• Οικονομία

    Oι κορυφαίοι επενδυτικοί οίκοι «ψηφίζουν» Ελλάδα

    Fabio Balboni, Senior Economist της HSBC Bank, Andrea Orcel, Unicredit Bank, David Solomon, CEO Goldman Sachs, Jamie Dimon, CEO της JP Morgan Chase

    Fabio Balboni, Senior Economist της HSBC Bank, Andrea Orcel, Unicredit Bank, David Solomon, CEO Goldman Sachs, Jamie Dimon, CEO της JP Morgan Chase


    Αν και εκλογική χρόνια η φετινή για τη χώρα, οι ξένοι επενδυτικοί οίκοι δεν φοβούνται και εκτιμούν ότι η εγχώρια οικονομία θα συνεχίσει να ξεπερνά σε ρυθμούς ανάπτυξης τις οικονομίες της ευρωζώνης, καταφέρνοντας να περιορίσει σημαντικά το δείκτη χρέος προς ΑΕΠ αλλά και να επιστρέψει σε υγιή πρωτογενή πλεονάσματα.

    Παρότι κάποιοι ξένοι αναλυτές πιστεύουν ότι το πολιτικό σκηνικό έχει αλλάξει ελαφρώς μετά το δυστύχημα στα Τέμπη, οι περισσότεροι εκτιμούν ότι το status quo θα συνεχιστεί θα συνεχιστεί στη χώρα μετά τις δεύτερες εκλογές στο τέλος Ιουλίου. To debate μάλλον αφορά περισσότερο το αν η επενδυτική βαθμίδα θα επιτευχθεί μετά το Πάσχα (σ.σ. 21 Απριλίου είναι η προγραμματισμένη αξιολόγηση του S&P για τη χώρα), πριν ή μετά τις εκλογές.

    Η τελευταία τράπεζα που προστέθηκε είναι η βρετανική HSBC, η οποία όχι μόνο αύξησε τις εκτιμήσεις της ανάπτυξης φέτος, αλλά εκτίμησε ότι η Νέα Δημοκρατία με μεγάλη πιθανότητα θα κερδίσει είτε μόνη της είτε με κάποιο συνδυασμό άλλη μία τετραετία. Ο ανώτερος οικονομολόγος της τράπεζας Fabio Balboni εξήρε την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας σε σχέση με τις επιδόσεις των χωρών της ΕΕ, καθώς το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,4% το δ’ τρίμηνο, ενώ μόνο ο τουρισμός, θα μπορούσε να συμβάλει κατά 1-2% στην αύξηση του ΑΕΠ φέτος. Σύμφωνα με την τράπεζα, ένα σημαντικό ακόμα θετικό στοιχείο είναι η πιθανότητα η αξιολόγηση της χώρας της Ελλάδας να ανέλθει σύντομα στην επενδυτική βαθμίδα, μιας και χρειάζεται να ανέβει μόνο μία θέση στην κλίμακα αξιολόγησης της DBRS, της Fitch ή της S&P. Οι επενδύσεις είναι τώρα σχεδόν 50% πάνω από το προ της πανδημίας ανώτατο επίπεδό τους, το ΑΕΠ είναι τώρα 6,4% υψηλότερο από ότι πριν από την πανδημία, με την περσινή ανάπτυξη να διαμορφώνεται στο 6,1% μετά από 8,1% το 2022 και το χρέος της Ελλάδας έχει μειωθεί πάνω από 35% του ΑΕΠ μέσα σε δύο χρόνια σε περίπου 170% πέρυσι και αναμένεται να πέσει κάτω από το 160% έως το 2024, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010.

    Το επίσης βρετανικό think tank Capital Economics εκτιμά ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με υψηλότερο ρυθμό από τις περισσότερες χώρες στην ευρωζώνη και φέτος, επειδή είναι σχετικά απομονωμένη από την άνοδο των επιτοκίων και προβλέπει ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα κινηθεί στο 0,8% φέτος, το 2024 στο 1,7% και στο 2,3% το 2025. Ο δείκτης χρέους θα υποχωρήσει στο 169% φέτος και στο 162% το 2024. Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές είναι λαμπρές, καθώς ο τουρισμός είναι ανθεκτικός παρά την υποτονική ανάπτυξη στους βασικούς εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας και ο δείκτης PMI για τη μεταποίηση έχει ανακάμψει. «Αν και η Ελλάδα έχει μακράν τον υψηλότερο δείκτη δημόσιου χρέους στην ευρωζώνη, τα δημόσια οικονομικά της φαίνονται βιώσιμα για το ορατό μέλλον. Οι δαπάνες για τόκους είναι χαμηλές ως ποσοστό των κρατικών εσόδων και η μέση διάρκεια του δημόσιου χρέους είναι υψηλή μετά την αναδιάρθρωση του 2012. Επιπλέον, η ΕΚΤ θα συνεχίσει να στηρίζει την Ελλάδα, συμπεριλαμβάνοντας τα κρατικά ομόλογά της, εάν και όταν ενεργοποιήσει το μέσο προστασίας της μετάβασης», επισημαίνει η Capital Economics.

    Η ιταλική τράπεζα Unicredit Bank λαμβάνοντας υπόψη ένα ισχυρό μεταφερόμενο αποτέλεσμα από το 2022, αναμένει πλέον αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,4% το 2023, ακολουθούμενη από παρόμοια αύξηση 1,5% το 2024. Ωστόσο, εκτιμά ότι το εκλογικό τοπίο, μετά το δυστύχημα στα Τέμπη, είναι πιο αβέβαιο, καθώς η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται σε σταθερή πτωτική τάση και η διαφορά από το ριζοσπαστικό-αριστερό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον μειωθεί στις 3-4 ποσοστιαίες μονάδες. «Η κατάσταση παραμένει ρευστή, αν και φαίνεται ολοένα και πιο απίθανο ότι κάποιο κόμμα θα μπορούσε να λάβει την απόλυτη πλειοψηφία και να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση μετά τα πρόσφατα γεγονότα», εξηγεί η Bucco της ιταλικής τράπεζας.

    Η JP Morgan στην πρόσφατη εβδομαδιαία ανάλυσή της για τις αγορές ομολόγων, πρότεινε στους επενδυτές που θέλουν έκθεση στα ελληνικά ομόλογα, να το πράξουν μετά τις εκλογές. «Όπως αναφέρθηκε στο ετήσιο report μας για τις προοπτικές της φετινής χρονιάς, παραμένουμε σε γενικές γραμμές θετικοί για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα και προβλέπουμε ότι η Ελλάδα θα διαπραγματεύεται στα ίδια επίπεδα με την Ιταλία έως το τέλος του 2023», συνεχίζει η τράπεζα. «Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, παραμένουμε ουδέτεροι όσον αφορά την Ελλάδα, δεδομένης της αυξημένης αβεβαιότητας, αλλά και λόγω των κινδύνων που προέρχονται από τον αυξανόμενο πολιτικό θόρυβο, καθώς οι βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν κατά τους προσεχείς μήνες. Για τους επενδυτές που επιθυμούν να τοποθετηθούν σε ελληνικά ομόλογα, θεωρούμε ελκυστικότερες τις λήξεις που κυμαίνονται από 7 έως 10 έτη λήξης, καθώς διαπραγματεύεται με την υψηλότερη άνοδο σε σχέση με άλλες περιφερειακές χώρες», εκτιμά η αμερικανική τράπεζα.

    Ο οίκος, επίσης, εκτιμά ότι το 2023 η χώρα θα «κόψει» ρυθμό ανάπτυξης σε σχέση με τη διετία 2021-2022 με μια επίδοση της τάξεως του 1% μόλις, πληθωρισμό της τάξεως του 6% και πρωτογενές πλεόνασμα 1,1%. Το συνολικό έλλειμμα του προϋπολογισμού θα είναι της τάξεως του 1,8% ενώ το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί σε 162% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

    Τέλος, και η αμερικανική τράπεζα Goldman Sachs με ειδικό report της για την Ελλάδα εκθείασε τις ελληνικές προοπτικές. Η ελληνική οικονομία φαίνεται καλά τοποθετημένη για βελτίωση των προοπτικών της και, ενδεχομένως, μια αναβάθμιση στην επόμενη αξιολόγηση του χρέους, η οποία αναμένεται στις 21 Απριλίου, είναι πιθανή. Εκτός εάν οι τελευταίες ευρωπαϊκές οικονομικές εντάσεις επιδεινωθούν πέρα από τις προσδοκίες, η Ελλάδα παραμένει σχετικά ανθεκτική, χάρη στη θετική αύξηση των ιδιωτικών πιστώσεων, την επίμονη ανάκαμψη του σχηματισμού κεφαλαίου και το χρέος προς το ΑΕΠ που είναι σε φθίνουσα πορεία, ακόμη και εν μέσω της αύξησης του κόστους του χρέους.

    Η ελληνική οικονομία είναι καλά τοποθετημένη για την επόμενη αξιολόγηση του χρέους, η οποία αναμένεται στις 21 Απριλίου. Η Ελλάδα παραμένει σχετικά ανθεκτική, χάρη στην αύξηση των ιδιωτικών πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία (μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις), η οποία παρουσίασε σαφή άνοδο το 2022 μετά από 10 χρόνια συρρίκνωσης.

    Για τις εκλογές, παρότι παρατηρεί τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, οι οποίες δείχνουν ότι το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας έχει μειωμένο προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, το βασικό σενάριο είναι είτε αυτόνομη κυβέρνηση, είτε κυβέρνηση συνασπισμού, υπό την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας και τη στήριξη του ΠΑΣΟΚ.

    Διαβάστε επίσης

    HSBC: Η Ελλάδα θα συνεχίσει να εκπλήσσει θετικά – Οι εκλογές δεν ανησυχούν την τράπεζα



    ΣΧΟΛΙΑ