• Business

    Αlpha Bank: Εύθραυστη η ανάκαμψη

    Δημήτριος Μαντζούνης Alpha Bank

    Δἠμος Μαντζούνης.


    Για εύθραυστη ανάκαμψη το 2017 μιλά η Alpha Bank, επισημαίνοντας ότι οι εκτιμήσεις στις χειμερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και του κρατικού προϋπολογισμού για τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ το 2017 (2,7%) διαγράφονται πλέον ιδιαίτερα αισιόδοξες.

    Όπως αναφέρει η τράπεζα στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα, το μέγεθος της αναμενόμενης ανάκαμψης της οικονομίας από το 2017 αναμένεται να προσδιοριστεί πλέον από δύο κυρίως παράγοντες:

    • από το ύψος της αρνητικής επίπτωσης της διατήρησης του περιβάλλοντος αβεβαιότητας περί την αξιολόγηση σε όλο το πρώτο τρίμηνο του 2017 και
    • από τις θετικές προσδοκίες για την πορεία των εσόδων από τον τουρισμό

    Επιπλέον, η καθυστέρηση της αξιολόγησης επηρεάζει και άμεσα την ρευστότητα του επιχειρηματικού τομέα. Τον Ιανουάριο του 2017 παρατηρήθηκε εκ νέου συσσώρευση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα κατά €270 εκατ. τον Ιανουάριο του 2017, σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2016, καθώς επίσης και η επιδείνωση του δείκτη οικονομικού κλίματος (Φεβ. 2017: 92,9, Ιαν. 2017:95,1).

    Οι εκτιμήσεις, συνεπώς, που περιλαμβάνονται στις χειμερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και του κρατικού προϋπολογισμού για τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ το 2017 (2,7%) διαγράφονται πλέον ιδιαίτερα αισιόδοξες.

    Οι ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ αυτήν την εβδομάδα επιβεβαιώνουν τον εύθραυστο χαρακτήρα της αναπτυξιακής προοπτικής για το τρέχον έτος καθώς δεν κατέστη ορατή τελικώς στο δεύτερο εξάμηνο του 2016 κάποια τάση ανάκαμψης. Ειδικότερα, μετά την άνοδο του τρίτου τριμήνου 2016 (2% σε ετήσια βάση) που οφειλόταν στο ισχυρό αποτέλεσμα βάσεως του αντίστοιχου τριμήνου 2015, επακολούθησε σημαντική μείωση στο τέταρτο τρίμηνο του έτους (-1,1% σε ετήσια βάση). Συνολικά το 2016, το ΑΕΠ έμεινε αμετάβλητο έναντι υποχώρησης κατά 0,2% το 2015.

    Η πλευρά της ενεργού ζήτησης

    Η ανάλυση των επιμέρους μεταβλητών που συνθέτουν το ΑΕΠ από την πλευρά της ζήτησης δείχνει ότι:

    Α. Η ιδιωτική κατανάλωση αποτέλεσε τη μόνη συνιστώσα με θετική συμβολή στο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας το 2016 κατά μία εκατοστιαία μονάδα (Γράφημα 1), παρά τις πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις που μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Τούτο έρχεται δε σε αντιδιαστολή με την εξέλιξη βασικών δεικτών οικονομικής συγκυρίας, όπως οι λιανικές πωλήσεις (2016: -2,0%), ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης (2016: -68, 2015: -50,7) και η μεταβολή των υπολοίπων των καταναλωτικών δανείων (2016: -0,8%).

    Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε ακόμη και στο τέταρτο τρίμηνο του 2016 (τόσο σε τριμηνιαία βάση 0,2%, όσο και σε ετήσια 1,1%), όταν κατεγράφη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας συνολικά.

    Η ανοδική πορεία της κατανάλωσης σε συνδυασμό με την στασιμότητα των επενδύσεων και την πτωτική τάση της εξαγωγικής δραστηριότητας μαρτυρεί ότι η χώρα αδυνατεί μετά από τόσα χρόνια κρίσης να μεταβάλει το παραγωγικό υπόδειγμα που την οδήγησε στην κρίση.

    Η αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης ήταν το αποτέλεσμα μιας σειράς παραγόντων:

    • η μέση ροπή προς αποταμίευση εκτιμάται ότι διατηρήθηκε σε αρνητικό έδαφος καθώς τα νοικοκυριά επιχειρούν να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες του επιπέδου ευημερίας τους
    • η αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών ενίσχυσε τη καταγραφόμενη οικονομική δραστηριότητα σε βάρος της σκιώδους οικονομίας
    • η σταδιακή αύξηση της μισθωτής απασχόλησης παρά το δυσμενές περιβάλλον συνέβαλε στην αύξηση των εισοδημάτων από μισθωτή εργασία (2016: 2,1%)

    Αντίθετα, η δημόσια κατανάλωση μειώθηκε κατά 2,1% το 2016, συμβάλλοντας αρνητικά στο ΑΕΠ κατά 0,5 εκατοστιαίες μονάδες.

    Β. Η επενδυτική δραστηριότητα, όπως μετράται με τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου διατηρήθηκε το 2016 στο χαμηλότατο επίπεδο του 11,4% του ΑΕΠ από 24,5% το 2007. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι καθαρές επενδύσεις μετά την αφαίρεση της ανάλωσης παγίου κεφαλαίου, δηλαδή των αποσβέσεων, να παραμείνουν σε αρνητικό έδαφος. Η μείωση των συνολικών επενδύσεων αποδίδεται εξ’ ολοκλήρου στη μείωση των αποθεμάτων δεδομένου ότι οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου παρέμειναν στάσιμες (+0,1%). Ειδικότερα, η μεταβολή των αποθεμάτων συνέβαλε αρνητικά στο ΑΕΠ του δεύτερου εξαμήνου 2016 κατά 5,0 εκατοστιαίες μονάδες, όση δηλαδή ήταν η θετική συμβολή από την συσσώρευση των αποθεμάτων στο πρώτο εξάμηνο του 2016.

    Η αβεβαιότητα σχετικά με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και ως εκ τούτου η καθυστέρηση στην εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών και του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, σε συνδυασμό με το μείγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής που στηρίζεται στο υπέρμετρο φορολογικό βάρος δυσχεραίνουν την προσέλκυση επενδύσεων. Η επίσπευση της διαδικασίας της αξιολόγησης, αναμένεται να διορθώσει τις παραπάνω δυσκαμψίες και συνεπώς, μια αύξηση των επενδύσεων άνω του 10% το 2017 και το 2018 κρίνεται εφικτή. Απαιτείται, ωστόσο, η πλήρης αξιοποίηση της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης για διαρθρωτικές δράσεις και η επιτάχυνση των διαδικασιών ένταξης και χρηματοδότησης των επιχειρήσεων στο πλαίσιο κινήτρων του νέου αναπτυξιακού νόμου.

    Γ. Ο εξωτερικός τομέας συνέβαλε αρνητικά στον ρυθμό μεγέθυνσης κατά 0,5 εκατοστιαίες μονάδες το 2016 έναντι θετικής επίπτωσης 0,9 εκατοστιαίες μονάδες το 2015.

    Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 2,0% το 2016, ενώ οι εισαγωγές κατά 0,4% και ως εκ τούτου προκύπτει η αρνητική συμβολή.

    Η πλευρά της προσφοράς

    Από την πλευρά της προσφοράς, χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η αλλαγή του μίγματος της συμβολής των τομέων που οδήγησαν το 2016 στην σταθεροποίηση της οικονομίας, σε σχέση με τα δύο προηγούμενα έτη. Ειδικότερα, όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2, ενώ το 2014 η μικρή ανάπτυξη της οικονομίας αποδίδεται στην ενίσχυση του τριτογενούς τομέα, και κυρίως του τομέα «εμπόριο-τουρισμός», το 2016 παρατηρήθηκε ενίσχυση του δευτερογενούς τομέα της οικονομίας και κυρίως του κλάδου που περιλαμβάνει την μεταποίηση, εξέλιξη που συνάδει με την αύξηση της μεταποιητικής παραγωγής κατά 4,0% το 2016.

    Αναλυτικά αναφέρεται η μικρή υποχώρηση της προστιθέμενης αξίας του τομέα των υπηρεσιών με ετήσιο ρυθμό 0,4% που συνέβαλε αρνητικά κατά 0,3 εκατοστιαίες μονάδες στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία στην ίδια περίοδο. Τη μεγαλύτερη μείωση κατέγραψαν οι υπηρεσίες που συνδέονται με το εμπόριο και την τουριστική δραστηριότητα κατά 0,7%, εξέλιξη που συνδέεται με την μείωση των τουριστικών εισπράξεων κατά 6,4%.



    ΣΧΟΛΙΑ