Τα νερά της Αττικής λιγοστεύουν, οι ταμιευτήρες υποχωρούν και η πρωτεύουσα ετοιμάζεται να ζήσει το δικό της «υδρολογικό σοκ». Η λειψυδρία, που κάποτε φάνταζε μακρινή, είναι πλέον εδώ, πιέζοντας την κυβέρνηση να προβεί άμεσα σε μπαράζ παρεμβάσεων, αυτές θα τις μάθουμε σήμερα με τις ανακοινώσεις του αρμόδιου Υπουργού, παρουσία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Πίσω όμως από την αγωνία για το νερό, αναδύεται και μια νέα πραγματικότητα: η διαχείρισή του μετατρέπεται σε τεράστιο επενδυτικό στοίχημα, με έργα υποδομής άνω των 10 δισ. ευρώ να ανοίγουν έναν νέο κύκλο για τους ισχυρούς του κατασκευαστικού κλάδου, οι οποίοι μάλιστα πρώτοι ανέδειξαν την λειψυδρία ως μια από τις πρώτες προτεραιότητες την επόμενη μέρα των έργων υποδομής.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έφερε στη δημοσιότητα ο Γενικός Γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, κ. Πέτρος Βαρελίδης η χώρα θα χρειαστεί επενδύσεις άνω των 7 δισ. ευρώ έως το 2040 για να διασφαλίσει επάρκεια και ανθεκτικότητα στους υδάτινους πόρους της. Ήδη, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ελληνικό πρόβλημα λειψυδρίας έχει καταγραφεί ως «σοβαρό», με τον δείκτη αξιοποίησης νερού (WEI+) να έχει φτάσει στο 45 – επίπεδο που σηματοδοτεί υδατική κρίση.

1

Το επενδυτικό έλλειμμα στον τομέα του νερού ωστόσο ξεπερνά στη χώρα τα 4 δισ. ευρώ και αυξάνεται κάθε χρόνο. Η Κομισιόν εκτιμά ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί σωρευτικά πάνω από 7 δισ. ευρώ επενδύσεις τις επόμενες δεκαετίες, μόνο για να καλύψει τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές ανθεκτικότητας και ποιότητας. Το υπόλοιπο θα αφορά έργα εκσυγχρονισμού, αφαλάτωσης, διαχείρισης διαρροών και ψηφιακών υποδομών.

Σύμφωνα με τον ίδιο, τα απαιτούμενα κονδύλια για την αντιμετώπιση της κατάστασης δεν είναι αυτή τη στιγμή διαθέσιμα στον κρατικό προϋπολογισμό. Ωστόσο, όπως τόνισε, πρόκειται για ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να αγνοηθεί, γι’ αυτό και το Υπουργείο αναζητά εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, ακόμη και από τομείς που δεν σχετίζονται άμεσα με τη διαχείριση των υδάτων.

Έτσι, η κυβέρνηση, αντιμέτωπη με τη ραγδαία πτώση των αποθεμάτων στην Αττική –όπου ο Μόρνος έχει χάσει 70% των ποσοτήτων του σε σχέση με το 2022– κινείται πλέον σε κατάσταση συναγερμού. Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου αναμένεται να ανακοινώσει σήμερα μια δέσμη παρεμβάσεων-μαμούθ, με αιχμή τη σύνδεση των λιμνών Κρεμαστών, Ευήνου και Μόρνου, έργο που θα κοστίσει περίπου 2,5 δισ. ευρώ.

Το σχέδιο προβλέπει τη μεταφορά υδάτινων όγκων από τη μεγαλύτερη τεχνητή λίμνη της χώρας, τις Κρεμαστές, προς τους ταμιευτήρες που υδροδοτούν την Αττική, μέσα από δύο υπόγειες σήραγγες. Παράλληλα, περιλαμβάνει νέες γεωτρήσεις στη Βοιωτία, μονάδα αφαλάτωσης στη Θίσβη, και ενίσχυση του δικτύου μεταφοράς, με συνολικό κόστος που θα ξεπεράσει τα 700 εκατ. ευρώ στην πρώτη φάση.

Η χρηματοδότηση των έργων θα προέλθει από το Ταμείο Ανάκαμψης, το ΕΣΠΑ, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2027-2034, με τη συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων μέσω ΣΔΙΤ να θεωρείται δεδομένη.

Κομβικό ρόλο στην υλοποίηση των σχεδιαζόμενων έργων αναμένεται να αναλάβει η ΕΥΔΑΠ, καθώς ήδη εξετάζονται τα σενάρια για το πώς μπορεί να ενισχυθεί χρηματοδοτικά, είτε μέσω μετοχικής ενδυνάμωσης, είτε με αύξηση των εσόδων της, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στον διευρυμένο και κρίσιμο ρόλο που θα κληθεί να διαδραματίσει τα επόμενα χρόνια.

Οι εργολάβοι ετοιμάζονται 

Οι μεγάλες ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες – ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, ΑΚΤΩΡ, Μυτιληναίος και ΑΒΑΞ, φαίνεται πως  παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις, βλέποντας στο νερό το επόμενο μεγάλο πεδίο δραστηριότητας μετά τις ΑΠΕ και τα ενεργειακά έργα.

Όπως δήλωσε  πρόσφατα στο 8ο Συνέδριο Υποδομών και Μεταφορών ITC ο κ. Αναστάσιος Αρανίτης, Γενικός Διευθυντής του Ομίλου Εταιρειών ΑΚΤΩΡ, «δεν γίνεται να μιλάμε για λειψυδρία όταν υπάρχει το κατασκευαστικό υπόβαθρο και οι τεχνοοικονομικές λύσεις για να λυθεί το πρόβλημα. Το ζητούμενο είναι να υπάρξει πολιτική βούληση, σχέδιο και γρήγορη εκτέλεση έργων».

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο κ. Γεώργιος Περδικάρης Πρόεδρος Δ.Σ. της ΤΕΡΝΑ, υπογράμμισε ότι «η ύδρευση και η διαχείριση απορριμμάτων είναι δύο κρίσιμες υποδομές που απαιτούν άμεση προτεραιοποίηση. Τα υδάτινα αποθέματα μειώνονται, οι ανάγκες αυξάνονται – και η μόνη λύση είναι οι επενδύσεις».

Στο ίδιο πλαίσιο, ο κατασκευαστικός όμιλος ΑΒΑΞ, όπως έχει δηλώσει πρόσφατα ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας, κ. Κωνσταντίνος Μιτζάλης, τη στιγμή που ο κύκλος των οδικών έργων περιορίζεται, δίνει αντίστοιχη ώθηση σε έργα που αφορούν τη βιωσιμότητα, την κλιματική κρίση και το περιβάλλον. Όπως έχει σημειώσει, η συνεχής κατασκευή νέων δρόμων δεν μπορεί να αποτελεί διαρκή προτεραιότητα, τη στιγμή που άλλοι κρίσιμοι τομείς υποδομών μένουν πίσω. «Η χώρα πρέπει πλέον να στραφεί σε σιδηροδρομικά, λιμενικά και περιβαλλοντικά έργα, που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία υπό την πίεση της κλιματικής αλλαγής. Αυτές οι υποδομές πρέπει να αποτελέσουν την επόμενη χρηματοδοτική προτεραιότητα», τόνισε χαρακτηριστικά.

Σύμφωνα με στοιχεία, αυτή τη στιγμή 1.327 έργα ύδρευσης βρίσκονται σε στάδιο μελέτης ή υλοποίησης, συνολικού προϋπολογισμού άνω των 5 δισ. ευρώ. Από το 2019 έχουν ολοκληρωθεί μόλις 278 έργα, ύψους 356 εκατ. ευρώ, γεγονός που καταδεικνύει το μέγεθος της εκκρεμότητας αλλά και της ευκαιρίας.

Πέρα από τα φράγματα και τις υποδομές, νέα αγορά αναδύεται και στον χώρο των τεχνολογιών διαχείρισης: έξυπνοι μετρητές, αισθητήρες διαρροών, συστήματα τεχνητής νοημοσύνης και πλατφόρμες real-time ελέγχου. Οι startups στον τομέα agritech αναμένεται να έχουν σημαντική παρουσία, ειδικά στη γεωργία, που απορροφά το 93% του διαθέσιμου νερού της χώρας.

Νερό για μόλις δύο χρόνια, προειδοποιεί η ΕΥΔΑΠ

Τα δεδομένα δείχνουν πως η Αττική εισέρχεται πλέον σε μια κρίσιμη φάση όσον αφορά τα αποθέματα πόσιμου νερού, καθώς η παρατεταμένη ανομβρία των τελευταίων ετών έχει οδηγήσει τους ταμιευτήρες της σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, τα συνολικά αποθέματα στους τέσσερις βασικούς υδροδότες της πρωτεύουσας – Μόρνο, Εύηνο, Υλίκη και Μαραθώνα – έχουν μειωθεί δραματικά στα 401 εκατομμύρια κυβικά μέτρα, από πάνω από 1,1 δισεκατομμύριο που καταγράφονταν πριν από δύο χρόνια.

Με αφορμή τα παραπάνω στοιχεία, ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΥΔΑΠ, Χάρης Σαχίνης, προειδοποιεί πως, αν η ξηρασία επιμείνει, η Αττική διαθέτει επαρκές νερό μόνο για δύο ακόμη χρόνια. Όπως εξηγεί, «η κατάσταση είναι σοβαρή και τα σημερινά αποθέματα εξασφαλίζουν υδροδότηση έως το τέλος του υδρολογικού έτους 2026-2027, εκτός εάν σημειωθούν σημαντικές βροχοπτώσεις που θα ενισχύσουν τα ταμιευτήρια».

Παράλληλα, η διοίκηση της εταιρείας έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή του νέου ρυθμιστικού πλαισίου, το οποίο είναι απαραίτητο για την αποτελεσματική διαχείριση των υδάτινων πόρων και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του συστήματος ύδρευσης.

Τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν σταθερή και ανησυχητική πτώση των αποθεμάτων. Τον Οκτώβριο του 2023, το νερό στους ταμιευτήρες ήταν ήδη κατά 150 έως 200 εκατ. κυβικά λιγότερο από τον μέσο όρο προηγούμενων ετών, γεγονός που ώθησε την ΕΥΔΑΠ να ξεκινήσει από τον Μάρτιο του 2024 τον σχεδιασμό νέων δράσεων για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας.

Η τελευταία τριετία ήταν από τις πιο δύσκολες υδρολογικά, με μέση ετήσια απώλεια περίπου 250 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων νερού. Αν και η εταιρεία έχει βιώσει κρίσιμες περιόδους και στο παρελθόν – όπως τη δεκαετία του 1990 – η τωρινή κατάσταση θεωρείται η πιο ανησυχητική των τελευταίων δεκαπέντε ετών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι για πάνω από μία δεκαετία, από το 2008 έως το 2021, τα αποθέματα της Αττικής παρέμεναν σταθερά κοντά στο 1,1 δισεκατομμύριο κυβικά μέτρα. Ωστόσο, σήμερα έχουν συρρικνωθεί στα 517 εκατομμύρια, παρουσιάζοντας πτώση 240 εκατομμυρίων κυβικών μέσα σε έναν μόλις χρόνο. Αν ο χειμώνας που έρχεται αποδειχθεί ξανά άνομβρος, το καλοκαίρι του 2026 ενδέχεται να βρει την Αττική αντιμέτωπη με σοβαρή κρίση ύδρευσης.

Τα νεότερα στοιχεία της ΕΥΔΑΠ είναι αποκαλυπτικά: στις 23 Οκτωβρίου 2025, ο ταμιευτήρας του Μόρνου περιείχε μόλις 156,9 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού, ποσότητα που αποτελεί χαμηλό 15ετίας και αντιστοιχεί σε μείωση περίπου 45% σε σχέση με πέρυσι (285 εκατ. κυβικά).

Ακόμη, σύμφωνα με το meteo.gr, η εικόνα αποτυπώνεται και από δορυφορικά δεδομένα: η επιφάνεια της λίμνης Μόρνου έχει μειωθεί κατά 44% σε σχέση με τον μέσο όρο της περιόδου 2016–2024, ένδειξη πως η ανομβρία έχει πλέον μετρήσιμες συνέπειες στο υδρολογικό ισοζύγιο.

Παρά τη δυσμενή εικόνα, η ΕΥΔΑΠ διαβεβαιώνει ότι έχει καταρτίσει ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης σε συνεργασία με την κυβέρνηση. Ήδη έχει ξεκινήσει η αξιοποίηση του υδροφόρου συστήματος στη Μαυροσουβάλα, το οποίο αναμένεται να προσφέρει περίπου 32 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού ετησίως, δίνοντας προσωρινή «ανάσα» στο δίκτυο ύδρευσης.

Ωστόσο, όπως παραδέχονται αρμόδιοι παράγοντες, χωρίς ουσιαστικές βροχοπτώσεις και παράλληλη ενίσχυση των πολιτικών εξοικονόμησης και ανακύκλωσης νερού, η πρωτεύουσα κινδυνεύει να βιώσει τις πιο σκληρές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στο κοντινό μέλλον.

Τριμερής φάση δράσεων

Στο κυβερνητικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας προβλέπεται τριμερής φάση δράσεων, με στόχο να εξασφαλιστεί επάρκεια νερού βραχυπρόθεσμα αλλά και να θεμελιωθεί ένα ανθεκτικό σύστημα ύδρευσης για την Αττική.
Στο πρώτο στάδιο, διετίας, δρομολογούνται τα άμεσα έργα που μπορούν να αποδώσουν γρήγορα αποτελέσματα, όπως η λειτουργία των γεωτρήσεων στη Μαυροσουβάλα, που θα προσθέσουν περίπου 32 εκατ. κυβικά μέτρα νερού ετησίως, και η περιορισμένη περιβαλλοντική παροχή του Εύηνου, που θα απελευθερώσει άλλα 22 εκατ. κυβικά για ύδρευση.

Στο δεύτερο στάδιο, με ορίζοντα τετραετίας, εξετάζονται μεσοπρόθεσμες λύσεις όπως μονάδες αφαλάτωσης, πλωτές ή σταθερές, και θαλάσσια μεταφορά νερού από τον Κορινθιακό, ώστε να ενισχυθεί το δίκτυο με νέες πηγές τροφοδοσίας.

Τέλος, το τρίτο στάδιο, έως το 2032, περιλαμβάνει τα μεγάλα έργα υποδομής που θα διαμορφώσουν τη «νέα κανονικότητα»: την ενίσχυση του συστήματος Εύηνου–Μόρνου και την αναβάθμιση της Ψυττάλειας, που θα επιτρέψει την επαναχρησιμοποίηση έως 300 εκατ. κυβικών μέτρων νερού ετησίως για άρδευση, βιομηχανία και εμπλουτισμό υδροφορέων, μειώνοντας σημαντικά την πίεση στο υφιστάμενο υδροδοτικό δίκτυο.

Διαβάστε επίσης: