• Οικονομία

    HSBC: Στο δρόμο για δεύτερη θητεία ο Μητσοτάκης – Η οικονομία θα συνεχίσει να εκπλήσσει θετικά

    Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης

    Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης


    Μπορεί να χρειαστεί άλλος ένας μήνας περίπου, αλλά ο Μητσοτάκης, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, φαίνεται να βρίσκεται σε καλό δρόμο για να εξασφαλίσει μια δεύτερη θητεία ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, εξηγεί η HSBC και ο Fabio Balboni.

    Η πρώτη του θητεία χαρακτηρίστηκε από μια ισχυρή φιλο-επιχειρηματική ατζέντα με στόχο μεταρρυθμίσεις από την πλευρά της προσφοράς και τη βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας για τις άμεσες ξένες επενδύσεις.

    Αν και το σχέδιο του πρωθυπουργού εκτροχιάστηκε αρχικά από την πανδημία – η Ελλάδα ήταν μία από τις χώρες που τα πήγε χειρότερα λόγω της εξάρτησής της από τον σκληρά πληγέντα τουριστικό τομέα – έκτοτε η Ελλάδα έχει καταφέρει να ανακάμψει δυναμικά και με εντυπωσιακό τρόπο. Πέρυσι, σημείωσε αύξηση του ΑΕΠ κατά 6,1% μετά από 8,1% το 2022, με το ΑΕΠ να είναι πλέον 6,4% υψηλότερο από ότι πριν από την πανδημία και τις επενδύσεις σχεδόν 50% υψηλότερες.

    Η Ελλάδα αναμένεται να σημειώσει φέτος άλλο ένα έτος σταθερής ανάπτυξης

    Η ελληνική κυβέρνηση προσβλέπει σε ανάπτυξη 2,3% φέτος, λίγο υψηλότερη από τις προσδοκίες της HSBC για 2,1%. Αλλά ακόμη πιο εντυπωσιακό ίσως, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς την όχι και τόσο μακρινή ιστορία της χώρας, είναι ότι η Ελλάδα κατέγραψε ένα σχεδόν αμελητέο (0,3% του ΑΕΠ) πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα (αφαιρώντας τις πληρωμές τόκων), πολύ κάτω από το 1,6% του στόχου της κυβέρνησης, ενώ ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε κατά 23 ποσοστιαίες μονάδες στο 171%.

    Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα θα πρέπει να έχει το δεύτερο χαμηλότερο δημοσιονομικό έλλειμμα (0,6% του ΑΕΠ) στην ευρωζώνη μετά την Πορτογαλία το επόμενο έτος, μια αξιοσημείωτη αλλαγή σε σχέση με τα χρόνια της κρίσης δημόσιου χρέους της ευρωζώνης, ενώ το χρέος της είναι αναμένεται να μειωθεί στο 154,4%, πάνω από 50% λιγότερο από την κορύφωσή του στο 206,3% το 2020.

    Η ισχυρή ευρωπαϊκή στήριξη και η ικανότητα να δαπανήσει γρήγορα τα χρήματα  συνέβαλε επίσης στην πρόσφατη ανάπτυξη. Η κυβέρνηση σκοπεύει να δαπανήσει “επιχορηγήσεις” ύψους 1,6% του ΑΕΠ από το NGEU το 2023 και 1,5% το 2024 για τη στήριξη των δημόσιων επενδύσεων, ενώ τα δάνεια τoυ NGEU θα πάνε σε ιδιωτικές επιχειρήσεις με βάση συμμετοχής το 20% του μετοχικού κεφαλαίου του έργου. Συνολικά, στην Ελλάδα έχουν διατεθεί 31 δισ. ευρώ (πάνω από το 15% του ΑΕΠ) για να δαπανήσει μέχρι το 2026, ενώ πρόσφατα ζήτησε επιπλέον 5 δισ. ευρώ σε δάνεια από το πρόγραμμα REPowerEU για τη χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης.

    Η βελτιωμένη ικανότητα της Ελλάδας να προσελκύει άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες έφθασαν σε επίπεδο ρεκόρ 3% του ΑΕΠ πέρυσι, έδωσε επίσης ώθηση στην ανάπτυξη. Παράλληλα έκανε την πρόσφατη επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, από 6,8% του ΑΕΠ το 2021 σε 9,7% πέρυσι, το υψηλότερο από το 2010, εν μέρει λόγω της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας, λίγο λιγότερο ανησυχητική λόγω της πιο σταθερής χρηματοδότησης.

    Μια πιθανή νέα κυβέρνηση της ΝΔ θα ακολουθήσει πιθανότατα το σχέδιο της προηγούμενης. Στο προεκλογικό πρόγραμμα, το κόμμα έχει δεσμευτεί να επιτύχει ισχυρή ανάπτυξη με παράλληλη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Θέτει ως στόχο την επίτευξη μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης 3% και τη μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ στο 120% μέχρι το 2030. Δεσμεύτηκε να φέρει τους μισθούς πιο κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ και να αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ από 780 ευρώ έως το 2025, ενώ οι συντάξεις θα αυξηθούν κατά 3,4% από τον ερχόμενο Ιανουάριο.

    Θέλει επίσης να μειώσει τον φόρο επιχειρήσεων για τους αυτοαπασχολούμενους κατά 20% το 2025 και 30% το 2026, προτού καταργηθεί το 2027, ενώ το αφορολόγητο όριο θα αυξηθεί κατά 1 χιλ. ευρώ σε 10 χιλ. ευρώ για τα νοικοκυριά με παιδιά. Σύμφωνα με το προεκλογικό σχέδιο της ΝΔ, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα αντιπροσωπεύουν περίπου το 80% της ηλεκτροπαραγωγής έως το 2030, ποσοστό διπλάσιο από το σημερινό.

    Ένας σημαντικός ανοδικός κίνδυνος από την πλευρά της αγοράς είναι η πιθανότητα το δημόσιο χρέος της Ελλάδας να καταταχθεί σύντομα σε επενδυτική βαθμίδα (IG), γεγονός που θα μπορούσε να συμβάλει στη σημαντική διεύρυνση της επενδυτικής βάσης της Ελλάδας. Η Ελλάδα χρειάζεται να ανέβει μόνο μία θέση στον κλίμακα αξιολόγησης της DBRS (“BB high”, “σταθερή”), της Fitch (“BB+”, “σταθερή”) και της S&P (“BB+”, “σταθερή”). Στις 24 Απριλίου η S&P αναβάθμισε τις προοπτικές της αξιολόγησης σε “θετική”, υπονοώντας πιθανή αναβάθμιση σε IG τους επόμενους 6-12 μήνες, επικαλούμενη το πρόσφατο ισχυρό ιστορικό της εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ότι έκλεισε το δημοσιονομικό έλλειμμα ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν, και μέσω βιώσιμων βελτιώσεων.

    Το μεγάλο ταμειακό απόθεμα της κυβέρνησης (35 δισ. ευρώ, αρκετό για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες για πάνω από τρία χρόνια) και έχοντας ήδη καλύψει τις ανάγκες έκδοσης του τρέχοντος έτους σχεδόν στο σύνολό τους, αποτελούν πρόσθετους παράγοντες που δείχνουν την ισχυρή δημοσιονομική θέση της Ελλάδας. Ως εκ τούτου, μια πιθανή νέα κυβέρνηση της ΝΔ που θα προκύψει μετά τις εκλογές και μια συνέχιση των φιλο-επιχειρηματικών και φιλο-μεταρρυθμιστικών πολιτικών που παρατηρούνται τα τελευταία τέσσερα χρόνια, θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Ελλάδα ίσως να μην απέχει πολύ από το να αποκτήσει εκ νέου το IG της για πρώτη φορά από το 2010.

    Διαβάστε επίσης

    Scope: Η επανεκλογή της ΝΔ θα υποστηρίξει την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας

    Goldman Sachs: Ράλι 13% στις τράπεζες μετά τις εκλογές – Ποιοι είναι οι καταλύτες για περαιτέρω άνοδο

    DBRS για Ελλάδα: Τι σηματοδοτεί το αποτέλεσμα των εκλογών για την οικονομία



    ΣΧΟΛΙΑ