Η οικογένεια δισεκατομμυριούχων που ελέγχει την ιστορική εταιρεία προϊόντων ομορφιάς Puig μπορεί να εξετάσει διάφορες επιλογές – μεταξύ των οποίων και την επαναγορά μετοχών – για να ενισχύσει τη μετοχή της, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της.
Οι μετοχές της Puig, η οποία είναι ιδιοκτήτρια αρωμάτων όπως του Jean Paul Gaultier και της σειράς μακιγιάζ Charlotte Tilbury, έχουν υποχωρήσει πάνω από 34% από την εντυπωσιακή δημόσια εγγραφή της – τη μεγαλύτερη στην Ευρώπη το 2024. Στις πρωινές συναλλαγές της Δευτέρας στη Μαδρίτη, η μετοχή σημείωσε άνοδο έως και 2%.
«Με τον καιρό, θα εξετάσουμε κατά πόσο έχει νόημα να προβούμε σε ενέργειες που θα βοηθήσουν τους επενδυτές μας να επιτύχουν την αξία που θεωρούν ότι δικαιούνται», δήλωσε ο Marc Puig σε συνέντευξή του, αναφερόμενος σε πιθανή αγορά μετοχών από την οικογένεια ή άλλους τρόπους αύξησης της ρευστότητας των μετοχών. «Δεν προβλέπονται κινήσεις σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα».
Η οικογένεια Puig είναι μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη. Κατέχει την Exea Empresarial, η οποία ελέγχει το 74% του μετοχικού κεφαλαίου και το 93% των δικαιωμάτων ψήφου της εταιρείας.
Η μετοχή της Puig έχει υποχωρήσει, όπως και άλλες στον κλάδο, συμπεριλαμβανομένων των L’Oréal SA και LVMH, εξαιτίας της αβεβαιότητας που προκαλούν οι εμπορικοί πόλεμοι του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και η ασθενής καταναλωτική ζήτηση. Στην περίπτωση της Puig, η πτώση ήρθε παρά την επίτευξη όλων των στόχων της.
«Δεν νιώθω ότι απογοητεύσαμε κανέναν», δήλωσε ο Puig. «Αποδίδουμε και συνεχίζουμε να αναπτυσσόμαστε».
Οι περισσότεροι αναλυτές διατηρούν σύσταση «αγορά» για τη μετοχή. «Μέχρι στιγμής έχουν τηρήσει όσα έχουν υποσχεθεί», δήλωσε ο Xavier Brun, επικεφαλής μετοχών στη Trea Asset Management, η οποία κατέχει μετοχές της Puig.
Την Τετάρτη, η εταιρεία επιβεβαίωσε την πρόβλεψή της για οργανική αύξηση πωλήσεων 6% έως 8% στο σύνολο του έτους, ακόμη και με την επιβολή δασμών 20% στις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ. Ο Τραμπ έχει απειλήσει με δασμούς 30% σε προϊόντα της Ε.Ε. Ωστόσο, η Puig αναμένει μικρό αντίκτυπο το 2025, καθώς τα περισσότερα προϊόντα έχουν ήδη σταλεί στις ΗΠΑ.
Αναλυτές, όπως ο Patrick Folan της Barclays, σημειώνουν ότι η εταιρεία δεν έχει δώσει σαφή εικόνα για την πορεία της πέραν του 2025.
«Θα ήταν χρήσιμο αν η Puig εξηγούσε τι σημαίνει η τρέχουσα επιβράδυνση της ανάπτυξης του κλάδου για την ίδια και γιατί μπορεί να αποδώσει καλύτερα από την υπόλοιπη αγορά», δήλωσε. «Πρέπει να εξελιχθεί η επικοινωνία σε σχέση με την IPO, καθώς οι προσδοκίες για την ανάπτυξη της αγοράς ίσως δεν να μην είναι πλέον ρεαλιστικές για το 2026 ή το 2027».
Η Puig σκοπεύει να παρουσιάσει τις προβλέψεις για την επόμενη χρονιά μόλις αποκτήσει μεγαλύτερη σαφήνεια για ζητήματα όπως οι δασμοί και η ισοτιμία του δολαρίου.
«Θα βοηθήσει να ξεκαθαρίσουμε αυτές τις αμφιβολίες, ώστε να μετρήσουμε καλύτερα το καταναλωτικό κλίμα», πρόσθεσε.
Προς το παρόν, ο διευθύνων σύμβουλος, ο οποίος βρίσκεται στο τιμόνι της εταιρείας εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες, δηλώνει ότι η εταιρεία θα παραμείνει επικεντρωμένη σε αυτό που γνωρίζει καλά – τη δημιουργία και πώληση αρωμάτων. Θα δώσει επίσης έμφαση στα προϊόντα μακιγιάζ και περιποίησης δέρματος, τα οποία παρουσίασαν αυξητική τάση το τελευταίο τρίμηνο, παρά τη μείωση στις πωλήσεις αρωμάτων.
Αυτή η στρατηγική της εστίασης στην κύρια δραστηριότητά της έχει αποδώσει καρπούς στο παρελθόν. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν ανέλαβε τα ηνία ο Marc Puig, η εταιρεία αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και αναδιάρθρωσε τις δραστηριότητές της μειώνοντας το κόστος και επενδύοντας στους οίκους αρωμάτων. Αυτή η στροφή της επέτρεψε, χρόνια μετά, να επεκτείνει το χαρτοφυλάκιο αρωμάτων της.
Η Puig κατέχει πλέον τρεις θέσεις στην κατάταξη των δέκα κορυφαίων αρωματοποιών παγκοσμίως, αφού η Jean Paul Gaultier, η ταχύτερα αναπτυσσόμενη μάρκα της, μπήκε στη λίστα πέρυσι.
Η έμφαση της στα αρώματα πολυτελείας – που αντιστοιχούν στο 70% των πωλήσεων – και το νέο κανάλι μεταφοράς των προϊόντων της αναμένεται να της εξασφαλίσουν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με άλλες εταιρείες του κλάδου, όπως ανέφεραν οι αναλυτές της Bloomberg Intelligence, Andrea Ferdinando Leggieri και Deborah Aitken, σε έκθεση της 7ης Ιουλίου.
Για την Puig, το μεγαλύτερο μέρος της παρσκευής νέων αρωμάτων γίνεται μέσα στον γυάλινο θάλαμο στον νέο του πύργο στη Βαρκελώνη, ο οποίος εγκαινιάστηκε από τον βασιλιά Φελίπε ΣΤ’ και τη βασίλισσα Λετίθια της Ισπανίας πέρυσι.
Εκεί, ο κορυφαίος αρωματοποιός Gregorio Sola περιγράφει με πάθος τα ταξίδια του για την αναζήτηση σπάνιων συστατικών: έλαιο σανταλόξυλου από δέντρα που αναπτύσσονται για 30 έως 40 χρόνια ή μια σπάνια ποικιλία τριαντάφυλλου.
Τα αρώματα που είναι εμπνευσμένα από τις τολμηρές μυρωδιές των δεκαετιών του 1980 και του 90 επιστρέφουν, λέει ο Sola.
Η ανάπτυξη της αγοράς τροφοδοτείται από την όρεξη των νέων καταναλωτών για μοναδικά και εκφραστικά αρώματα. Η Puig αξιοποίησε νωρίς αυτή την αγορά όταν άρχισε να αποκτά εξειδικευμένες μάρκες όπως η L’Artisan Perfumeur και η Byredo, οι οποίες συχνά έχουν αντισυμβατικές συνθέσεις και περιορισμένη διανομή.
Ξεκινώντας πριν από έναν αιώνα ως διανομέας γαλλικών αρωμάτων, η Puig έκανε στροφή στην παραγωγή δικών της προϊόντων, όπως το πρώτο ισπανικό κραγιόν.
Τη δεκαετία του ’60 και ’70 συνεργάστηκε με σχεδιαστές μόδας όπως ο Paco Rabanne για τη δημιουργία αρωμάτων – και αργότερα εξαγόρασε οίκους όπως οι Carolina Herrera και Nina Ricci.
«Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να παίρνουμε ρίσκα, να λέμε καλές ιστορίες και να φτιάχνουμε εξαιρετικά προϊόντα», είπε. «Θέλω να πιστεύω ότι είμαστε σε θέση να συνεχίσουμε να ενθουσιάζουμε τον κόσμο με τα προϊόντα μας».
Διαβάστε επίσης:
Stellantis: Ζημία ύψους $2,7 δισ. το α’ εξάμηνο σε μια αγορά που βάλλεται από τις κινήσεις του Τραμπ
Louis Vuitton: Διαρροή δεδομένων 419.000 πελατών μετά από κυβερνοεπίθεση
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
