• Οικονομία

    Οι τρεις λόγοι που δείχνουν αύξηση του έκτακτου QE και γιατί κάνει ράλι το ελληνικό 10ετές

    Eurogroup

    Κριστίν Λαγκάρντ, Πρόεδρος ΕΚΤ


    Με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να έχει ήδη ξοδέψει για αγορές ομολόγων πάνω από 210 δισ. ευρώ, το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω πανδημίας (PEPP), ύψους 750 δισ., που ανακοίνωσε τον Μάρτιο η κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης εκτιμάται ότι θα ξεμείνει από πυρομαχικά πριν από τον Οκτώβριο…

    Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί οικονομολόγοι, αλλά και αξιωματούχοι της ίδιας της ΕΚΤ, εκτιμούν ότι η «σιδηρά κυρία» της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, θα ανακοινώσει σήμερα νέα μέτρα για την τόνωση της οικονομίας μετά το βαρύ πλήγμα της πανδημίας στην οικονομία της Ευρωζώνης. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούν πολύ πιθανή τη διεύρυνση του προγράμματος, ώστε να συμπεριλάβει και άλλες κατηγορίες ομολόγων ή και την παράτασή του και το ερχόμενο έτος, έτσι ώστε να μπορεί να απορροφήσει περισσότερο χρέος. Χρέος που θα προκύψει κατά κύριο λόγο από τις εκδόσεις ομολόγων των εθνικών κυβερνήσεων και το πρόγραμμα των 750 δισ. ευρώ που ανακοίνωσε η Κομισιόν, η οποία θα βγει και η ίδια στις αγορές, αλλά θα μπορούσε να περιλαμβάνει ενδεχομένως και εταιρικά ομόλογα που έχουν υποβαθμιστεί σε junk.

    Άλλωστε και η ίδια η κ. Λαγκάρντ, κατέστησε σαφές, ευθύς εξαρχής, ότι η κεντρική τράπεζα δεν θα διστάσει να προσαρμόσει το μέγεθος, τη διάρκεια και τη σύνθεση του έκτακτου αυτού προγράμματος στον βαθμό που θα κριθεί απαραίτητο.

    Προς αυτήν την κατεύθυνση παραπέμπει και η πρόσφατη δήλωση του διοικητή της κεντρικής τράπεζας της Γαλλίας, Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, όταν είπε ότι «θα αναγκαστούμε πιθανότατα να πάμε ακόμη πιο πέρα».

    Είναι ενδεικτικό ότι μόνο για φέτος η ΕΚΤ περιμένει από τις χώρες της Ευρωζώνης να αυξήσουν τις ομολογιακές τους εκδόσεις κατά 1 τρισ., στο 1,5 τρισ. ευρώ και να παρουσιάσουν μέσο δημοσιονομικό έλλειμμα 8%, στην προσπάθεια να ανταποκριθούν στις προκλήσεις και να καλύψουν τις τρύπες που αφήνει πίσω της η πανδημία.

    Την ίδια ώρα, όμως, η ΕΚΤ αναμένεται να επικαιροποιήσει και τις προβλέψεις της για την ύφεση που, σύμφωνα με την κ. Λαγκάρντ, είναι πιθανό να κινηθεί μεταξύ 8% και 12% φέτος. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα παρουσιάσει τη μεγαλύτερη συρρίκνωση που έχει παρουσιάσει ποτέ στην 20ετή ιστορία της. Και όλα αυτά, με την κεντρική τράπεζα να μην αφήνει στιγμή από το βλέμμα της τον πληθωρισμό, έτοιμη, όπως είπε προσφάτως στους Financial Times η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, να επεκτείνει οποιοδήποτε από τα εργαλεία της αν «επιδεινωθεί» η κατάσταση.

    Η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών είναι άλλωστε και ο πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, ακόμη και σε μια περίοδο που η ΕΚΤ βρίσκεται στην πρώτη γραμμή υπεράσπισης της οικονομίας της Ευρωζώνης.

    Ο πληθωρισμός υποχώρησε στο 0,1%, σε ετήσια βάση, τον Μάιο, τη στιγμή που ο στόχος της ΕΚΤ είναι κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσομακροπρόθεσμα, με το κόστος της ενέργειας και τις πολύ χαμηλές τιμές του πετρελαίου ειδικότερα να λειτουργούν σαν «βαρίδι», καθώς η ζήτηση ήταν για αρκετό καιρό σχεδόν ανύπαρκτη και μόλις που έχει αρχίσει να ανακάμπτει, όχι μόνο σε επίπεδο Ευρωζώνης αλλά παγκοσμίως.

    Οι εξελίξεις στο συγκεκριμένο μέτωπο παρακολουθούνται με ιδιαίτερη προσοχή το τελευταίο διάστημα, δεδομένου ότι αυτήν την περίοδο βλέπουμε να δρουν στην αγορά δύο αντίρροπες δυνάμεις, σχετικά πρωτοφανείς: αφενός η μείωση της ζήτησης τόσο για αγαθά όσο και για υπηρεσίες τραβά προς τα κάτω τις τιμές, αφετέρου με πολλές επιχειρήσεις και καταστήματα να παραμένουν ακόμη κλειστά σε ένα μεγάλο μέρος της Ευρωζώνης και τα προβλήματα στις μεταφορές και στην εφοδιαστική αλυσίδα να συνεχίζονται μπορεί να υπάρξουν ελλείψεις στο μέτωπο της προσφοράς, πιέζοντας προς τα πάνω τις τιμές.

    Πέραν όλων αυτών, η ΕΚΤ έχει έναν ακόμη, τρίτο λόγο να ενισχύσει τη δύναμη πυρός της. Ο λόγος αυτός δεν είναι άλλος από την αντιπαράθεσή της με το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι με το πάγιο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που «τρέχει», η ΕΚΤ υπερέβη την εντολή της. Η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να λειτουργήσει ως έναυσμα για να επιβεβαιώσει ακόμη περισσότερο τον ρόλο της ΕΚΤ, πέραν οποιασδήποτε αμφισβήτησης, ιδίως αν δεσμευθεί να επανεπενδύσει τα έσοδα από το πρόγραμμα σε πολυετή ορίζοντα, κάτι που έχει τόσο ανάγκη η ευρωπαϊκή οικονομία.

    Η ΕΚΤ έχει δηλώσει ότι το γερμανικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία για τις αποφάσεις της σχετικά με τη νομισματική πολιτική και μία μεγάλη κίνησή της σήμερα θα μείωνε τους φόβους ότι ένα εθνικό δικαστήριο, ακόμη και αν πρόκειται για αυτό της Γερμανίας, μπορεί να περιορίζει έναν από τους ισχυρότερους θεσμούς της Ευρωζώνης.

    Η απόφαση της ΕΚΤ θα ανακοινωθεί στις 14.45 (ώρα Ελλάδας) και στη συνέχεια η πρόεδρός της Κριστίν Λαγκάρντ θα δώσει συνέντευξη Τύπου στις 15.30. Τα επιτόκια είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα μείνουν αμετάβλητα, καθώς το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ, που διαμορφώνεται στο -0,5%, είναι ήδη σε χαμηλό επίπεδο ρεκόρ.

    Ποιοι παράγοντες στηρίζουν τα ελληνικά ομόλογα

    Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ήδη αγοράσει ελληνικά ομόλογα 4,7 δισ. ευρώ στο πρώτο δίμηνο εφαρμογής του έκτακτου QE, όπου συμπεριέλαβε την Ελλάδα, παραβαίνοντας ουσιαστικά τον κανόνα της να μην αγοράζει ομόλογα που δεν είναι επενδυτικής κατηγορίας.

    Κατά την ίδια περίοδο, η ΕΚΤ αγόρασε στο πλαίσιο του ίδιου προγράμματος ιταλικά ομόλογα 37,4 δισ. ευρώ (8,1 δισ. ευρώ περισσότερα από το μερίδιο που θα αντιστοιχούσε στην Ιταλία με βάση την προκαθορισμένη «κλείδα κατανομής» της ΕΚΤ) και 23,6 δισ. ευρώ γαλλικού χρέους (λιγότερο από ό,τι θα αντιστοιχούσε κανονικά στη Γαλλία).

    Αυτό δείχνει, αν μη τι άλλο, μια διάθεση «προσαρμογής» της κεντρικής τράπεζας στις ανάγκες της περιοχής – τουλάχιστον στο πλαίσιο του προγράμματος για την πανδημία.

    Η αισιοδοξία που προκάλεσαν τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με την προσδοκία αύξησης/επέκτασης των αγορών από την ΕΚΤ, αλλά και το θετικό κλίμα που δημιουργεί το σταδιακό άνοιγμα των οικονομιών, όπως και το γεγονός ότι η Ελλάδα εκτιμάται πως θα είναι από τις χώρες που θα «ευνοηθούν» από το Ταμείο Ανάκαμψης, έφεραν την υποχώρηση της απόδοσης του 10ετούς ελληνικού ομολόγου στο επίπεδο του 1,475% σήμερα (όπως και πριν από δύο ημέρες που γνωστοποιήθηκαν οι αγορές ομολόγων της ΕΚΤ), την ώρα που η ιταλική δεκαετία βλέπει την απόδοσή της να ενισχύεται στο 1,575%.

     



    ΣΧΟΛΙΑ