Holdings: Έγκριση διανομής μερίσματος 0,14 ευρώ ανά μετοχή
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Απαγωγή 24χρονου επιχειρηματία: Προφυλακίστηκε ο γνωστός τράπερ και ακόμη τρεις συγκατηγορούμενοι του
- Nvidia: Ξεπέρασε τις εκτιμήσεις της αγοράς – Στα 44,06 δισ. δολάρια τα έσοδα στο τρίμηνο
- Wall Street: Απώλειες και κλείσιμο στα χαμηλά ημέρας λίγο πριν τις ανακοινώσεις της Nvidia
- La Repubblica: Συνάντηση Μακρόν-Μελόνι στη Ρώμη στις 3 Ιουνίου
