• ΥΓΕΙΑ

    Η σημασία των ορμονών στην ιδιοπαθή υπέρταση

    • του Γεώργιου Πιαδίτη, Διευθυντή Ενδοκρινολογικού Τμήματος, Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center

    Γεώργιος Πιαδίτης, Διευθυντής Ενδοκρινολογικού Τμήματος, Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center


    Η αρτηριακή υπέρταση είναι από τις συνηθέστερες παθήσεις και προσβάλει σημαντικό ποσοστό του γενικού πληθυσμού.

    Τα αίτια που την προκαλούν δεν είναι επαρκώς καθορισμένα και για το λόγο αυτό στο μεγαλύτερο ποσοστό χαρακτηρίζεται ως ‘ιδιοπαθής’ δηλαδή άγνωστης αιτιολογίας. Σε μικρό μόνο ποσοστό τα αίτια είναι γνωστά και συνηθέστερα περιλαμβάνουν παθήσεις της καρδιάς, των νεφρών και των ενδοκρινών αδένων. Τα τελευταία όμως χρόνια οι παθήσεις των ενδοκρινών αδένων φαίνεται να αποτελούν αιτία αρτηριακής υπέρτασης σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό απ’ ότι πιστεύαμε μέχρι σήμερα, το οποίο κυμαίνεται από 10 έως 32% της λεγόμενης ιδιοπαθούς υπέρτασης.

    Οι διαταραχές της λειτουργίας του θυρεοειδούς, υπερθυρεοειδισμός και υποθυρεοειδισμός, είναι γνωστά αίτια αρτηριακής υπέρτασης από μακρού, ενώ αντίθετα οι παθήσεις των επινεφριδίων εξακολουθούν, δυστυχώς, να θεωρούνται σπάνια αίτια υπέρτασης. Αυτό τα τελευταία χρόνια έχει πλήρως διαφοροποιηθεί, καθόσον πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι διαταραχές της έκκρισης της κορτιζόλης και της αλδοστερόνης είναι ιδιαίτερα συχνές και θεωρούνται ως αίτια υπέρτασης στο 32% των ασθενών με αρτηριακή υπέρταση. Αυτό οφείλεται είτε στην παρουσία αδενωμάτων στα επινεφρίδια σε ποσοστό 18% των υπερτασικών ασθενών και αντιμετωπίζονται με λαπαροσκοπική χειρουργική επέμβαση, είτε στην περίπτωση υπερέκκρισης αλδοστερόνης, σε ιδιοπαθή υπερπλασία αμφοτέρων των επινεφριδίων και αντιμετωπίζεται με εξειδικευμένη αντι-υπερτασική αγωγή. Σπανιότερα επινεφριδιακά αίτια είναι τα φαιοχρωμοκυττώματα-παραγαγγλιώματα με χαρακτηριστικές συνήθως κλινικές εκδηλώσεις και ακόμα σπανιότερα ο καρκίνος των επινεφριδίων. Αδυναμία διάγνωσης των ανωτέρω επινεφριδιακών αιτίων οδηγεί σχεδόν κατά κανόνα σε αδυναμία μόνιμης ρύθμισης της αρτηριακής υπέρτασης με την χρήση των συμβατικών μη εξειδικευμένων αντι-υπερτασικών φαρμάκων.

    Το ερώτημα που τίθεται είναι πότε θα αναζητηθούν από το θεράποντα ιατρό τα επινεφριδιακά αίτια αρτηριακής υπέρτασης. Σε αυτό βοηθούν οι ακόλουθες οδηγίες:

    1. Στα νεαρά υπερτασικά άτομα (ηλικία <40 ετών).
    2. Όταν υπάρχουν χαμηλά επίπεδα καλίου αίματος (<3.5 mEq/L), αλλά και στις περιπτώσεις εκείνες που παραμένουν μόνιμα στα κατώτερα φυσιολογικά όρια.
    3. Στις περιπτώσεις εκείνες που η αρτηριακή πίεση δεν αποκαθίσταται στα φυσιολογικά όρια παρά την χορήγηση επαρκούς συμβατικής αντι-υπερτασικής αγωγής.

    Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η αρτηριακή υπέρταση δεν εμφανίζεται μόνο σε άτομα της μέσης ή προχωρημένης ηλικίας, αλλά σε σημαντικό ποσοστό έχει κληρονομικό χαρακτήρα και εκδηλώνεται σε ιδιαίτερα νεαρή ηλικία. Για το λόγο αυτό, ο περιοδικός έλεγχος της αρτηριακής πίεσης οφείλει να αρχίσει νωρίς από την παιδική ηλικία. Επίσης, επειδή η αρτηριακή υπέρταση μπορεί να οφείλεται σε διαταραχές διαφορετικών οργάνων του σώματος, για την σωστή διερεύνηση και αντιμετώπιση της νόσου, συχνά επιβάλλεται η συνεργασία ιατρών διαφόρων ειδικοτήτων.



    ΣΧΟΛΙΑ