• First Top Stories

    S&P: Η Ελλάδα θα εκπληρώσει τους περισσότερους όρους του προγράμματος αλλά με σημαντική καθυστέρηση

    s&p


    Σε επιβεβαίωση της αξιολόγησης Β-/Β για την Ελλάδα προχώρησε ο οίκος Standard and Poor’s (S&P) διατηρώντας σταθερό το outlook της αξιολόγησης. Οι αναλυτές του διεθνούς οίκου αξιολόγησης εκτιμούν ότι παρά τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η Ελλάδα θα συνεχίσει να εκπληρώνει τους περισσότερους όρους του προγράμματος, αν και με σημαντική καθυστέρηση.

    Παρά το γεγονός ότι καταγράφεται μια ήπια ανάκαμψη το δεύτερο εξάμηνο του 2016, η ελληνική οικονομία παραμένει εύθραυστη και ο τραπεζικός κλάδος υπό πίεση.

    Ο οίκος θεωρεί ότι οι εκταμιεύσεις του προγράμματος θα ευθυγραμμίζονται με τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους, μεταξύ των οποίων και η μεγάλη πληρωμή των 2 δισ. ευρώ τον Ιούλιο, ενώ αναμένεται και μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς την αγορά.

    Η οικονομική ανάπτυξη της τετραετίας 2017-2020 θα βασιστεί στον τουρισμό και τη σταδιακή βελτίωση της αγοράς εργασίας, σημειώνει ο οίκος. Οι προοπτικές επενδύσεων παραμένουν περιορισμένες, δεδομένων των προκλήσεων για τις ελληνικές τράπεζες.

    Πότε θα αλλάξει η αξιολόγηση

    Το σταθερό outlook αντανακλά την εκτίμηση τους διεθνούς οίκου ότι τους επόμενους 12 μήνες, τα ρίσκα για την αξιολόγηση «Β-» της Eλλάδας είναι ισορροπημένα.

    Θα μπορούσε να εξετάσει μία αναβάθμιση αν υπάρξει πιο ισχυρή επίδοση στην ανάπτυξη και μετρήσιμη πρόοδο στην μείωση του ακόμα πολύ υψηλού ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας, μαζί με μια συμμόρφωση στις παραμέτρους του προγράμματος του ESM.

    Αντίθετα, μπορεί να προχωρήσει σε υποβάθμιση αν η καθυστέρηση ή η μη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που προβλέπει το πρόγραμμα οδηγούσε σε παρατεταμένη περίοδο όπου οι χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης δεν καλύπτονταν από τις εκταμιεύσεις, σημειώνει ο οίκος.

    Κλειδί η ανάκαμψη των τραπεζών

    Σύμφωνα με την S&P, η ανάκτηση του χαμένου ΑΕΠ θα εξαρτηθεί από την ανάκαμψη του πιεσμένου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι ελληνικές τράπεζες εξαρτώνται από την χρηματοδότηση του επίσημου τομέα, με την ΕΚΤ και τον ELA να καλύπτουν το 25% του ενεργητικού.

    Μεταξύ Σεπτεμβρίου 2010 και Νοεμβρίου 2016 καταθέσεις περίπου 128 δισ. ευρώ ή 70% του εκτιμώμενου ΑΕΠ το 2017, βγήκαν από το τραπεζικό σύστημα, αν και τα μεγέθη εμφανίζονται σταθεροποιημένα το τελευταίο εξάμηνο.

    Με τα NPEs στο 51% της συνολικής έκθεσης (μόνο στους ισολογισμούς), οι τράπεζες δεν είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, ενώ οι εταιρείες και τα νοικοκυριά ίσως επιλέξουν να δώσουν προτεραιότητα στις πληρωμές φόρων (τα ληξιπρόθεσμα προς την Εφορία αντιστοιχούν σε περίπου 50% του ΑΕΠ) αντί στην εξόφληση των δανείων.

    Η πίεση στο τραπεζικό σύστημα αντιπροσωπεύει μια δυνητική υποχρέωση για το Δημόσιο. Η πρόβλεψη για το δημόσιο χρέος δεν αντανακλά πιθανές νέες κεφαλαιακές ενισχύσεις στις τράπεζες αν και είναι υπαρκτό το ρίσκο ότι θα χρειαστεί επιπλέον ενίσχυση. Διαβλέπει ότι η επαναφορά του waiver για την επιλεξιμότητα των ελληνικών τίτλων από την ΕΚΤ, αντί του ακριβότερου ELA, θα αυξήσει την κερδοφορία των τραπεζών. Αναμένει ωστόσο μόνο σταδιακή άρση των κεφαλαιακών ελέγχων.

    Οι σχέσεις με ΕΕ και ΔΝΤ

    Η S&P αναφέρει ότι οι σχέσεις των ελληνικών αρχών με τους επίσημους πιστωτές και ειδικότερα με το ΔΝΤ συνεχίζουν να δοκιμάζονται λόγω της σύνθεσης των ελληνικών δαπανών γενικής κυβέρνησης αντί για τα δημοσιονομικά μεγέθη. Ειδικότερα, οι δαπάνες σε συντάξεις συνεχίζουν να απορροφούν τους περισσότερους δημοσιονομικούς πόρους της χώρας, εις βάρος των δαπανών σε υγεία, παιδεία και ανεργία.

    Το συνταξιοδοτικό λειτουργεί με ένα μη βιώσιμο έλλειμμα της τάξεως του 11% του ΑΕΠ, αποτελώντας μια σημαντική μεταφορά πόρων από τους υψηλά φορολογούμενους εργαζόμενους της χώρας προς τους συνταξιούχους.

    Την ίδια στιγμή, το ΔΝΤ υποστηρίζει δημόσια έναν πιο χαλαρό ρυθμό δημοσιονομικής λιτότητας. Η συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα μένει να αποφασιστεί. Επίσης, δεν είναι βέβαιη η συμμετοχή της Αθήνας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αν και αποτελεί σημαντικό κίνητρο για την ελληνική κυβέρνηση ώστε να έλθει σε συμφωνία με τους πιστωτές της.

    Το χρέος

    Παρά το δυσθεώρητο μέγεθος του ελληνικού χρέους (στο 180% του ΑΕΠ το 2016) το κόστος εξυπηρέτησής του είναι πολύ χαμηλό και κυμαίνεται μεταξύ 1 – 1,5%. Σε αντίθεση με τις περισσότερες κυβερνήσεις που αξιολογεί ο οίκος, η μερίδα του λέοντος του ελληνικού χρέους -σχεδόν 84%- είναι στα χέρια του επίσημου τομέα, με τα 4/5 να προέρχονται από τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης και τους θεσμούς με μεγάλες ωριμάνσεις και περίοδο χάριτος στις πληρωμές κεφαλαίου που κυμαίνεται μεταξύ 3 ετών (για τα δάνεια του πρώτου μνημονίου) και 17 ετών, όσον αφορά στα δάνεια του ESM.

    Mέση ανάπτυξη 3% ως το 2020

    Σε σύγκριση με την πρόβλεψη για ύφεση 1% το 2016 (η οποία έγινε τον Ιούλιο του 2016) η S&P τώρα προβλέπει μικρή ανάκαμψη για την περασμένη χρονιά. Αυτή αποδίδεται στο ριμπάουντ στις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση. Η απασχόληση βελτιώνεται, παρότι αυτό γίνεται κυρίως με προσωρινή απασχόληση παρά μόνιμες θέσεις εργασίας. Αν και μικρότερη από τα υψηλά του 2014, στο 23% τον Οκτώβριο παραμένει η υψηλότερη στην ευρωζώνη και τον ΟΟΣΑ.

    Για την περίοδο 2017 – 2020 ο οίκος περιμένει ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί με μέσο όρο σχεδόν 3% ετησίως, αν δεν υπάρξει κάποιο ισχυρό αρνητικό γεγονός. Η πρόβλεψη στηρίζεται στην εκτίμηση για σταδιακή ενίσχυση της αγοράς εργασίας, βελτίωση της ρευστότητας στον ιδιωτικό τομέα από τη μείωση των ληξιπρόθεσμων του Δημοσίου και μια σταθερή, παρότι σταδιακή, άρση των κεφαλαιακών ελέγχων.

    Όλα αυτά εκτιμά ότι θα τονώσουν την καταναλωτική και επενδυτική εμπιστοσύνη, όπως και η ολοκλήρωση των κρίσιμων σταθμών του προγράμματος και η αναδιάρθρωση των υψηλών κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών.

    Η εικόνα για τους βασικούς τομείς υπηρεσιών παραμένει μικτή. Η ναυτιλία εξαρτάται από το πλεόνασμα προσφοράς που συνδυάζεται με την παγκόσμια επιβράδυνση του εμπορίου. Ο τουρισμός παραμένει ισχυρός επιτρέποντας στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να «γυρίσει» σε ελαφρό πλεόνασμα της τάξης του 1% του ΑΕΠ το 2016. Το ισοζύγιο υποβοηθά η πίεση στις εισαγωγές, οι χαμηλές τιμές ενέργειας και τα χαμηλά επιτόκια των δανείων του επίσημου τομέα. Σταδιακά θα ισορροπήσει ως το 2020 με την σταδιακή αύξηση των εισαγωγών.

    Παρά την ανάπτυξη η S&P εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα είναι 15% χαμηλότερο έναντι του 2008, ενώ οι επενδύσεις θα είναι κάτω του 10% του ΑΕΠ το 2017 έναντι 25% πριν την παγκόσμια οικονομική κρίση.



    ΣΧΟΛΙΑ