• Οικονομία

    HSBC: Η Ελλάδα θα συνεχίσει να εκπλήσσει θετικά – Οι εκλογές δεν ανησυχούν την τράπεζα

    Fabio Balboni, Senior Economist της HSBC Bank

    Fabio Balboni, Senior Economist της HSBC Bank


    «Η Ελλάδα έκλεισε την περσινή χρονιά με ισχυρή υπερπαπόδοση κυρίως λόγω των ισχυρών επιδόσεων του δ’ τριμήνου, οπότε αυξάνουμε την πρόβλεψή μας για την αύξηση του ΑΕΠ για το 2023 σε 2,1% (από 1,2%), παρόλο που αναμένουμε μια μικρή συρρίκνωση της δραστηριότητας στην αρχή του 2023. Από την άλλη, έχουμε μειώσει την πρόβλεψή μας για την ανάπτυξη το 2024 στο 1,4% από 1,7%, λόγω της αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης που συνδέονται με την απότομη νομισματική σύσφιξη της ΕΚΤ», εξηγεί η HSBC και ο Fabio Balboni, Senior Economist της HSBC Bank.

    Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,4% το δ’ τρίμηνο, χάρις στην ιδιωτική κατανάλωση (+1,8%) και την εκτίναξη των επενδύσεων (+8,5%) και παρά την επιβάρυνση από το καθαρό εμπόριο, με τις εισαγωγές αυξημένες κατά 6,3%. Πέρυσι, μόνο ο ξένος τουρισμός, θα μπορούσε να έχει συμβάλει κατά 4% στην αύξηση του ΑΕΠ, με περαιτέρω περιθώρια βελτίωσης φέτος, όταν θα μπορούσε να προσθέσει άλλους 1-2%.

    Η HSBC δεν εκτιμά αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό μετά τις εκλογές, παρά τη μείωση στο προβάδισμα της ΝΔ. «Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε στις 28 Μαρτίου ότι οι εκλογές θα πραγματοποιηθούν στις 21 Μαΐου. Το κεντροδεξιό κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας είδε το προβάδισμα έναντι του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ να μειώνεται σε περίπου 5%, ιδίως μετά το σιδηροδρομικό ατύχημα στην Ελλάδα. Το ισχύον αναλογικό εκλογικό σύστημα καθιστά τον δεύτερο γύρο των εκλογών πιθανό. Αυτός θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μέχρι τις αρχές Ιουλίου. Ένα νέο εκλογικό σύστημα θα ισχύσει τότε, το οποίο θα κατανέμει ένα μπόνους 50 εδρών στο πρώτο κόμμα. Αυτό θα πρέπει να αυξήσει τις πιθανότητες της ΝΔ να αποκτήσει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών ή να είναι σε θέση να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού”, εκτιμά η HSBC.

    Μετά από μια ισχυρή σεζόν πέρυσι, ο τουρισμός ξεκίνησε και φέτος δυναμικά. Η διεθνής επιβατική κίνηση στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια της Ελλάδας που διαχειρίζεται η Fraport τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο αυξήθηκε κατά 66% σε σχέση με πέρυσι και στα επίπεδα του 2019, ενώ στο Διεθνές Αεροδρόμιο Αθηνών (ΔΑΑ) ήταν 4% πάνω.

    Οι επενδύσεις είναι τώρα σχεδόν 50% πάνω από το προ της πανδημίας ανώτατο επίπεδό τους, αν και εξακολουθούν να είναι 30% χαμηλότερα από ό,τι στις αρχές του 2010 πριν από την κρίση της ευρωζώνης και του ελληνικού δημόσιου χρέους). Το ΑΕΠ είναι τώρα 6,4% υψηλότερο από ό,τι πριν από την πανδημία, με την περσινή ανάπτυξη να διαμορφώνεται στο 6,1% μετά από 8,1% το 2022.

    Τι δείχνουν οι δείκτες της οικονομίας

    Τα στοιχεία έχουν βελτιωθεί λίγο στο πρώτο μέρος του τρέχοντος έτους, καθώς οι δείκτες PMI για τη μεταποίηση σκαρφάλωσαν ξανά πάνω από το 50 το Φεβρουάριο (51,7) και ο δείκτης οικονομικού κλίματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ESI) ανέκαμψε περαιτέρω στο 107,5, το υψηλότερο επίπεδο από την εποχή πριν από την έναρξη του πολέμου Ουκρανίας-Ρωσίας.

    Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 10,8% τον Ιανουάριο, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2009. Άλλοι δείκτες δραστηριότητες ήταν λιγότερο υποστηρικτικοί, όπως π.χ. της παραγωγικής ικανότητας στη μεταποίηση που μειώθηκε στο 72,9% το Φεβρουάριο, το χαμηλότερο επίπεδο από τον περασμένο Σεπτέμβριο, από το κυκλικό μέγιστο του 76,6% τον Δεκέμβριο. Η έρευνα για την οικοδομική δραστηριότητα κατρακύλησε στο -44,0 το Φεβρουάριο, το ασθενέστερο από την πανδημία, μετά από 12,0 τον περασμένο Δεκέμβριο (αλλά είναι αρκετά ευμετάβλητη). Επιπλέον, η καταναλωτική εμπιστοσύνη σημείωσε απροσδόκητα ‘βουτιά’ το Φεβρουάριο (-47,4, επιστρέφοντας στα επίπεδα του Δεκεμβρίου, αφού είχε ανακάμψει απότομα τον Ιανουάριο) και η ετήσια αύξηση των λιανικών πωλήσεων έχει αμβλυνθεί από το καλοκαίρι.

    Ένας σημαντικός ανοδικός κίνδυνος από την άποψη της αγοράς είναι η πιθανότητα το δημόσιο χρέος της Ελλάδας να αυξηθεί σύντομα στην επενδυτική βαθμίδα. Η Ελλάδα χρειάζεται να ανέβει μόνο μία θέση στην κλίμακα αξιολόγησης της DBRS (“BB high”, “σταθερή”), της Fitch (“BB+”, “σταθερή”) και της S&P (“BB+”, “σταθερή”).

    Ο πληθωρισμός υποχώρησε περαιτέρω το Φεβρουάριο (6,5% σε ετήσια βάση από την κορύφωση του 12,1% το Σεπτέμβριο). Η δημοσιονομική πολιτική παραμένει επίσης υποστηρικτική, ενώ το ταμείο NGEU, από το οποίο η Ελλάδα σκοπεύει να δαπανήσει “επιχορηγήσεις” ύψους 1,6% του ΑΕΠ το 2023 και 1,5% το 2024, αναμένεται να στηρίξει τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις (τα δάνεια θα διατεθούν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις με βάση τη συμμετοχή κατά 20% επί του του μετοχικού κεφαλαίου του έργου). Η Ελλάδα έχει λάβει 11 δισ. ευρώ από το ταμείο, από ένα σύνολο 31 δισ. ευρώ.

    Λόγω των ισχυρών φορολογικών εσόδων, το ταμειακό ισοζύγιο της κυβέρνησης βελτιώθηκε σημαντικά πέρυσι από 7,5 δισ. ευρώ πρωτογενές έλλειμμα (δηλαδή χωρίς τις πληρωμές τόκων) το 2021 σε 0,3 δισ. ευρώ. Ο στόχος της κυβέρνησης για την επίτευξη πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος φέτος φαίνεται ρεαλιστικός, ακόμη και αν δούμε κάποιους κινδύνους δημοσιονομικής εκτροπής με κάποια – πιθανότατα – προσωρινά έκτακτα φορολογικά έσοδα λόγω των υψηλών ρυθμών πληθωρισμού που χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση μέτρων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης (αξίας σχεδόν 6% του ΑΕΠ) και κάποια μόνιμες αυξήσεις των δαπανών. «Το χρέος της Ελλάδας έχει μειωθεί πάνω από 35% του ΑΕΠ μέσα σε δύο χρόνια σε περίπου 170% πέρυσι και αναμένουμε να πέσει κάτω από το 160% έως το 2024, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010.

    Οι κίνδυνοι για την οικονομία και τη χώρα

    «Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας διευρύνθηκε από 6,8% του ΑΕΠ σε 9,7% του ΑΕΠ σε πάνω από 20 δισ. ευρώ, το υψηλότερο επίπεδο από το 2010. Η πλευρά της χρηματοδότησης ήταν πιο σταθερή, με ρεκόρ υψηλών άμεσων ξένων επενδύσεων πάνω από το 3% του ΑΕΠ και τα κεφάλαια του NGEU σε περίπου 4% του ΑΕΠ. Η επιδείνωση οφείλεται στην εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, και μέχρι στιγμής φέτος παρουσιάζει έντονη βελτίωση σε έλλειμμα 3,5 δισ. ευρώ, αλλά παρόλα αυτά αποτελεί πηγή ανησυχίας για μια χώρα με εξωτερικό χρέος σχεδόν 300% του ΑΕΠ», επισημαίνει ο Fabio Balboni.

    «Με τις αυξημένες ανησυχίες για πιθανούς κινδύνους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν σύντομα να έρθουν στο ραντάρ των επενδυτών. Ωστόσο, το σύστημα εμφανίζεται ανθεκτικό, καθώς ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε σε περίπου 6% από ένα μέγιστο ποσοστό σχεδόν 50% το 2016, επίσης χάρη στις εγγυήσεις ύψους 18 δισ. ευρώ που δόθηκαν στο πλαίσιο του κυβερνητικού προγράμματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων (Ηρακλής) που ξεκίνησε το 2019. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος δήλωσε ότι η πιθανότητα μετάδοσης είναι “πολύ μικρή”», καταλήγει ο οικονομολόγος της βρετανικής τράπεζας.

    Διαβάστε επίσης

    HSBC: Εξαγόρασε έναντι μίας στερλίνας τον βρετανικό βραχίονα της Silicon Valley Bank



    ΣΧΟΛΙΑ