• Business

    Κοιτάσματα: Πώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ξεκλειδώσει μεγάλες υπεραξίες και πολλαπλά οφέλη για τη χώρα


    Μια νέα εποχή μεγάλων υπεραξιών για τη χώρα, σηματοδοτούν οι σημερινές ανακοινώσεις από τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για το σχέδιο της κυβέρνησης να αξιοποιήσει τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων.

    Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία, απέσυρε τις επιφυλάξεις καθώς έφερε στο προσκήνιο την προτεραιότητα της ενεργειακής ασφάλειας και αυτονομίας.  Ώθησε την ΕΕ να προτάξει την απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο και να αναδιατάξει την ενεργειακή πολιτική της, ανοίγοντας την πόρτα στην παραγωγή ορυκτών καυσίμων και συμπεριλαμβάνοντας στη νέα ενεργειακή μετάβαση τις επενδύσεις στο φυσικό αέριο. Στο πλαίσιο αυτό τα κράτη-μέλη «γράφουν ξανά από την αρχή» την ενεργειακή τους στρατηγική και το ίδιο κάνει και η ελληνική κυβέρνηση.

    Προσμετρώντας τα οφέλη, οικονομικά, γεωπολιτικά και εθνικά, η κυβέρνηση σήμερα θα παρουσιάσει ένα συνεκτικό σχέδιο με στόχο να διευκολύνει την έρευνα και την εξόρυξη των κοιτασμάτων και να προσελκύσει επενδυτικό ενδιαφέρον.

    Το εθνικό σχέδιο Μητσοτάκη για τα κοιτάσματα

    Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Μητσοτάκη έχουν στόχο να δημιουργήσουν ένα πιο ευέλικτο και αποτελεσματικό πλαίσιο ώστε να αποσυρθούν τα εμπόδια και η δυσπιστία των επενδυτών και το σχέδιο να είναι ρεαλιστικό και αποδοτικό. Οι ανακοινώσεις για το εθνικό σχέδιο για τα κοιτάσματα θα γίνουν σήμερα από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στα γραφεία της ΔΕΠΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΡΓΩΝ.

    Τον κ. Μητσοτάκη θα πλαισιώνουν ο υπουργός ΠΕΝ Κ. Σκρέκας, η γεν. γραμματέας Ενέργειας Αλ. Σδούκου ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΔΕΥ Αρ. Στεφάτος και ο διευθύνων σύμβουλος των ΕΛ.ΠΕ Α. Σιάμισιης.

    Πρώτο βήμα, σύμφωνα με πληροφορίες θα είναι η σύσταση μίας ενιαίας εταιρείας που θα δημιουργηθεί με την απορρόφηση της ΔΕΠΑ Διεθνών Έργων από της ΕΔΕΥ που θα αναλάβει για λογαριασμό του ελληνικού δημοσίου τόσο τα δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων όσο και τις συμμετοχές της ΔΕΠΑ στους διεθνείς αγωγούς μεταφοράς φυσικού αερίου.

    Δηλαδή το ΤΑΙΠΕΔ, όπου ανήκει η ΔΕΠΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΡΓΩΝ,θα μεταβιβάσει το 65% της ΔΕΠΑ Διεθνών Έργων στην ΕΔΕΥ και η ΕΔΕΥ θα αποκτήσει το 35% των Ελληνικών Πετρελαίων (35%) στη ΔΕΠΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΡΓΩΝ.

    Στη νέα εταιρεία θα ανήκουν τα δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων και οι συμμετοχές της ΔΕΠΑ Διεθνών Έργων στις κοινοπραξίες με ξένες εταιρείες για τους διεθνείς αγωγούς μεταφοράς φυσικού αερίου, δηλαδή στον ελληνοβουλγαρικό αγωγό (IGB), στον EastMed και στον ελληνοϊταλικό (IGI) στα οποία εταίρος είναι η Edison.

    Υπενθυμίζεται ότι η ΔΕΠΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΡΓΩΝ προέκυψε μετά τη διάσπαση της ΔΕΠΑ σε τρεις εταιρείες, (οι άλλες είναι οι ΔΕΠΑ Εμπορίας και  ΔΕΠΑ ΥΠΟΔΟΜΩΝ) στο πλαίσιο του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων.

    Δεύτερο βήμα είναι η Ελλάδα να χαράξει μία ενιαία εθνική στρατηγική στον τομέα ορυκτών καυσίμων, αξιοποιώντας τα κοιτάσματα φυσικού αερίου αλλά και αναπτύσσοντας αγωγούς που θα μεταφέρουν φυσικό αέριο στην Ελλάδα αλλά και θα διασυνδέουν την Ευρώπη με τη Βόρεια Αφρική, αυξάνοντας του δρόμους εφοδιασμού της Ευρώπης και αυξάνοντας τη γεωπολιτική σημασία της χώρας.

    Τρίτο βήμα είναι να ανακοινωθούν και να γίνουν σημαντικές τροποποιήσεις της αδειοδοτικής νομοθεσίας για τα ερευνητικά προγράμματα των επενδυτών, που θα αποσκοπούν στην ταχύτερη περιβαλλοντική αδειοδότηση αλλά και θα αποτελέσουν μια έκφραση πολιτικής βούλησης ώστε να προσελκυστεί επενδυτικό ενδιαφέρον.

    Γιατί τώρα

    Η ανάγκη για μια ενιαία εθνική στρατηγική για τα ορυκτά καύσιμα αναδείχθηκε μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία που απέδειξε τη σημασία της διασφάλισης της ενεργειακής ανεξαρτησίας της χώρας μας, αλλά και της Ευρώπης.

    Η συνειδητοποίηση ότι οι υδρογονάνθρακες, και ειδικότερα το φυσικό αέριο, θα εξακολουθούν να συμμετέχουν σε ποσοστό περισσότερο από 50% στο ενεργειακό μίγμα της χώρας μας, όπως και παγκοσμίως, για πολλές δεκαετίες ακόμη σε συνδυασμό με την ανάγκη ανεξαρτησίας από εισαγωγές, έπεισαν τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ότι είναι μονόδρομος τα σχέδια για αξιοποίηση του εγχώριου πλούτου.

    Οι πρόσφατοι υπολογισμοί του ΟΟΣΑ ότι στην περίπτωση μείωσης των εισαγομένων ενεργειακών εισροών από τη Ρωσία κατά 20%, η ακαθάριστη παραγωγή στις 22 χώρες της ΕΕ που είναι μέλη του ΟΟΣΑ θα μειωνόταν πάνω από 1 ποσοστιαία μονάδα, αλλά στην Ελλάδα η μείωση θα ήταν υπερδιπλάσια 2.4%. Σε περίπτωση πλήρους διακοπής των ρωσικών εισαγωγών ενέργειας, η Ελλάδα, λόγω της υψηλής ενεργειακής της εξάρτησης σε συνδυασμό με την διάρθρωση της οικονομίας της, θα είχε τη δεύτερη μεγαλύτερη μείωση στην ανάπτυξη μεταξύ των χωρών της ΕΕ.

    Το φυσικό αέριο θα αποτελεί το «μεταβατικό καύσιμο»  προς ένα πράσινο μέλλον, για τις επόμενες δεκαετίες, ενώ από αυτό εξαρτάται η ηλεκτροπαραγωγή. Ταυτόχρονα ο πλήρης εξηλεκτρισμός του ενεργειακού συστήματος θα απαιτήσει μερικές δεκαετίες και όχι λίγα χρόνια.. Όπως επισημαίνεται και στη σχετική 220411213050_ΔΤ_Ειδική Έκθεση από το ΙΕΝΕ για την ανάπτυξη των ελληνικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, είναι  ξεκάθαρο πως τα ορυκτά καύσιμα ΔΕΝ πρόκειται να υποκατασταθούν πλήρως, τουλάχιστον μέχρι το 2050, από άλλες πηγές ενέργειας όπως οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και το πράσινο υδρογόνο, και οι ΑΠΕ θα δράσουν συμπληρωματικά ως προς τα ορυκτά καύσιμα.

    Σε παγκόσμιο επίπεδο τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να έχουν κυρίαρχη θέση εκπροσωπώντας το 82% της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης, ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο καλύπτουν το 70% και αυτό παρά τα €1.5 τρισ. που έχουν επενδυθεί στην Ευρώπη τα τελευταία 10 χρόνια σε έργα ΑΠΕ και σε έργα βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας.

    Είναι γνωστό στην πετρελαϊκή αγορά, αναφέρει η έκθεση του ΙΕΝΕ, ότι αρκετές πετρελαϊκές εταιρείες έχουν εκφράσει το ενδιαφέρον τους να συμμετέχουν στις έρευνες στον ελλαδικό χώρο, αποκτώντας δικαιώματα είτε σε ήδη παραχωρημένες περιοχές είτε σε νέες περιοχές που θα προκηρύξει το Ελληνικό Δημόσιο. Η ΕΔΕΥ μπορεί να προσελκύσει νέους επενδυτές με την δημιουργία «data room» μέσω του οποίου θα αναδεικνύονται οι θετικές μελέτες για την ανεύρεση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και θα παρέχονται όλες οι πληροφορίες της υφιστάμενης υποδομής σε νομικό, φορολογικό, περιβαλλοντικό και επιχειρησιακό πλαίσιο.

    Η αξία των κοιτασμάτων και τα εν δυνάμει έσοδα για το Δημόσιο

    Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΕΝΕ, η δυνητική αξία των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ελλάδα είναι της τάξης των €250 δισ. Στις θαλάσσιες περιοχές όπου έχουν διεξαχθεί αναγνωριστικές σεισμικές έρευνες έχουν ήδη προδιαγραφεί πάνω από 30 πιθανοί ερευνητικοί στόχοι, οι οποίοι με συμπληρωματικές έρευνες θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε στόχους ερευνητικών γεωτρήσεων για ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.

    Αν λάβουμε υπόψη ότι θα είναι επιτυχημένο το 1/4 των γεωτρήσεων στις γεωλογικές δομές που έχουν εντοπιστεί στις θαλάσσιες περιοχές του Ιονίου και νοτίως και δυτικώς της Κρήτης, τότε οι δομές αυτές θα μπορούσαν να φιλοξενούν δυνητικά αποθέματα της τάξης των 70-90 τρισ. κυβικών ποδιών αερίου, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΔΕΥ20, ικανών να καλύψουν το 15%-20% των καταναλώσεων της ΕΕ.

    Σήμερα, είναι γνωστό ότι από τις υπάρχουσες σεισμικές καταγραφές στον ελλαδικό χώρο είναι χαρτογραφημένες περίπου 40 γεωλογικές δομές, οι οποίες χρήζουν περαιτέρω γεωφυσικών και γεωτρητικών μελετών για την πιστοποίηση κοιτασμάτων φυσικού αερίου.

    Η εμπορική αξιοποίηση ενός κοιτάσματος εξαρτάται από την τιμή του πετρελαίου ή του φυσικού αερίου στην αγορά, σε συνδυασμό με το ύψος των αποθεμάτων και το κόστος εξόρυξης από το συγκεκριμένο κοίτασμα. Ο κ. Γιάννης Γρηγορίου, Αντιπρόεδρος του Continental Europe Energy Council, Εταίρος του ΙΕΝΕ και πρώην Διευθύνων Σύμβουλος των ΕΛΠΕ Upstream, ανέφερε στην παρουσίασή του στο πρόσφατο 25ο Εθνικό Συνέδριο Ενέργειας του ΙΕΝΕ «Έρευνα και Ανάπτυξη 2021»21 ότι η χώρα μας έχει μεγάλες προοπτικές για ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, εκ των οποίων το 85% εκτιμάται ότι είναι φυσικό αέριο. Επίσης, τόνισε ότι η παραγόμενη αξία για 1 tcf ή 170 εκατ. βαρέλια πετρελαίου είναι περίπου $10 δισ., με το ελληνικό δημόσιο να εισπράττει περίπου $3 δισ., $300 εκατ. οι Περιφέρειες, με επενδύσεις $1.8 δισ.

    Όσον αφορά τα έσοδα του Δημοσίου, αναφέρει το ΙΕΝΕ, οι Συμβάσεις Μίσθωσης, για τις θαλάσσιες περιοχές, σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία, αφορούν στην περίοδο έρευνας και παραγωγής. Η ερευνητική περίοδος έχει διάρκεια 7 έτη στην ξηρά και 8 έτη στην θάλασσα με δυνατότητα επέκτασης ως και το ήμισυ του σταδίου και η περίοδος εκμετάλλευσης ανέρχεται σε 25 έτη με δικαίωμα παράτασης έως 10 έτη.

    Στη φάση της έρευνας, τα κρατικά έσοδα προέρχονται από τα ανταλλάγματα υπογραφής, τις στρεμματικές αποζημιώσεις και τα ποσά που καταβάλλονται για την κάλυψη εκπαιδευτικών αναγκών και υποστήριξης των ανθρώπινων πόρων του ΥΠΕΝ και της ΕΔΕΥ. Στη φάση της παραγωγής, το κράτος εισπράττει, επιπλέον των ανωτέρω, το μίσθωμα και τα ανταλλάγματα παραγωγής αλλά και έσοδα από φόρους εισοδήματος, με συντελεστή 25% επί των καθαρών φορολογητέων εισοδημάτων των επιχειρήσεων και φόρους που εισπράττουν οι περιφέρειες με συντελεστή 5% επί των καθαρών φορολογητέων εισοδημάτων, χωρίς ακόμη να έχει διευκρινισθεί πώς θα διαμοιρασθεί αυτό το 5% φορολογίας από τις περιφέρειες.

    Το μίσθωμα που αναλογεί στο ελληνικό δημόσιο υπολογίζεται βάσει ενός συντελεστή, ο οποίος ορίζεται ως το ποσοστό των σωρευτικών ακαθάριστων εισροών ως προς τις σωρευτικές ακαθάριστες εκροές της εκάστοτε χρονικής περιόδου και εκτιμάται στα επίπεδα 70%-85% των φόρων, οπότε τα συνολικά έσοδα του δημοσίου σχεδόν διπλασιάζονται.

    Ωστόσο, η εκτίμηση του ύψους των άμεσων εσόδων του δημοσίου παραμένει δύσκολη λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με την ύπαρξη ή όχι εμπορικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων.

    Τα οφέλη για τη χώρα

    Η αξιοποίηση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της χώρας προσκομίζει μια σειρά από οφέλη, όχι μόνο οικονομικά. Η έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων στον χερσαίο και θαλάσσιο ελλαδικό χώρο, σύμφωνα με το ΙΕΝΕ, καθίσταται επομένως απόλυτη προτεραιότητα τόσο για την υπεράσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, όσο και για την ενεργειακή μας απεξάρτηση, την ασφάλεια εφοδιασμού του ενεργειακού μας συστήματος και την ομαλή μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας με όρους οικονομικής ανάπτυξης, περιβαλλοντικής μέριμνας και κοινωνικής συνοχής μέσω της δημιουργίας θέσεων εργασίας και στήριξης του κοινωνικού κράτους

    Σύμφωνα με το ΙΕΝΕ, εκτιμώντας ότι η ζήτηση φυσικού αερίου στην Ελλάδα μπορεί να φτάσει τα 10 δισ. κυβικά μέτρα μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια (καθότι έφτασε τα 7.0 δισ. κυβικά μέτρα το 2021),  η Ελλάδα έχει κάθε λόγο και ισχυρό οικονομικό κίνητρο μείωσης των εισαγωγών και αντικατάστασής τους με εγχώρια παραγόμενο φυσικό αέριο.

    Η αυξημένη ενεργειακή εξάρτηση να έχει αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στα δημόσια οικονομικά, αφού επηρεάζει άμεσα τόσο το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, όπου μέχρι πρότινος οι εισαγωγές υδρογονανθράκων ήταν υπεύθυνες για το 50% του ελλειμματικού ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών.

    Ταυτόχρονα, η Ελλάδα βασίζεται πλήρως σε εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου και σε σημαντικό βαθμό από τις εισαγωγές της Ρωσίας, γεγονός που δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα στην ασφάλεια εφοδιασμού. Τυχόν ανακαλύψεις εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων θα περιορίσουν δραστικά τις ανωτέρω αδυναμίες.

    Η δε προσέλκυση διεθνών εταιρειών έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων και η δραστηριοποίησή τους στον ελλαδικό χώρο εκτιμάται ότι θα δράσει ενισχυτικά σε γεωστρατηγικό επίπεδο.

    Η Ελλάδα αναβαθμίζεται γεωπολιτικά μέσα από την έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων και οι λόγοι είναι οι εξής:

    • Αποδεσμεύεται σε μεγάλο βαθμό από την χειραγώγηση των ροών φυσικού αερίου

    • Σε περίπτωση γεωπολιτικών κρίσεων, δεν θα εξαρτάται ενεργειακά από τρίτες χώρες και εν δυνάμει αρνητικά διακείμενες στην Ελλάδα.

    • Μπορεί να γίνει προμηθευτής της ΕΕ, η οποία σήμερα είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από το ρωσικό φυσικό αέριο, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται

    • Μπορεί να αποκτήσει μεγαλύτερη ευελιξία και να διαθέτει περισσότερα διαπραγματευτικά «όπλα» στις διακρατικές συνομιλίες και διαβουλεύσεις

    • Μπορεί να ενταχθεί στην ομάδα των χωρών παραγωγής υδρογονανθράκων, να δημιουργήσει νέες συμμαχίες και να ενισχύσει τις παλαιές

    • Η ύπαρξη παραγωγικών θαλάσσιων κοιτασμάτων θα δώσει νέα ώθηση στις ελληνικές θέσεις αναφορικά με τα θέματα θαλάσσιων ζωνών, κλπ.

    • Η παρουσία διεθνών εταιρειών σε ελληνικά ύδατα θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο την προβολή της Ελλάδας μεταξύ των χωρών, των οργανισμών για τα θέματα της περιοχής, την ασφάλειά της, την τήρηση του Δικαίου της Θάλασσας και τη   διατήρηση της ηρεμίας.

    Διαβάστε επίσης:

    Σύσκεψη για κοιτάσματα: Έτοιμος ο Οδικός Χάρτης – ΕΛΠΕ και Energean στο τραπέζι

    Αντίστροφη μέτρηση για τα κοιτάσματα: Το 2025 η πρώτη γεώτρηση, το 2027 η εκμετάλλευση – Τι θα ανακοινώσει ο Πρωθυπουργός



    ΣΧΟΛΙΑ