• ΥΓΕΙΑ

    Καθηγητής Ι. Κυριόπουλος: 3,6-5 εκατ. ευρώ το κόστος ανά 1.000 κρούσματα κορονοϊού στη χώρα

    Ιωάννης Κυριόπουλος, ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας,


    Από 3,6 έως 5 εκατ. ευρώ εκτιμάται το κόστος ανά 1000 επιβεβαιωμένα κρούσματα κορονοϊού στην Ελλάδα (νοσηλευόμενοι και μη), σύμφωνα με μια πρόσφατη προσέγγιση της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας.

    Όπως ανέφερε ο  ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας, Ιωάννης Κυριόπουλος, σε Διαδικτυακή Στρογγύλη Τράπεζα με θέμα «Πανδημία Covid-19», το συνολικό ιατρικό κόστος της πανδημίας θα σχετίζεται απολύτως με το συνολικό αριθμό των κρουσμάτων, ως εκ τούτου, το άμεσο οικονομικό κόστος της πανδημίας για τη χώρα μας θα είναι χαμηλότερο, σε σύγκριση με τις χώρες που έχασαν τον έλεγχο της διασποράς, με αποτέλεσμα να μολυνθεί πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού τους.

    Σύμφωνα με τον ίδιο, όσο μεγάλος και αν είναι ο αριθμός των κρουσμάτων κατά την επόμενη περίοδο υπάρχει η δυνατότητα να απορροφηθεί, εντούτοις δραματικές θα είναι οι συνέπειες όσον αφορά στο έμμεσο κόστος, σε παγκόσμιο επίπεδο.

    «Το κόστος για την πανδημία και για τη νοσηλεία των ασθενών, το άμεσο ιατρικό κόστος, δεν είναι αυτό που θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα. Το πρόβλημα είναι το έμμεσο κόστος από αυτήν την πανδημία. Ήδη κάθε εβδομάδα οι εκτιμήσεις για την ύφεση που θα υποστεί η οικονομία αλλάζουν επί το χείρον. Σε αντίθεση με την αρχική φάση της πανδημίας, όπου η πρόβλεψη για τον παγκόσμιο ρυθμό ανάπτυξης ήταν -1% έως -2%, στην παρούσα φάση εκτιμάται ότι οι απώλειες του ΑΕΠ θα κυμαίνονται ανάμεσα στο 5% και 10%. Αυτό θα είναι συγκλονιστικό για το σύνολο του πλανήτη και στην επόμενη περίοδο θα σκεπάσει πλήρως ακόμη και τα τραύματα από τον κορονοϊό», τόνισε ο κος Κυριόπουλος, εκτιμώντας ότι η ανάκαμψη θα είναι ανάλογη του μεγέθους της κρατικής παρέμβασης, με τις  προσπάθειες για την «επιπέδωση» της υφεσιακής καμπύλης της οικονομίας να είναι επιβεβλημένες.

    Το «υπερόπλο» της Ελλάδας

    Είναι προφανές ότι ο αιφνιδιασμός των συστημάτων υγείας στο δυτικό κόσμο και όχι μόνο, υπήρξε πλήρης και ολοκληρωτικός.  Μάλιστα, τα καλύτερα συστήματα του κόσμου, της δυτικής Ευρώπης, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ, ήταν αυτά που είχαν τις λιγότερο καλές επιδόσεις ή υπέστησαν το μεγαλύτερο αιφνιδιασμό, σε σχέση με άλλα συστήματα.

    Σύμφωνα με τον καθηγητή, το «υπερόπλο», το οποίο χρησιμοποίησε έγκαιρα η Ελλάδα στη μάχη με τον κορονοϊό ήταν η φυσική και κοινωνική αποστασιοποίηση, υπερκερνώντας με αυτόν τον τρόπο τις αδυναμίες του δημόσιου συστήματος υγείας.

    Τα καλά αντανακλαστικά και η πολιτική που παρήχθη έγκαιρα οδήγησαν στην καλή επίδοση που παρουσιάζει η χώρα μας, τουλάχιστον με τα μέχρι τώρα στοιχεία, ενώ διαμορφώνουν και μια διαφορετική από την επικρατούσα αντίληψη για το σύστημα ιατρικής περίθαλψης και τη δημόσια υγεία.

    «Η υπόθεση του κορονοϊού δεν είναι μια υπόθεση ιατρικής περίθαλψης, γιατί και άλλες χώρες είχαν και τεχνολογία και ΜΕΘ και πόρους πολύ περισσότερους από εμάς, αλλά δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν με αυτά τα εργαλεία. Κατά συνέπεια το υπερόπλο ήταν η φυσική και κοινωνική αποστασιοποίηση και αυτό έγινε εφικτό στη χώρα μας, κατά παράδοξο τρόπο, επειδή το σύστημα ιατρικής περίθαλψης είχε πληγεί καίρια στη διάρκεια των μνημονίων και της οικονομικής κρίσης.

    Μη έχοντας τα κατάλληλα τεχνολογικά όπλα και το μεγάλο αριθμό ΜΕΘ, η Επιτροπή εμπειρογνωμόνων  με σοφία επέλεξε ένα εργαλείο δημόσιας υγείας. Παρά το γεγονός ότι η πλειονότητα των συναδέλφων είναι κλινικοεργαστηριακοί, τους αξίζουν συγχαρητήρια γι’ αυτήν την έξυπνη και λιτή επιλογή, η οποία αποδεικνύεται ότι είναι από τις καλύτερες στην παρούσα συγκυρία», τόνισε ο κος Κυριόπουλος.

    Αλλαγές στις αντιλήψεις

    Αυτά τα προβλήματα στη χώρα μας και σε παγκόσμια κλίμακα θα επιδράσουν στην αλλαγή των αντιλήψεών μας για το σύστημα ιατρικής περίθαλψης και για τη δημόσια υγεία, αναδεικνύοντας διαφορετικές παραμέτρους από αυτές που μέχρι σήμερα είθιστο να τίθενται  στο τραπέζι, εκτιμά ο καθηγητής.

    Σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε, η μείωση της ζήτησης στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών και στις εισαγωγές στα νοσοκομεία τις τελευταίες ημέρες  κινείται ανάμεσα στο 55% (για τα γενικά νοσοκομεία) και 90% (για τα νοσοκομεία αναφοράς). Η μείωση αυτή δεν απορροφάται από την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ), της οποίας η ζήτηση έχει μειωθεί κατά 50-70%.

    «Εδώ υπάρχουν μείζονα θέματα τα οποία θα επιδράσουν με μείζονα τρόπο στην αντίληψη που έχουμε για το σχεδιασμό και τον προγραμματισμό των υπηρεσιών υγείας, αλλά και στη φλυαρία που πολλές φορές εκδηλώνεται σχετικά με την ανάγκη αύξησης των τεχνολογικών πόρων στην υγεία.

    Προφανώς οι συμπολίτες μας αυτοί, σε ένα μεγάλο βαθμό, εξαιτίας του φόβου του κορονοϊού αναβάλουν τον έλεγχο ορισμένων προβλημάτων υγείας, εντούτοις, τα επείγοντα δεν αναβάλλονται. Το συμπέρασμα είναι ότι αυτή η ζήτηση είναι ψευδής ως προς τη διατύπωσή της και κατά συνέπεια, αυτό που χρειαζόμαστε είναι κάτι διαφορετικό από την υψηλή τεχνολογική ιατρική στα τριτοβάθμια νοσοκομεία.

    Αυτό το εύρημα θα αλλάξει και πρέπει να αλλάξει πλήρως την άποψή μας για τις υπηρεσίες υγείας, προς όφελος μια καλής κρατικής δημόσιας υγείας που δεν την έχουμε», σημείωσε ο καθηγητής, τονίζοντας ότι το επόμενο στοίχημα θα είναι η ΠΦΥ.

    Πολύπλοκη και επώδυνη η έξοδος

    Ο ίδιος εκτιμά ότι η έξοδος από την πανδημία θα είναι δύσκολη, πολύπλοκη και επώδυνη.  Περνώντας σε μία φάση ενδημίας, η διαχείριση των κρουσμάτων θα είναι πολύ πιο δύσκολη από την άποψη της δημόσιας υγείας και της ιατρικής περίθαλψης, σε σχέση με  σήμερα, γεγονός που απαιτεί μια ρύθμιση γι΄ αυτά τα ζητήματα σε παγκόσμια κλίμακα.

    «Λυπάμαι που έχει θαμπώσει η λάμψη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Υπεύθυνες είναι κυρίως οι μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες στην περίοδο της παγκοσμιοποίησης θεωρούν ότι αυτοί οι Οργανισμοί είναι πολυτέλεια. Κάνουν λάθος. Οποιαδήποτε ρύθμιση για την υγειονομική ασφάλεια του πλανήτη πρέπει να εμπεριέχει τον ΠΟΥ καθώς και δύο λέξεις κλειδιά: «ενιαία υγεία» και «παγκόσμια υγεία», όχι μόνο από χωροταξική άποψη αλλά και από άποψη διεπιστημονική, ώστε αυτές οι δύο παράμετροι να δώσουν την ευκαιρία να διαμορφωθεί μια νέα αντίληψη για την πολιτική και την κουλτούρα της δημόσιας υγείας στον κόσμο», κατέληξε ο κος Κυριόπουλος.



    ΣΧΟΛΙΑ