Με «αιχμή» ένα χαρτοφυλάκιο 28 υπογεγραμμένων συμβάσεων ΣΔΙΤ συνολικής αξίας 3,5 δισ. ευρώ, αλλά και ένα νέο κύμα έργων που βρίσκεται υπό δημοπράτηση ή στο στάδιο προετοιμασίας υπογραφής, η Ελλάδα επιχειρεί να επιταχύνει την παραγωγή δημόσιων υποδομών και υπηρεσιών αξιοποιώντας το μοντέλο της Σύμπραξης Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα. Τα δεδομένα και τις βασικές τάσεις παρουσίασε στο ΣΔΙΤ Forum ο κ. Νίκος Σέργης, Διευθυντής της Μονάδας ΣΔΙΤ του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, σκιαγραφώντας τόσο τη δυναμική των έργων όσο και τα «δύσκολα» σημεία στην ωρίμανσή τους.

Το «οικοσύστημα» των ΣΔΙΤ

Στον πυρήνα του θεσμικού πλαισίου, τα έργα ΣΔΙΤ διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες, με διαφορετική λογική αποπληρωμής και κατανομής κινδύνων. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται τα ανταποδοτικά έργα, όπου ο ιδιωτικός φορέας αποπληρώνεται μέσω της εμπορικής εκμετάλλευσης του έργου και των πληρωμών που καταβάλλονται απευθείας από τον τελικό χρήστη ή καταναλωτή. Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται τα έργα κοινωνικών υποδομών με πληρωμές διαθεσιμότητας, στα οποία ο ανάδοχος αποζημιώνεται από το Δημόσιο σε βάθος χρόνου, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται συγκεκριμένες προδιαγραφές ποιότητας και δείκτες αποτελέσματος.

1

Η διάκριση αυτή είναι κρίσιμη, καθώς προδιαγράφει με σαφήνεια το ποιος πληρώνει, με ποιον τρόπο και ποιος αναλαμβάνει το σχετικό ρίσκο καθ’ όλη τη διάρκεια υλοποίησης και λειτουργίας του έργου.

Σύμφωνα με όσα παρουσιάστηκαν, το νομικό πλαίσιο των ΣΔΙΤ βασίζεται σε μια ενιαία λογική που καλύπτει ολόκληρο τον κύκλο ζωής των έργων, από την ωρίμανση έως τη λειτουργία τους. Ο σχεδιασμός, η κατασκευή, η χρηματοδότηση, η λειτουργία και η συντήρηση ενσωματώνονται σε ένα συνεκτικό σχήμα, με στόχο να περιορίζεται ο κατακερματισμός και να επιταχύνονται οι διαδικασίες.

Παράλληλα, οι διαδικασίες ανάθεσης και εκτέλεσης είναι πλήρως ευθυγραμμισμένες με το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, προβλέπεται συγκεκριμένο και σαφές συμβατικό καθεστώς με δυνατότητες επίλυσης διαφορών, ενώ υπάρχει συνεχής θεσμική παρακολούθηση και υποστήριξη από τη Μονάδα ΣΔΙΤ, σε συνδυασμό με ρόλο έγκρισης και ελέγχου από τα αρμόδια όργανα. Η στόχευση είναι σαφής: ταχύτητα χωρίς απώλεια ελέγχου, ώστε τα έργα να είναι τραπεζώσιμα και να προσελκύουν ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον.

Γιατί ΣΔΙΤ;

Το μοντέλο των ΣΔΙΤ αναδεικνύεται ως εργαλείο που επιτρέπει τη μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων για την υλοποίηση δημόσιων υποδομών, μεταφέροντας την αποπληρωμή των έργων σε βάθος χρόνου και αποφεύγοντας την άμεση δημοσιονομική επιβάρυνση. Ταυτόχρονα, δημιουργεί ισχυρά κίνητρα για την τήρηση τόσο των χρονοδιαγραμμάτων όσο και των προϋπολογισμών, καθώς οι πληρωμές συνδέονται άμεσα με την παράδοση και τη λειτουργία των έργων.

Η ενιαία σύμβαση που συνδυάζει μελέτη, κατασκευή και λειτουργία ενισχύει τις συνέργειες και περιορίζει τις αστοχίες, ενώ η σύνδεση της αμοιβής του αναδόχου με την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και τη λειτουργική απόδοση εισάγει μια κουλτούρα διαρκούς αξιολόγησης. Σε περιπτώσεις χαμηλής απόδοσης, οι πληρωμές μειώνονται, μεταφέροντας μέρος του κινδύνου στον ιδιωτικό φορέα.

Η μεγάλη εικόνα: 28 συμβάσεις, 3,5 δισ. ευρώ

Το χαρτοφυλάκιο των ΣΔΙΤ που έχει ήδη υπογραφεί εκτείνεται σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας. Περιλαμβάνει έργα εκπαίδευσης, όπως σχολικές υποδομές και φοιτητικές εστίες, έργα μεταφορών με οδικούς άξονες και τη λειτουργία και συντήρηση του μετρό, παρεμβάσεις στη διαχείριση απορριμμάτων και υδάτινων πόρων, έργα τεχνολογίας και ψηφιακών υποδομών, καθώς και λοιπές δημόσιες υποδομές, όπως πυροσβεστικοί σταθμοί, μαρίνες και έργα οδοφωτισμού.

Το μήνυμα που εξέπεμψε η παρουσίαση είναι ότι οι ΣΔΙΤ δεν αποτελούν πλέον εξειδικευμένο εργαλείο ενός συγκεκριμένου υπουργείου ή κλάδου, αλλά έχουν εξελιχθεί σε οριζόντιο μηχανισμό άσκησης πολιτικής υποδομών.

Το επόμενο κύμα έργων: τι ωριμάζει τώρα και πόσο κοστίζει

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το νέο κύμα έργων που βρίσκεται υπό δημοπράτηση ή σε διαδικασία προετοιμασίας υπογραφής. Στον τομέα της εκπαίδευσης περιλαμβάνονται πέντε έργα φοιτητικών εστιών συνολικής δυναμικότητας 4.000 κλινών, καθώς και τρία έργα σχολικών υποδομών, με συνολικό προϋπολογισμό 630 εκατ. ευρώ. Στον τομέα της ύδρευσης και της άρδευσης δρομολογούνται έργα φραγμάτων, δικτύων και υποδομών ύδρευσης συνολικής αξίας 950 εκατ. ευρώ.

Παράλληλα, προωθούνται έργα διαχείρισης απορριμμάτων και εξοικονόμησης ενέργειας, συνολικού ύψους 750 εκατ. ευρώ, καθώς και παρεμβάσεις σε οδικές και σιδηροδρομικές υποδομές, με προϋπολογισμό 830 εκατ. ευρώ. Σημαντικό αποτύπωμα καταγράφεται και στον τομέα της δημόσιας διοίκησης, της δικαιοσύνης και του σωφρονιστικού συστήματος, με έργα συνολικής αξίας 1,4 δισ. ευρώ. Στον τομέα της υγείας ξεχωρίζει η υλοποίηση νέου Αντικαρκινικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης δυναμικότητας 425 κλινών, με σύγχρονες μονάδες εντατικής θεραπείας, ημερήσιας νοσηλείας, διαγνωστικούς και ακτινοθεραπευτικούς τομείς.

Το εύρος των έργων δείχνει ότι η «παραγωγή» ΣΔΙΤ αφορά πλέον κρίσιμες και καθημερινές δημόσιες υπηρεσίες και όχι μόνο μεγάλα έργα βιτρίνας.

Οι προκλήσεις στην ωρίμανση

Παρά τη θετική εικόνα, το στενό σημείο παραμένει η ωρίμανση των έργων, δηλαδή η μετάβαση από την αρχική σύλληψη στην προκήρυξη και από εκεί στην υπογραφή της σύμβασης χωρίς απώλειες χρόνου και αξιοπιστίας. Η ύπαρξη αυστηρών δημοσιονομικών ορίων σημαίνει ότι κάθε νέο έργο πρέπει να εντάσσεται σε συγκεκριμένο πλαίσιο δεσμεύσεων, γεγονός που απαιτεί ιεράρχηση, σωστό προγραμματισμό πληρωμών και ισχυρή τεκμηρίωση.

Καθοριστικό ρόλο παίζει επίσης η κατανομή κινδύνων μεταξύ Δημοσίου και αναδόχου, καθώς από αυτήν εξαρτάται η δημοσιονομική αντιμετώπιση των έργων από την ΕΛΣΤΑΤ και τη EUROSTAT. Εξίσου κρίσιμη είναι η τεχνική ωρίμανση, ιδίως στα έργα με πληρωμές διαθεσιμότητας, όπου οι δείκτες ποιότητας και απόδοσης πρέπει να είναι σαφείς και μετρήσιμοι, ώστε να αποφεύγονται συγκρούσεις στη φάση λειτουργίας.

Την ίδια στιγμή, η επιτάχυνση του χρόνου δημοπράτησης προϋποθέτει ώριμες μελέτες, καθαρά τεύχη και διατηρήσιμο ενδιαφέρον από την αγορά. Χωρίς επαρκή ανταγωνισμό, το μοντέλο χάνει το βασικό του πλεονέκτημα, που είναι η καλύτερη σχέση αξίας και κόστους. Τέλος, η πολυπλοκότητα αυξάνεται από το γεγονός ότι πολλά έργα αφορούν περισσότερους του ενός φορείς, καθιστώντας τον συντονισμό τεχνικών, νομικών και επιχειρησιακών ζητημάτων ιδιαίτερα απαιτητικό.

Διαβάστε επίσης: