• Business

    Thomas Cook: Γιατί τα μεγαλοστελέχη αμείβονταν εξωφρενικά παρά τα οικονομικά προβλήματα του ομίλου;

    • NewsRoom
    Thomas Cook

    Peter Fankhauser, διευθυντής της Thomas Cook


    Ντόμινο προβλημάτων έχει προκαλέσει η πτώχευση του βρετανικού ταξιδιωτικού κολοσσού Thomas Cook, που ανακοινώθηκε την Δευτέρα, συμπαρασύροντας μια σειρά από θυγατρικές της στην κατάρρευση και δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα σε χιλιάδες ταξιδιώτες ανά την Ευρώπη, που βρέθηκαν ξαφνικά ανήμποροι να γυρίσουν στην πατρίδα τους.

    Οι θυγατρικές που απέμειναν προσπαθούν να γλιτώσουν την ολική κατάρρευση, ενώ παράλληλα σε εξέλιξη βρίσκεται η προσπάθεια που γίνεται σε πολλές χώρες, να επιστρέψουν οι τουρίστες στον τόπο προέλευσής τους. Την ίδια ώρα, χιλιάδες εργαζόμενοι βρίσκονται ξαφνικά στο δρόμο, ενώ άλλοι ζουν τα τελευταία 24ωρα με την απειλή της απώλειας εργασίας τους ανά πάσα στιγμή.

    Και ενώ το σκηνικό διαμορφώνεται υπό αυτές τις πολύ δύσκολες συνθήκες σχεδόν για όλους όσοι εμπλέκονται με τον βρετανικό κολοσσό, ευρύτατες αντιδράσεις και οργή προκαλεί το γεγονός της αποκάλυψης ότι τα μεγαλοστελέχη της εταιρείας εξακολουθούσαν, έως και την τελευταία στιγμή, να λαμβάνουν εξωφρενικά μεγάλους μισθούς, παρά το γεγονός ότι η εταιρεία «φλέρταρε» με την πτώχευση εδώ και αρκετό καιρό.

    Με τις Αρχές να ερευνούν τα αίτια της οικονομικής κατάρρευσης της Thomas Cook, που έφερε ντόμινο καταστροφικών εξελίξεων, προκύπτουν τα εξής:

    Ο βρετανικός κολοσσός κήρυξε πτώχευση για χρέη που άγγιζαν τα 1,7 δισ. στερλίνες, όταν, παράλληλα, ο εκτελεστικός διευθυντής της, ο Ελβετός Πέτερ Φρανκχάουζερ, από το 2014 που ανέλαβε, πληρώθηκε 8,3 εκατ. στερλίνες, συμπεριλαμβανομένου και του επιδόματος απόδοσης 2,9 εκατ. λιρών το 2015, που προστέθηκε στον μισθό του 1,3 εκατ. συν τα επιδόματα.

    Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη από το χρονικό σημείο που ανέλαβε ο Φρανκχάουζερ, το 2014, η εταιρεία διένυε μία περίοδο δυστοκίας. Ο Ελβετός διευθυντής κατόρθωσε αρχικά εν μέρει να την ανασχέσει, εξασφαλίζοντας κάποια μικρά κέρδη. Ωστόσο, όπως υπενθυμίζουν κάποιοι κύκλοι στην εταιρεία, τα επόμενα δύσκολα χρόνια συνέχισε να λαμβάνει παχυλές αμοιβές: 1,2 εκατ. λίρες το 2016, 1,8 εκατ. το 2017, 1,02 εκατ. το 2018.

    Παράλληλα με τις απολαβές του διευθυντή, οι Αρχές έχουν αρχίσει να εξετάζουν και τους μισθούς που έπαιρναν όλα τα διευθυντικά στελέχη του ομίλου.

    Μικρότερες από αυτήν του Φρανκχάουζερ, αλλά διόλου ευκαταφρόνητες, ήσαν οι αμοιβές και των άλλων εκτελεστικών στελεχών της Thomas Cook. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, όταν ανέλαβε ο Φρανκχάουζερ, η εταιρεία κατέβαλε στον οικονομικό διευθυντή, Μάικλ Χίλι το 2015 περίπου 3,6 εκατ. στερλίνες, όταν το προηγούμενο έτος είχε πληρωθεί 655.000 λίρες, κέρδισε 876.000 στερλίνες το 2016, 1,3 εκατ. το 2017. Η αμοιβή αυτή κατέβηκε, όταν άλλαξε ο οικονομικός διευθυντής, και ο νέος υπεύθυνος, Μπιλ Σκοτ είδε να μπαίνουν στο πορτοφόλι του 390.000 στερλίνες.

    Στους υπολογισμούς αυτούς, βέβαια, θα πρέπει να προστεθούν και οι μισθοί των μη εκτελεστικών διευθυντών, που στο διάστημα 2015-18 η Thomas Cook τους χορήγησε πάνω από 3 εκατ. στερλίνες. Για παράδειγμα, μόνο στον Βέλγο μη εκτελεστικό διευθυντή, Φρανκ Μάισμαν δόθηκαν 1,2 εκατ. στερλίνες.

    Τα συμπεράσματα που προέκυψαν αποκαλύπτουν ότι, την ώρα που οι εργαζόμενοι έχασαν τη δουλειά τους, ενώ πολλοί από αυτούς και την ασφάλειά τους, άλλοι συνέχισαν μέχρι την τελευταία στιγμή να αμείβονται με εξωφρενικά ποσά.

    Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι το περασμένο έτος, η Thomas Cook είχε δημοσιεύσει δύο profit warning, δηλαδή δύο εκθέσεις, στις οποίες προειδοποιούσε πως τα έσοδα και τα κέρδη της θα ήταν μικρότερα από την προηγούμενη χρονιά. Μάλιστα, η εξέλιξη αυτή ερχόταν σε αντίθεση με τις προβλέψεις των αναλυτών, που υποστήριζαν πως τα αλλεπάλληλα κύματα καύσωνα στην Ευρώπη θα ανάγκαζαν χιλιάδες ανθρώπους να φύγουν για διακοπές, αναζητώντας ανακούφιση.

    Η βρετανική κυβέρνηση αρνήθηκε να βοηθήσει την εταιρεία, θεωρώντας πως αποτελεί μία περιττή δαπάνη, που πρέπει να μετακυλιστεί στους φορολογουμένους: στην ουσία η Thomas Cook είχε ανάγκη πολλά περισσότερα από τα 150 εκατ. λίρες που είχε ζητήσει, γεγονός που ώθησε την υπουργό Ενέργειας και Βιομηχανίας, Άντρεα Λίντσομ να στείλει στην ειδική υπηρεσία αφερεγγυότητας επιστολή, με την οποία αναφέρεται στη «συμπεριφορά των διαχειριστών της εταιρείας πριν και μετά την πτώχευση».



    ΣΧΟΛΙΑ