Η διαχείριση του αυξημένου λειτουργικού κόστους, η δυσκολία εύρεσης και διατήρησης προσωπικού, καθώς και οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, αποτελούν τις τρεις κυριότερες προκλήσεις για τις επιχειρήσεις του οργανωμένου λιανεμπορίου και των ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών (FMCG), όπως καταγράφεται σε νέα έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ).

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2025 με τη συμμετοχή 130 ανώτερων και ανώτατων στελεχών από μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου, μεταξύ των οποίων αλυσίδες σούπερ μάρκετ και προμηθευτές FMCG, καλύπτοντας τμήματα όπως η γενική διεύθυνση, το marketing, οι πωλήσεις, τα οικονομικά, οι αγορές και η πληροφορική.

1

Το κυρίαρχο πρόβλημα που αναδεικνύεται είναι το υψηλό κόστος λειτουργίας, το οποίο δηλώνεται από το σύνολο σχεδόν των συμμετεχόντων, επιβεβαιώνοντας τη διαχρονική του επίδραση στην αποδοτικότητα του κλάδου. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί και το αυξημένο κόστος πρώτων υλών και προϊόντων, το οποίο απασχολεί το 96% των ερωτηθέντων. Σημαντική άνοδο παρουσιάζει, επίσης, ο προβληματισμός για την εύρεση και ανάπτυξη προσωπικού, με το 89% να το αναγνωρίζει ως πρόβλημα και το 65% να το χαρακτηρίζει ως μείζον – μια εικόνα που εντείνεται κατά τη θερινή περίοδο, λόγω αυξημένων αναγκών και ανταγωνισμού με άλλους τομείς, όπως ο τουρισμός και η εστίαση.

Η ίδια έρευνα καταγράφει ότι μόλις το 23% των επιχειρήσεων δηλώνει πως δεν υπάρχουν κενές θέσεις, ενώ το υπόλοιπο 77% αναγνωρίζει ελλείψεις σε προσωπικό. Ειδικότερα, το 31% αναφέρει έως και 25 κενές θέσεις, το 7% από 25 έως 100, το 5% από 100 έως 200, το 11% από 200 έως 500, και το 5% πάνω από 500, αφήνοντας να εννοηθεί πως οι συνολικές ανάγκες του κλάδου ανέρχονται σε αρκετές χιλιάδες θέσεις. Η θερινή τουριστική περίοδος επιτείνει την πίεση, δυσχεραίνοντας περαιτέρω την προσέλκυση εποχιακού εργατικού δυναμικού.

Σε αυτό το πλαίσιο, κεντρικό ερώτημα για πολλές επιχειρήσεις αποτελεί το κατά πόσο η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη μείωση του κόστους και στη βελτιστοποίηση της αξιοποίησης ανθρώπινων πόρων. Η έρευνα αποτυπώνει μια εικόνα επιλεκτικής υιοθέτησης: το 54% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι έχει ήδη ενσωματώσει εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης, το 33% τις απορρίπτει ή αγνοεί, ενώ το 14% δηλώνει πλήρη άγνοια.

Η εφαρμογή της AI εστιάζει κυρίως σε εργαλεία ανάλυσης δεδομένων και business intelligence (67%), γραμματειακή υποστήριξη (47%), πρόβλεψη ζήτησης (37%), διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας (33%) και εξυπηρέτηση πελατών (30%). Αν και τα πρώτα βήματα είναι ενθαρρυντικά, οι ειδικοί εκτιμούν ότι η ευρύτερη υιοθέτηση βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο και δεν έχει αγγίξει κρίσιμες λειτουργίες που θα μπορούσαν να προσφέρουν πραγματική ανακούφιση στις πιέσεις του κλάδου.

Τέλος, στην ατζέντα των επιχειρήσεων ανεβαίνει ψηλά και η διαχείριση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, με την πλειοψηφία των εταιρειών να στρέφεται σε δράσεις μείωσης της ενεργειακής κατανάλωσης – ένα κρίσιμο ζήτημα, δεδομένου ότι η ενέργεια αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη πηγή κόστους μετά τους μισθούς. Δύο στις τρεις επιχειρήσεις δίνουν προτεραιότητα στην εξοικονόμηση ενέργειας, ενώ δύο στις πέντε προχωρούν σε επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές, όπως τα φωτοβολταϊκά.

Παράλληλα, η προετοιμασία για την εφαρμογή του νέου συστήματος εγγυοδοσίας φιαλών (DRS) ενισχύει τις πρωτοβουλίες για την ανακύκλωση. Στην ίδια κατεύθυνση, αναπτύσσονται δράσεις για βιώσιμη εφοδιαστική αλυσίδα (27%), εκπαίδευση προσωπικού σε ESG πρακτικές (24%) και μείωση σπατάλης σε τρόφιμα (22%) και νερό (20%).

Παρά τις προκλήσεις, η στρατηγική στροφή προς καινοτόμες λύσεις και βιώσιμες πρακτικές αφήνει ανοιχτό ένα παράθυρο ευκαιρίας για τον μετασχηματισμό του κλάδου.

 

Διαβάστε επίσης 

Αναπτυξιακός νόμος: Παράταση της προθεσμίας υποβολής προτάσεων έως τις 10 Οκτωβρίου

Eurobank για Τουρισμό: Χρειαζόμαστε στροφή στην ποιότητα αντί για ποσότητα – Οι 10 δράσεις για βιώσιμη ανάπτυξη

Κόλαφος το ΣτΕ για τον πατέρα του Στέφανου Κασσελάκη: Πλήρωσε 11 εκατ. για την βίλα στην Εκάλη