• LIFE&STYLE

    Λυδία Γιανακοπούλου: ”Η μητέρα μου ικανοποιούσε πάνω μου τα σαδιστικά της ένστικτα”

    • Contributor


    Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο της Λυδίας Γιαννακοπούλου με τίτλο « Το χάδι της ΜηΤέρας», μόνο σοκ και ανατριχίλα μπορεί να νιώσει. Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία κακοποίησης που βίωσε η ίδια από τη μητέρα της και που δύσκολα μπορεί να γίνει πιστευτή. Ένα λεπτό αργοπορίας από το σχολείο στο σπίτι ήταν αρκετό για να καταπιεί τα ούρα και τις ακαθαρσίες της, να ξυλοκοπηθεί με το καλώδιο της σκούπας στην περιοχή της κύστης της ή να υποστεί το σβήσιμο ενός ολόκληρου κουτιού με σπίρτα στην περιοχή των γλουτών της. Η συγκλονιστική ιστορία κακοποίησης της κ. Γιαννακοπούλου από την ίδια την μητέρα, μεταφέρεται στο θεατρικό σανίδι από τον Ιανουάριο.

    Κάθε φορά που η μητέρα της της επέβαλε να καθαρίζει με τη γλώσσα τις σόλες των παπουτσιών, εκείνη άφηνε τις σκέψεις της να ταξιδεύουν μακριά προκειμένου να καταφέρει να υποστεί κάτι τέτοιο. Τα χαλασμένα τρόφιμα και το βρώμικο νερό που απέμενε στον κουβά έπειτα από κάθε σφουγγάρισμα, αποτελούσαν το γεύμα της Λυδίας. Η ίδια, πριν από καιρό, σε συνέντευξη που έδωσε στη δημοσιογράφο Κέλλυ Φαναριώτη, αποκάλυψε τον αντίκτυπο όλων αυτών των πρακτικών στην υγεία της, μίλησε για τους εφιάλτες που βλέπει ακόμη και σήμερα και εξήγησε ποιά είναι, τώρα, η σχέση της με τη μητέρα της.

    – Στο βιβλίο σου με τίτλο ” Το χάδι της ΜηΤέρας” περιγράφεις περιστατικά που αδυνατεί να χωρέσει ανθρώπινος νους. Είναι όλα αυτά πραγματικά;

    Δυστυχώς ναι! Κάθε γεγονός, κάθε εικόνα, κάθε συναίσθημα είναι πέρα για πέρα αληθινά. Δυστυχώς η ζωή μου τότε δε μοιάζει καθόλου με τη ζωή οποιουδήποτε άλλου παιδιού. Πολλές φορές αναρωτιέμαι εάν μου επιτράπηκε ποτέ να είμαι παιδί. Δεν έπαιξα, δεν γέλασα, δεν έμαθα τι θα πει χάδια και φιλιά. Ζούσα με έναν συνεχή, διαρκή και έντονο φόβο.

     Όπως αναφέρεις, η μητέρα σου αρκετές φορές σε ανάγκαζε να πίνεις βρώμικο νερό από τον κουβά, ούρα ακόμη και σκουληκιασμένα δημητριακά. Ποιες ήταν οι επιπτώσεις όλων αυτών στην υγεία σου;

    Προφανώς, έμενα πολλές φορές στο σπίτι κλεισμένη αφού η υγεία μου δε μου επέτρεπε να πάω σχολείο. Σίγουρα ο οργανισμός μου συνήθισε να δέχεται όλα αυτά που μου επέβαλε να τρώω και να πίνω, όπως επίσης έμαθε να επουλώνει και τις σωματικές πληγές. Όπως λέει και ο ψυχολόγος μου, για εκείνη ήμουν απλά «πηγή άντλησης ικανοποίησης των σαδιστικών της ενστίκτων». Ξεπερνούσε τα όρια της ανθρώπινης λογικής, αλλά ακόμη και τότε ήξερε πότε να σταματήσει.

    -Ποια ” τιμωρία” της μητέρας σου ήταν εκείνη που σε φόβιζε περισσότερο;

    Όλες, τη μία μέρα έτρεμα το ξύλο με τη ζώνη και την άλλη τις δαγκωνιές. Ανάλογα σε τι κατάσταση βρισκόταν το σώμα μου κάθε φορά. Αν ήμουν μελανιασμένη και πρησμένη από τις ξυλιές, π.χ. με το καλώδιο και φυσικά προτιμούσα να μου κάνει οτιδήποτε άλλο.Ο μεγαλύτερος φόβος μου όμως, ήταν η ίδια. Έκανα ότι παράλογο μου ζητούσε για να μην προκαλέσω την οργή της. Για χρόνια, κάθε μέρα τη φοβόμουν, έτρεμα το τι θα σκεφτεί, το τι θα μου κάνει, μόνο αυτό θυμάμαι. Τρόμος.

    – Για ποιο λόγο δεν απευθύνθηκες αμέσως στην αστυνομία ή σε κάποιο φιλικό ή συγγενικό πρόσωπο;

    Σε πολύ μικρή ηλικία δεν είχα περιθώρια αντίδρασης, θα πρέπει να σκεφτείτε ότι δε γνώριζα καν ότι μπορεί να είναι και αλλιώς η ζωή. Όσο μεγάλωνα όμως προσπάθησα να αντιδράσω. Δυστυχώς, κάθε προσπάθεια μου είχε σαν αποτέλεσμα μεγαλύτερη σκληρότητα, περισσότερα μαρτύρια, νέες ευφάνταστες τιμωρίες που η μία συναγωνίζονταν την άλλη σε σκληρότητα.
    Προσπάθησα να το σκάσω αλλά δεν είχα που να πάω, απευθύνθηκα σε συγγενείς, σε γνωστούς, στη πολιτεία… όλοι τους με γυρνούσαν σε αυτή. Κανείς δε βοήθησε, κανείς. Σκέφτομαι πολλές φορές το πόσο λάθος είναι η άποψη «Η χειρότερη οικογένεια είναι προτιμότερη από το καλύτερο ίδρυμα».

    – Οι πληγές σου, σωματικές και ψυχικές, έχουν επουλωθεί σήμερα;

    Δε θα πω ψέματα, οι πληγές δεν επουλώνονται ποτέ. Οι σωματικές είναι εκεί για να μου θυμίζουν το πως μπορούν να φερθούν κάποιοι άνθρωποι στα παιδιά τους. ‘Όσο για την ψυχή μου, όταν σκέφτομαι όλα όσα πέρασα, ένα μαύρο σύννεφο οργής και μίσους με τυλίγει για το ότι κανείς από τους άμεσα ή έμμεσα υπεύθυνους δε τιμωρήθηκε, για το ότι κανείς δεν με βοήθησε, κανείς δεν με προστάτεψε, και τέλος, ένα μεγάλο γιατί σε εμένα με στοιχειώνει!

    – Βλέπεις εφιάλτες με όλα αυτά που βίωσες  στο παρελθόν;

    Πολύ συχνά, ξαφνικά εκεί που κάθομαι, με τα παιδιά μου αγκαλιά, βλέπω να ανοίγει η πόρτα και εκείνη να περνάει υπερήφανη, πάντα με το ειρωνικό χαμόγελο της, μέσα, με μια βαλίτσα. Φωνάζω, τσιρίζω αλλά κανείς δεν είναι πρόθυμος να με βοηθήσει. Βλέπω τη ζωή μου να επαναλαμβάνεται. Από τη μια στιγμή στην άλλη, όλα χάνονται, βρίσκομαι πάλι αιχμάλωτη στις σαδιστικές της επιθυμίες.

    – Η σχέση σου με τη μητέρα σου ποια είναι; Σου έδωσε ποτέ εξήγηση για όλα αυτά;

    Για πολλά χρόνια δεν έχουμε καμία επαφή και προσπαθώ να αποφεύγω να μαθαίνω νέα της. Όταν όμως αυτό συμβαίνει, τότε η οργή και το μίσος με κυριεύε. Αυτό με αλλάζει, με επηρεάζει αρνητικά. Είναι κάτι που δε μου αξίζει, ούτε σε μένα, ούτε στην οικογένεια μου…
    Πριν τέσσερα χρόνια περίπου ζήτησα να τη δω. Ήθελα να ακούσω τη δική της εξήγηση, να μου απαντήσει στο ερώτημα που με βασανίζει χρόνια « γιατί;». Ήθελα να δω τα μάτια της. Η απάντηση της στεγνή « ήμουν φευγάτη, τώρα είμαι καλά». Τα μάτια της παγωμένα, έσταζαν αίμα. Τώρα ξέρω, οτι λυπάται. Λυπάται πολύ που δεν μπόρεσε να αποτελειώσει αυτό που ξεκίνησε!

     Από που άντλησες τη δύναμη και μετά απ’ όσα πέρασες στέκεσαι στα πόδια σου δυνατή  και δημιουργική;

    Εφόσον κατάφερα να ξεφύγω από τα νύχια της, όλα τα υπόλοιπα μπορούσα και μπορώ να τα ξεπεράσω. Αποφάσισα να μην τα σκέφτομαι και τα έθαψα βαθιά μέσα μου. Μεταμορφώθηκα σε ένα κορίτσι γελαστό, ξέγνοιαστο, χωρίς προβλήματα. Ήθελα απεγνωσμένα να γευτώ τη ζωή, να μάθω πως ζει ο κόσμος. Να αλλάξω τη ζωή μου, να διαγράψω ότι με συνέδεε με αυτή τη γυναίκα. Να μάθω να ζω αντίθετα με όλους τους κανόνες που είχα διδαχθεί. Δεν υπήρχε δυσκολία που να με τρόμαζε, αφού αυτά που είχα περάσει δεν μπορούσαν να συγκριθούν.

    Το υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας, το να ζεις χωρίς να φοβάσαι κάθε μέρα, κάθε στιγμή, δε μπορεί κανείς να το εκτιμήσει, εάν δε του το έχουν στερήσει.

     Πως πήρες την απόφαση να γράψεις το βιβλίο και να μοιραστείς τόσο δικές σου στιγμές με τον κόσμο;

    Νομίζω πως μία εσωτερική ανάγκη με ανάγκασε να βγάλω όλο αυτό το δηλητήριο από μέσα μου. Η άκρη του στυλό μου έγινε το σημείο από το οποίο όλα αυτά που για χρόνια έκρυβα, έβγαιναν στην επιφάνεια. Κάθε γραμμή που έγραφα με πονούσε. Κάθε γεγονός που εξιστορούσα το ξαναζούσα, υπέφερα, έκλαιγα, όμως με κάθε σελίδα που συμπλήρωνα, ένα βάρος από τη ψυχή μου έφευγε. Ήταν λύτρωση, ήταν μια νέα ελευθερία.

    Η ιδέα να το εκδώσω γεννήθηκε όταν ολοκληρώθηκε. Όσο δυσάρεστο και σκληρό και αν ήταν το περιεχόμενο, ήταν η ζωή μου, η μαρτυρία μου, η αλήθεια μου. Έπρεπε να τη πω δημόσια, να δείξω και «τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού».
    Σχεδόν όλη η κοινωνία αποστρέφει το βλέμμα της. Δε το συζητά. Μπορεί να πει κανείς ότι έντεχνα το κρύβει. Και γιατί όχι; Κανείς και τίποτα δε θέλει να αποκαλύψει την ασκήμια του. Κρύβοντας όμως το πρόβλημα «κάτω από το χαλάκι» δε το λύνουμε. Το να μη το συζητάμε δε σημαίνει ότι το εξαφανίζουμε, ότι δεν υπάρχει.

     – Τι θα συμβούλευες  εκείνους που πέφτουν θύματα κακοποίησης;

    Ένα παιδί δεν μπορεί να κάνει τίποτα από μόνο του. Θα ήταν ουτοπικό και παράδοξο να περιμένουμε από αυτά να αλλάξουν τα πράγματα, να αυτό- βοηθηθούν.

    Η κοινωνία και η Πολιτεία με τα αρμόδια όργανα της έχουν την απόλυτη ευθύνη να επέμβουν και να τα προστατέψουν.
    Στα ίδια, το μόνο που έχω να πω είναι ότι δεν πρέπει να ντρέπονται, να νιώθουν ένοχα ή υπεύθυνα. Τίποτα στον κόσμο, ότι κι αν κάνουν, δεν αξίζουν τέτοιες τιμωρίες. Το πρόβλημα δεν είναι δικό τους, άλλοι είναι οι θύτες, αυτά είναι μόνο τα θύματα.

    – Τα ποσοστά της παιδικής κακοποίησης αυξήθηκαν θεαματικά τον τελευταίο χρόνο στη χώρα μας. Ποιος ο λόγος κατά τη γνώμη σου;

    Η οικονομική κρίση, η έκρηξη της ανεργίας και η επιδείνωση της φτώχειας έχουν δημιουργήσει τέτοια αναστάτωση στην κοινωνία μας που αντανακλάται με το χειρότερο τρόπο στην οικογένεια και στην καθημερινότητα. Θύματα αυτής της κατάστασης γίνονται δυστυχώς για μία ακόμη φορά γυναίκες και παιδιά. Η ενδοοικογενειακή βία, λοιπόν, δεν αποτελεί μια ιδιωτική υπόθεση στην οποία δεν πρέπει να εμπλέκεται ούτε ο γείτονας, αλλά ένα κοινωνικό πρόβλημα με μεγάλες διαστάσεις.

    Αν θέλετε να διαβάσετε θέματα από τη συνάδελφο Κέλλυ Φαναριώτη, κάντε κλικ εδώ



    ΣΧΟΛΙΑ