• City Stories

    «Άλλοτε και Τώρα»: Η μεγάλη αναδρομική έκθεση της Ίριδας Ξυλά Ξανάλατου


    «Άλλοτε και Τώρα». Η μεγάλη αναδρομική έκθεση της Ίριδας Ξυλά Ξανάλατου, διεθνώς αναγνωρισμένης χαράκτριας και ζωγράφου, εγκαινιάζεται στις 7 Φεβρουαρίου, στο Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς, υπό την επιμέλεια του ιστορικού τέχνης Σωκράτη Λούπα. Η καλλιτεχνική της δημιουργία, μετρά πάνω από 50 χρόνια, και είναι η πρώτη φορά που η δουλειά της παρουσιάζεται συνολικά.

    Μεγάλωσε σ’ ένα ανοικτό μεγαλοαστικό σπίτι. Με καταγωγή την οικογένεια Ξυλά, από τα Καρδάμυλα της Χίου από την πλευρά του πατέρα της. Από τις οικογένειες Νοταράδων και Δασσίου της Πελοπονήσσου, από την πλευρά της μητέρας της. Κι από ιστορικές οικογένειες της Ύδρας και του Πόρου από την πλευρά της γιαγιάς της. Κι ακριβώς αυτή η «βαριά» καταγωγή, στάθηκε και η κινητήριος δύναμη πίσω από την επιθυμία της, ν’ αναγνωριστεί πρωταρχικά στο εξωτερικό. «Εκεί τα έργα περνάνε από κριτικές επιτροπές. Και είχα ανάγκη να αισθανθώ ότι κάνω μια έκθεση , όχι εκ του ποιά είμαι, ή ποιόν γνωρίζω, αλλά επειδή έχω κάτι να πω. Όταν βραβεύτηκα στο Παρίσι ή στο Τόκιο η ικανοποίηση μου ήταν ξεκάθαρη. Και βέβαια την πιο μεγάλη χαρά, την πήρα από το τελευταίο μου βραβείο στην Κίνα, που για μένα ξεχωρίζει επειδή προέρχεται από την πατρίδα της μεταξοτυπίας».

    Ίρις Ξυλά Ξαναλάτου

    Η Ίρις Ξυλά Ξαναλάτου χρησιμοποιεί την χειροποίητη μεταξοτυπία σαν κυρίαρχο εκφραστικό μέσο, με αφαιρετική τεχνική , λιτό ύφος, καθαρά σχήματα και τα «δικά» της μοναδικά χρώματα. Οι σπουδές της ως παιδί, σε χορό , βιολί και πιάνο δίνουν έναν εσωτερικό ρυθμό στο πινέλλο της και αναδύονται στα έργα της , σαν μια άλλοτε εμφανής κι άλλοτε υπόγεια , δυναμική κίνησης και προοπτικής . Τα θέματα της, εναλλάσσονται: σκοτεινά αστικά και βιομηχανικά τοπία, φωτεινές θαλασσογραφίες, αναφορές στην κλιματική αλλαγή, συνθέσεις από πουλιά, άνθη και πεταλούδες, ίχνη από στιγμές που έχουν αφήσει αποτύπωμα στη συναισθηματική της ζωή.

    «Πειραματίζομαι με όλα, τα υλικά, τα θέματα, τα χρώματα». Μου δείχνει ένα έργο στον τοίχο, όπου ένα ζωηρό κόκκινο παλεύει να φύγει από το κάδρο. «Αυτό το έφτιαξα παιδί στο εξοχικό της γιαγιάς μου, με κουτάλι επειδή δεν είχα πινέλο, παπαρούνες, αλεύρι και μπογιά. Μέσα από τη ζωγραφική πραγματεύομαι ότι υπάρχει μέσα μου. Το φως και το σκοτάδι μου. Την χαρά και τη πίκρα μου». Στο πρόσωπο της, βρίσκουν κοινό τόπο η φινέτσα με την αστική καλαισθησία, η γαλήνη με τα υπόγεια ρεύματα, κι η μελαγχολία της ευαίσθητης ψυχής με την αισιόδοξη δημιουργική ματιά.

    «Γεννήθηκα στην Αθήνα μέσα στον πόλεμο. Δεν ήμουν ποτέ ένα κορίτσι της γειτονιάς» λέει με τόνο που συνδυάζει το παράπονο με την αποδοχή, «δεν αξιώθηκα αυτό το προνόμιο. Σαν παιδί ήμουν ανοιχτόκαρδη κι ευτυχισμένη.

    «Σοκολάτα Ίρις» με φώναζαν γιατί άρπαζα εύκολα από τον ήλιο. Το 1951, όταν ήμουν δέκα χρονών, η οικογένεια μου μετακόμισε στο Λονδίνο κι εμένα με έστειλαν εσωτερική σ’ ενα σχολείο στο Νιούμπουρι, έξω από την Οξφόρδη. Κατάλαβα τι θα πει μοναξιά. Ήμουν εγώ και το μπαούλο μου, άλλοι ξένοι δεν υπήρχαν, και τους γονείς μου τους έβλεπα μια φορά το μήνα. Παρακάλεσα να έρθουν να με πάρουν, εκείνοι όμως επέμεναν στο να αποκτήσω μια δυνατή μόρφωση, σ’ ένα γνωστό σχολείο , το ίδιο που αργότερα τέλειωσε η Κέητ Μίντλετον. Είχα δύσκολα βιώματα, έγινα -θέλοντας και μη- μοναχική, έζησα κι ένα οδυνηρό αυτοκινητιστικό δυστύχημα, αλλά ήμουν τυχερή , όχι μόνο γιατί τα ξεπέρασα, αλλά γιατί βρήκα το αντίδοτο μέσα μου. Την τέχνη. Και δεν μ’ εγκατέλειψε ποτέ. Έμαθα ν’ αντέχω πολλά πράγματα, ούτε μια μέρα όμως χωρίς να ζωγραφίσω.»

    Στην Αγγλία έκανε σπουδές εκπαιδευτικού, ενώ ειδικεύτηκε στη ζωγραφική κρυφά από την οικογένεια της. Ζωγράφιζε κι έκρυβε τα έργα της κάτω από το κρεββάτι. Όταν η μητέρα της τα ανακάλυψε, τα πέταξε όλα « Έβαλα κάποια στιγμή το χέρι μου κάτω από το κρεββάτι και δεν βρήκα τίποτε. Το μόνο που έχω από τη δουλειά εκείνων των χρόνων, είναι δυο έργα είχα προσφέρει στους γονείς μου σα δώρο κι έτσι δεν μπορούσαν να τα πετάξουν. Κάποια στιγμή, όταν είχα γυρίσει πια στην Αθήνα, μια φίλη του εικαστικού χώρου είδε κάτι δικό μου τυχαία, κι ενθουσιάστηκε . Εγώ είχα έτοιμα αρκετά έργα , παραγγελιά των δικών μου που γυρίζαν κι εκείνοι στην Ελλάδα κι ήθελαν κάτι για να «γεμίσουν τους τοίχους». Και κάπως έτσι , έγινε η πρώτη μου έκθεση.»

    Γυναίκα δραστήρια και πολυδιάστατη, εργαζόταν σα δασκάλα, είχε επενδύσει σ’ ένα νηπιαγωγείο και ήταν ταυτόχρονα, στο διοικητικό συμβούλιο της Ελληνικής γυναικείας Επιμορφωτικής Ακαδημίας.

    «Είχα την τύχη να γνωρίσω, πολύ ενδιαφέρουσες γυναικείες μορφές , κι όσο για το νηπιαγωγείο είχε ξεπεταχτεί κι είχε γεμίσει παιδάκια. Εικοσιοκτώ χρόνων μεγαλοκοπέλα λοιπόν, κι έχοντας αποδείξει ότι μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, λέω τώρα θα μπαρκάρω σ’ ένα πλοίο , θα παίζω μουσική και θα πάω στο Τέξας. Δεν πρόλαβα. Αρρώστησε η θεία μου και αντ’ αυτού, γνώρισα τον γιατρό της, με τον οποίο δεκαπέντε μέρες αργότερα, αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Μετά το γάμο, έβαλα στο πάτωμα εφημερίδες κι όσο ο άντρας μου έλειπε στη δουλειά, εγώ ζωγράφιζα. Εκείνος εργασιομανής, εγώ αστείρευτη και τα πράγματα βρήκαν το δρόμο τους…» Χήρα εδώ κα λίγα χρόνια, διατηρεί ένα σπίτι στη Ρηγίλλης κι ένα στην Κηφισιά , αλλά θα ήθελε να ζει στο Φάληρο ή τη Βούλα. Δεν έχει όμως σημασία στην πραγματικότητα , εφόσον «ζει αληθινά» στα λίγα τετραγωνικά που ζωγραφίζει.

    «Εκεί που δουλεύω, εκεί ανασαίνω. Σίγουρα θα προτιμούσα να βλέπω θάλασσα. Να την ακούω να μου μιλάει, να την μυρίζω. Όλα αποκτούν μια λάμψη και μια ζωντάνια στη θάλασσα, ακόμη κι οι πεταλούδες . Κάποια στιγμή στη Σύρο με μάγεψαν οι πεταλούδες, με την αέρινη τους κίνηση. Κι αποφάσισα να το δουλέψω.»

    -«Οι πεταλούδες και τα ιστιοφόρα, είναι χαρακτηριστικά σας θέματα. Είναι και τα πιο αγαπημένα;» ρωτώ.

    – « Αγαπώ το κάθε έργο για άλλο λόγο κι αντιπαθώ, πολλές φορές όλα. Κι όλα έχουν ειπωθεί. Διαφέρει μόνον, ο τρόπος που τα λέει ο καθένας» δηλώνει με ήπια σιγουριά.

    – «Αυτό είναι τέχνη λοιπόν; Ο τρόπος;» ζητώ να μάθω.

    – «Τέχνη είναι η πρωταρχική ανάγκη του ανθρώπου. Δες ενα μωρό – με το που ξεκινάει να μιλάει, τραγουδάει κιόλας. Με το που θα σταθεί όρθιο, θ’ αρχίσει να χορεύει. Η τέχνη είναι ο πιο πρωτογενής, ο πιο πηγαίος κι ανθρώπινος τρόπος έκφρασης κι αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον ……».

    -Ξέρεις ποιος ήταν ο φόβος μου , όταν με έβαλαν εσωτερική στο αγγλικό σχολείο;» ρωτάει ξαφνικά.

    -«Το να ξεχάσω τα ελληνικά μου. Κι επειδή δεν είχα κανέναν να μιλήσω, μιλούσα στον εαυτό μου στην τουαλέτα. Ψιθυριστά μεν, αλλά έτσι ώστε να ακούω τις λέξεις για να μην χάσω τον ήχο τους. Έβγαινα από την τουαλέτα και με κοιτούσαν καλά, καλά. Αλλά δεν τα ξέχασα…»

    Με ξεναγεί με αγάπη και περηφάνια στο εργαστήριο της με την μεθυστική μυρωδιά από νέφτι και το δυνατό τεχνητό φως. «Για να είσαι ευτυχισμένος, πρέπει να ξέρεις να δίνεις» μου λέει, «και τότε τα χέρια σου, θα είναι πάντα γεμάτα»…

    Στο λόγο της ξεδιπλώνονται κινηματογραφικές εικόνες από άλλες εποχές, αλλά κι υπέροχα θραύσματα από ταξίδια στο Νείλο, το Μαρόκο, τη Γένοβα, ή την Αγία Πετρούπολη. Κι όπως την αγκαλιάζει το φως του ήλιου στο σαλόνι της στην Κηφισιά, πίνοντας χαμομήλι με μέλι, μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα, ανάμεσα στα ατμοσφαιρικά της χαρακτικά και τις ασπρόμαυρες κι αριστοκρατικά απόμακρες φωτογραφίες των συγγενών από μια άλλη ζωή, εστιάζω στα λίγο θλιμμένα μάτια της.

    Κι εκεί εντυπωσιάζομαι όχι από το καθαρό γαλάζιο χρώμα, αλλά από το βλέμμα του καλλιτέχνη που είναι καταδικασμένος να θυμάται, όλα όσα οι άνθρωποι έχουν την ευκαιρία να ξεχνούν.

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: Τάσος Μπουλμέτης στο mononews: Τα οράματα (της ΑΕΚ) δεν ξεχνιούνται ποτέ

     



    ΣΧΟΛΙΑ