• LIFE&STYLE

    Κάποτε στο… Χόλιγουντ: Μια ταινία που ξαναγράφει ένα φριχτό τέλος

    • NewsRoom


    Το «Κάποτε στο…Χόλιγουντ», η νέα ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο, έβαλε σκοπό να ξαναγράψει ένα θλιβερό γεγονός του καλοκαιριού του 1969 με ένα «αίσιο» και κωμικό τρόπο.

    Βασικοί πρωταγωνιστές της ταινίας είναι το δίδυμο Κλίφ Μπουθ και Ρικ Ντάλτον. ο Κλιφ Μπουθ (Μπραντ Πιτ) είναι ένας βετεράνος του στρατού που έγινε κασκαντέρ, οδηγός και καλύτερος φίλος του τηλεοπτικού και κινηματογραφικού αστέρα, Ρικ Ντάλτον (Λεονάρντο ΝτιΚάπριο). Oι χαρακτήρες, βέβαια, βασίζονται σε πραγματικά πρόσωπα του Χόλιγουντ.

    Πιο συγκεκριμένα,  στον κασκαντέρ Χαλ Νίνταμ και τον ηθοποιό, Μπαρτ Ρέινολντς, οι οποίοι είχαν μια πολύχρονη, θυελλώδη φιλία καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας τους. Επίσης, ένας ακόμη βασικός χαρακτήρας είναι εκείνος της Μάργκοτ Ρόμπι, που υποδύεται την Σάρον Τέιτ, που δολοφονήθηκε άγρια από τον Τσαρλς Μάνσον μια βραδιά του Αυγούστου του 1969.

     

    Ο κασκαντέρ Χαλ Νίνταμ και ο ηθοποιός, Μπαρτ Ρέινολντς.

    Τα θέματα που θίγονται στην κινηματογραφική οθόνη είναι η βία, τόσο στην πραγματικότητα όσο και στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, όπως επίσης και η ανασφάλεια, ο ναρκισσισμός του καλλιτέχνη, οι σχέσεις εξουσίας στο χώρο της τέχνης και η αλλαγή εποχής στο Χόλιγουντ και στην κοινωνία.

    Η ταινία κορυφώνεται με μια από τις πιο τρομαχτικές στιγμές που βίωσε το Χόλιγουντ, με την σφαγή τεσσάρων ατόμων, στο σπίτι του γνωστού σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι . Στα τέσσερα θύματα συγκαταλέγεται και η έγκυος σύζυγος του Πολάνσκι και ανερχόμενη ηθοποιός, Σάρον Τέιτ.

    Η Σάρον Τέιτ.

    Η σχέση της βίας στην οθόνη με την πραγματική βία ξετυλίγεται με την αναδρομή στις δολοφονίες που θα διέπραττε η οικογένεια «Μάνσον».  Στην ταινία οι δολοφόνοι του Μάνσον αναφέρουν ότι μεγάλωσαν με τα τηλεοπτικά σίριαλ της συνεχούς βίας και των διαδοχικών δολοφονιών. Αυτή η σχέση τηλεοπτικής και πραγματικής βίας γίνεται σύμβολο στο κοινόβιο της σέχτας του Τσαρλς Μάνσον. Tο παλαιό studio όπου γυρίζονταν τα γουέστερν με τα καταιγιστικά πιστολίδια, καταλαμβάνεται πια από μια δολοφονική αίρεση αποπροσανατολισμένων νέων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο κοινόβιο των «παράνομων» χίπηδων η βασική διασκέδαση είναι η παρακολούθηση αστυνομικών τηλεοπτικών σειρών όπως το FBI.

    Βέβαια, αντί να ξετυλίγεται το χρονικό της δολοφονίας μπροστά στα μάτια του κινηματογραφικού κοινού, οι δολοφόνοι μπαίνουν στην θέση των θυμάτων τους και ένας προς έναν μέσα σε ένα «κωμικό χορό» καταλήγουν να αφήνουν την τελευταία τους πνοή στο διπλανό σπίτι από εκείνο που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα στην πραγματικότητα. Ο Μπρατ Πιτ και ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο λειτουργούν σαν από μηχανής θεοί και «ξετινάζουν» τους δολοφόνους που απεικονίζονται ως ένα μάτσο αποπροσανατολισμένα παιδαρέλια, έχοντας μια ιδεολογία που την ονομάζουν ειρήνη, αλλά στην πραγματικότητα διψούν για αίμα.

    Τι έγινε όμως πραγματικά εκείνο το βράδυ του Αυγούστου το ’69;

    Βρισκόμαστε στο τέλος των ’60s. Η ακμή της σεξουαλικής επανάστασης και των ιδανικών των χίπηδων έχει αρχίσει να ξεθωριάζει. Είναι η χρονιά που ο άνθρωπος περπατάει στο φεγγάρι, είναι η χρονιά του Γούντστοκ.

    Ο Μάνσον εμφανίζεται ως «προφήτης», ο οποίος εκφράζει μια παράξενη καταστροφολογική, ψευτοεπαναστατική θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι μαύροι θα εξεγείρονταν και θα ξεσπούσε πόλεμος με τους λευκούς και μόνο η «οικογένεια» θα γλίτωνε υπό τη σκέπη του Μάνσον, που ήταν ο πέμπτος άγγελος (οι άλλοι τέσσερις ήταν οι Μπιτλς). Είχε δημιουργήσει μια ιστορία παρόμοια με του Νώε στην Παλαιά Διαθήκη.

    Ο Μάνσον βρίσκει οπαδούς, δημιουργεί ένα κοινόβιο, που ζει με επαιτείες στην έρημο, μια «σέχτα», που αποτελείται κυρίως από διαταραγμένες νεαρές και θέτει σε λειτουργία το σχέδιο, με το όνομα Helter Skelter, που διατάζει θάνατο σε όσους μετέχουν στο σύστημα του Χόλιγουντ.

    Το σπίτι του Πολάνσκι επιλέγεται ως στόχος από τον ίδιο τον Μάνσον, γιατί είχε προηγούμενα με τον παραγωγό που έμενε πριν σε αυτό, καθώς είχε απορρίψει τη μουσική του.

    Ο Πολάνσκι λείπει, βρίσκεται στο Λονδίνο για γυρίσματα. Εκείνη τη νύχτα πέντε άνθρωποι βρίσκονται στην κατοικία του Cielo Drive: η Τέιτ, ο πρώην σύντροφός της και διάσημος κομμωτής, Τζέι Σίμπρινγκ, η κληρονόμος Αμπιγκέιλ Φόλγκερ με τον φίλο της, ηθοποιό και συγγραφέα, Βόιτεκ Φρικόφσκι και ο 18χρονος Στίβεν Πάρεντ, ο οποίος δεν είχε καμία σχέση με τους υπόλοιπους, απλώς έκανε επίσκεψη στο σπίτι για να συναντήσει τον φύλακα και να του πουλήσει ένα ραδιόφωνο.

    Ο Μάνσον στέλνει στη δολοφονική αποστολή δύο γυναίκες και δύο άντρες, τους Τεξ Γουότσον, Πατ Κρένγουινκλ, Σούζαν Άτκινς και Λίντα Καζάμπιαν, οι οποίοι επιβιβάζονται σε ένα Ford του ’59 και φτάνουν στο σπίτι γύρω στα μεσάνυχτα, σκαρφαλώνοντας από την πλευρά του λόφου.

    Ο Πάρεντ φεύγει εκείνη την ώρα με το αυτοκίνητο, υπό την απειλή όπλου του κάνουν νόημα να σταματήσει. Ακολουθούν τέσσερις πυροβολισμοί και ο νεαρός πέφτει νεκρός καθώς βρέθηκε στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή.

    Η «οικογένεια» μπαίνει στο σπίτι, συγκεντρώνει και τα τέσσερα πρόσωπα που βρίσκονταν εκεί στο σαλόνι. Αρχικά δένουν ένα σκοινί γύρω από το λαιμό της Τέιτ και του Σίμπρινγκ.

    Εκείνος διαμαρτύρεται και τους λέει για την εγκυμοσύνη της Τέιτ, ενώ ο Γουότσον προς απάντηση πυροβολεί δύο φορές. Ο Φρικόφσκι καταφέρνει να φύγει, τρέχει προς την έξοδο, τον προλαβαίνουν οι πυροβολισμοί, πέφτει και δέχεται 51 μαχαιριές. Η Φόλγκερ προσπαθεί να τρέξει στην κρεβατοκάμαρα, η Κρένγουικλ της βάζει τρικλοποδιά και ο Γουότσον την αποτελειώνει.

    Η Τέιτ παρακαλεί για τη ζωή του μωρού της μέσα στην απελπισία, τον πανικό και τον τρόμο ακούει μονάχα τις τελευταίες λέξεις: «Γυναίκα, δεν υπάρχει οίκτος για σένα». Ο Γουότσον τη μαχαιρώνει 16 φορές. Οι δολοφόνοι φεύγουν, αφού πρώτα γράψουν με το αίμα της τη λέξη «pig» (γουρούνι) στην πόρτα.

    Μια μέρα μετά, η «οικογένεια» ξαναχτυπά -με επικεφαλής τον ίδιο τον Μάνσον και δολοφονεί, πάντα με πολλαπλές μαχαιριές και ματωμένες επιγραφές στον τοίχο, το ζεύγος Λαμπιάνκα στο σπίτι τους στο Λος Αντζελες. Η Αμερική ανατριχιάζει από άκρη σε άκρη, ο τρόμος φωλιάζει στο λόφο του Χόλιγουντ, αφού ο Μάνσον, αν και δεν σκότωσε ποτέ δημιούργησε μια αγέλη από αποπροσανατολισμένα παιδιά που δίψαγαν για αίμα και εκδίκηση σε μια εποχή που οι χίπις ειρηνευτικά διαδήλωναν.

    Χρειάστηκαν τέσσερις μήνες για να συλληφθούν οι δολοφόνοι, καθώς η αστυνομία έκανε απανωτά λάθη ώσπου να συνδέσουν τις δύο υποθέσεις, μέχρι που η Σούζαν Άτκινς, η οποία προφυλακίζεται για άλλη υπόθεση, κομπάζει για τα εγκλήματα στο σπίτι της Τέιτ και εκμυστηρεύεται σε συγκρατούμενη ότι θα επακολουθήσουν οι δολοφονίες των Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Ρίτσαρντ Μπάρτον και Φρανκ Σινάτρα.

    Η δίκη κράτησε ένα χρόνο και πήρε τεράστια δημοσιότητα. Τελικά, ο εισαγγελέας πετυχαίνει την καταδίκη του Μάνσον, αν και ο ίδιος δεν έχει σκοτώσει. Καταδικάζεται σε θανατική ποινή, η οποία μετατρέπεται σε ισόβια μετά την κατάργησή της στην Καλιφόρνια.

    Ο Μάνσον έκτοτε έχει υποβάλει αρκετές φορές αίτηση αποφυλάκισης και όλες απορρίφθηκαν.Το 2007 η επιτροπή αναστολών έκρινε πως, παρά τη μεγάλη του ηλικία, «συνεχίζει να αποτελεί κίνδυνο για τους άλλους και εξακολουθεί να μπορεί να βλάψει οποιονδήποτε έρθει σε επαφή μαζί του». Μάλιστα ο Μάνσον είχε αρνηθεί να συμμετάσχει στα προγράμματα αυτοβοήθειας ή εκπαίδευσης και σύμφωνα με τα λεγόμενα του επιτρόπου Τζον Πεκ, δεν έχει δείξει κανένα σημάδι μεταμέλειας.

    Μάλιστα σε πολλές συνεντεύξεις που έδωσε μέσα από την φυλακή, δήλωνε αλλοπρόσαλλα πράγματα, όπως ότι είναι ο θεός και μπορεί να κάνει ότι θέλει.

    Ο Τσαρλς Μάνσον απεβίωσε στης 19 Νοεμβρίου του 2017 στην φυλακή σε ηλικία 83 ετών.



    ΣΧΟΛΙΑ