• Business

    Alpha Bank: Πέντε παράγοντες για έκρηξη επενδύσεων στην Ελλάδα

    • NewsRoom
    O CEO της Alpha Bank, Βασίλης Ψάλτης

    O CEO της Alpha Bank, Βασίλης Ψάλτης


    Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Economic Forecast, Νοέμβριος 2022), το ΑΕΠ της Ευρωζώνης εκτιμάται ότι θα καταγράψει ετήσια άνοδο ύψους 3,2% το 2022 και μόλις 0,3% το 2023, από 2,6% και 1,4%, αντίστοιχα, στις καλοκαιρινές προβλέψεις της.

    Αντίθετα, για την Ελλάδα η ΕΕ αναθεωρεί προς τα πάνω την εκτίμησή της για τον ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ ο οποίος αναμένει να διαμορφωθεί σε 6% το 2022, αλλά να επιβραδυνθεί σε 1% το 2023. Οι εκτιμήσεις της ΕΕ για τη χώρα μας έχουν αναθεωρηθεί σε σύγκριση με τις αντίστοιχες προβλέψεις του Ιουλίου, από 4% για το 2022 -στη βάση της ισχυρής ανόδου του ΑΕΠ και της ιδιωτικής κατανάλωσης το πρώτο εξάμηνο, αλλά και των υψηλών επιδόσεων του τουρισμού το φετινό καλοκαίρι- και από 2,4% για το επόμενο έτος, εξαιτίας των επιπτώσεων του υψηλού πληθωρισμού στην αγοραστική δύναμη και κατ’ επέκταση στην ιδιωτική κατανάλωση.

    Τι αναφέρει στο τακτικό της report

    Οπως επισημαίνει η Alpha Bank στο τακτικό της report για την ελληνική οικονομία, οι επενδύσεις που αναμένεται να πραγματοποιηθούν, πρωτίστως στο πλαίσιο υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, θα αποτελέσουν τον κινητήριο μοχλό της οικονομικής μεγέθυνσης το 2023.

    Η τράπεζα αναλύει τους παράγοντες που υποστηρίζουν την αυξημένη συμβολή των επενδύσεων στο μελλοντικό μείγμα ανάπτυξης, οι οποίοι είναι οι ακόλουθοι:

    Πρώτον, η αξιοσημείωτη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος την τελευταία τριετία, με βάση την έκθεση του Economist Intelligence Unit, όπου η Ελλάδα αναφέρεται ως η πιο βελτιωμένη χώρα μεταξύ 82 οικονομιών, κινούμενη ανοδικά κατά 16 θέσεις στη σχετική κατάταξη. Επιπλέον, η κατάταξη της χώρας μας στον δείκτη διεθνούς φορολογικής ανταγωνιστικότητας βελτιώθηκε κατά τέσσερις θέσεις το 2021 (International Tax Competitiveness Index 2022, Tax Foundation-Center for Global tax Policy), καθώς κατέλαβε την 29η θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.

    Δεύτερον, η ισχυρή ανοδική δυναμική στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ), οι οποίες αναμένεται να καταγράψουν νέο ιστορικό υψηλό το 2022 (Γράφημα 1), καθώς οι εισροές του πρώτου εξαμήνου του έτους έχουν ήδη υπερβεί το 82% των ΑΞΕ για το σύνολο του 2021. Η επίδοση του 2021 ήταν μάλιστα η υψηλότερη των τελευταίων 20 ετών ως ποσοστό του ΑΕΠ (2,9%).

    Τρίτον, η σημαντική εισροή επενδυτικών κεφαλαίων το 2023, τόσο μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), όσο και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Σύμφωνα με το Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2023, προβλέπεται για το επόμενο έτος η διάθεση πόρων του ΠΔΕ ύψους Ευρώ 8,3 δισ. (Γράφημα 2), ενώ από το Ταμείο Ανάκαμψης η Ελλάδα αναμένεται να εισπράξει το 2023 συνολικά Ευρώ 5,6 δισ.

    Τέταρτον, η συνετή προσαρμογή του κόστους εργασίας στο πληθωριστικό περιβάλλον, γεγονός που δίνει ανάσα στις επιχειρήσεις για να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή κρίση και διασφαλίζει -επί του παρόντος- ότι θα αποφευχθεί μια σπειροειδής εξέλιξη αύξησης μισθών και τιμών. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η άνοδος του κατώτατου μισθού και της απασχόλησης, αλλά και τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης των εισοδημάτων θα αντισταθμίσουν μερικώς τις αρνητικές συνέπειες των αυξανόμενων τιμών της ενέργειας στο διαθέσιμο εισόδημα.

    Πέμπτο, η αναμενόμενη επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα από το νέο έτος και η αξιοσημείωτη πτώση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ τη διετία 2022 και 2023 εκτιμάται ότι θα μειώσουν τον κίνδυνο χώρας και λειτουργούν ως κίνητρο για την προσέλκυση επενδύσεων.

    Ιστορικά υψηλή επίδοση στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις

    Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ, το πρώτο εξάμηνο του 2022 εισέρρευσαν ΑΞΕ Ευρώ 4,4 δισ., ποσό που αντιστοιχεί στο 4,3% του ΑΕΠ του πρώτου εξαμήνου (στοιχεία με εποχική διόρθωση, τρέχουσες τιμές), ενώ είναι σημαντικά υψηλότερα σε σύγκριση με τις ΑΞΕ ύψους Ευρώ 2,3 δισ. του πρώτου εξαμήνου του 2021 (2,6% του ΑΕΠ).

    Σημειώνεται ότι το 2021 καταγράφηκε ιστορικό υψηλό εισροών ΑΞΕ ως ποσοστό στο ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, οι ΑΞΕ ανήλθαν σε περίπου Ευρώ 5,4 δισ., αντιπροσωπεύοντας το 2,9% του ΑΕΠ της χώρας, το οποίο συνιστά το υψηλότερο ποσοστό από το 2002, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Το εν λόγω ποσοστό είναι υπερδιπλάσιο του μέσου όρου των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ (1,4%), υπερβαίνει τα αντίστοιχα ποσοστά κρατών όπως το Βέλγιο (1,9%), η Τουρκία (1,5%), η Ισπανία (1,3%), η Γαλλία (0,9%) και η Γερμανία (0,7%), ενώ υπολείπεται των ΑΞΕ σε Πορτογαλία και Ιρλανδία (3,5% και 3,2% του ΑΕΠ αντίστοιχα).

    Αξίζει να επισημανθεί ότι το 2006, πριν δηλαδή ξεσπάσει η δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα, οι ΑΞΕ είχαν διαμορφωθεί αρκετά χαμηλότερα σε σύγκριση με το 2021, τόσο ως ποσό (Ευρώ 4,3 δισ.), όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ (2%), ενώ η δεύτερη καλύτερη επίδοση της χώρας σημειώθηκε το 2019, με εισροή Ευρώ 4,5 δισ., που αντιστοιχούσε στο 2,4% του ΑΕΠ.

    Αναφορικά με τη γεωγραφική προέλευση των ΑΞΕ για το 2021, το 82,5% των εισροών προήλθαν από την Ευρώπη, ενώ από τα κράτη εκτός Ευρώπης, οι μεγαλύτερες εισροές ΑΞΕ προήλθαν από τις ΗΠΑ (7,8%) και το Χονγκ Κονγκ (4%). Επιπλέον, οι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας που προσέλκυσαν τις περισσότερες ΑΞΕ ήταν η διαχείριση ακίνητης περιουσίας (22,8%), η μεταποίηση (15,8%), το χονδρικό και λιανικό εμπόριο (9,4%) και οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες (9,1%), ενώ το 13,3% των ΑΞΕ αφορούσε ιδιωτικές αγοραπωλησίες ακινήτωνΕπιπρόσθετα, σε ό,τι αφορά στο ΠΔΕ, σύμφωνα με το Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2023, προβλέπεται η διάθεση πόρων ύψους Ευρώ 8,3 δισ., εκ των οποίων Ευρώ 6,8 δισ. θα προέλθουν από κοινοτικούς πόρους και Ευρώ 1,5 δισ. από εθνικούς πόρους. Σημειώνεται ότι για το 2022 έχουν προϋπολογιστεί Ευρώ 8,8 δισ. (Ευρώ 7,3 δισ. κοινοτικοί πόροι και Ευρώ 1,5 δισ. εθνικοί πόροι)

    Συνθήκες Ρευστότητας

    Σύμφωνα με την εκτέλεση κρατικού προϋπολογισμού, το πρώτο εννεάμηνο του έτους, η εκτέλεση του ΠΔΕ ανέρχεται σε περίπου Ευρώ 5,6 δισ., υπερβαίνοντας τον στόχο των Ευρώ 4,9 δισ. με βάση την εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2022. Αξίζει να επισημανθεί ότι από το 2020 το ΠΔΕ έχει ενισχυθεί σημαντικά, ενώ από το 2012 οι δαπάνες του ΠΔΕ προσεγγίζουν, κατά μέσο όρο, το 34% του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου (σε τρέχουσες τιμές) της χώρας, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία της πλήρους εκτέλεσής του. Επίσης, στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), αναμένονται το 2023 περίπου Ευρώ 3,5 δισ. με τη μορφή επιδοτήσεων και Ευρώ 2,1 δισ. με τη μορφή δανείων.

    Σημειώνεται ότι ο συνολικός προϋπολογισμός των 372 έργων που έχουν ενταχθεί, μέχρι στιγμής, στο σκέλος των επιδοτήσεων του Εθνικού Σχεδίου ανέρχεται σε Ευρώ 13,5 δισ. και περιλαμβάνει σημαντικές επενδύσεις, όπως το πρόγραμμα «Εξοικονομώ» για νοικοκυριά, επιχειρήσεις και το δημόσιο, ηλεκτρικές διασυνδέσεις των νησιών και επενδύσεις αποθήκευσης ενέργειας. Όσον αφορά στο δανειακό σκέλος, μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, είχαν υποβληθεί 210 επενδυτικά σχέδια συνολικού προϋπολογισμού Ευρώ 8,2 δισ., εκ των οποίων τα 112 προέρχονται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ η συμμετοχή του τραπεζικού τομέα αντιστοιχεί στο 1/3 του προϋπολογισμού (Ευρώ 2,7 δισ.).

    Οι βελτιωμένες συνθήκες ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, παρά την επιβράδυνση της αύξησης των καταθέσεων σε σχέση με τη διετία 2020-2021, σε συνδυασμό με τη συνδρομή του τραπεζικού τομέα, με σκοπό τη βελτιστοποίηση της κατανομής χρημάτων μέσω των δανείων από το ΤΑΑ, αναμένεται να αυξήσουν τη μελλοντική πιστωτική επέκταση. Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την έγκριση βασικών οριζόντιων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των θεσμικών αδυναμιών (π.χ. επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και των διαδικασιών επίλυσης διαφορών και ενός σταθερού φορολογικού καθεστώτος), εκτιμάται ότι θα ενισχύσουν τις μελλοντικές επενδύσεις σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

    Δημοσιονομική Σταθερότητα εν μέσω ισχυρών κρίσεων

    Επιπλέον, η επιστροφή στη δημοσιονομική σταθερότητα αναμένεται να ενισχύσει την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικός προορισμός. Η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων διακόπηκε το 2020, καθώς η ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης επέτρεψε στις κυβερνήσεις να ασκήσουν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική με σκοπό τη στήριξη των νοικοκυριών έναντι των συνεπειών της πανδημίας.

    Ως εκ τούτου, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε από πλεόνασμα 4,3% και 4,1% του ΑΕΠ το 2018 και το 2019, σε έλλειμμα 6,9% του ΑΕΠ το 2020, για να περιοριστεί σε 5% το 2021. Για το 2022, σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών (Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2023, βλ. Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της 19.10.2022), το πρωτογενές έλλειμμα εκτιμάται ότι θα περιοριστεί σε 1,7% του ΑΕΠ, παρά τη σημαντική στήριξη της τάξης των Ευρώ 12,1 δισ. προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, καθώς το δημοσιονομικό κόστος των παρεμβάσεων ήταν μόλις Ευρώ 4,7 δισ., με τις υπόλοιπες παρεμβάσεις να χρηματοδοτούνται από τα έσοδα του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης. Για το 2023 προβλέπεται επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,7% του ΑΕΠ.

    Βελτίωση του λόγου

    Επιπρόσθετα, σε εξέλιξη βρίσκεται η αξιοσημείωτη βελτίωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αποκλιμακωθεί από 194,5% το 2021 σε 169,1% το 2022 και περαιτέρω σε 161,6% το 2023. Η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, τη διετία 2022-2023, αποδίδεται στους ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης και τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις, καθώς αμφότερα αυξάνουν τον παρονομαστή, αλλά και στη βελτίωση των πρωτογενών αποτελεσμάτων της γενικής κυβέρνησης που περιορίζουν την αύξηση του αριθμητή.

    Οι κίνδυνοι που θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς την επενδυτική δραστηριότητα προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον και σχετίζονται κυρίως με τις δυσμενείς επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και με τις γεωπολιτικές εντάσεις (π.χ. υψηλό κόστος πρώτων υλών και τιμή φυσικού αερίου). Επιπλέον, η απότομη αύξηση του κόστους δανεισμού για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ως απόρροια της αύξησης των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη επιβράδυνση της ζήτησης, θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποθαρρύνουν, βραχυπρόθεσμα, την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών.

    Διαβάστε επίσης

    Τι συμβαίνει τελικά με το deal Viva-JP Morgan; Γιατί κανείς δεν απαντά αν έγινε η Γενική Συνέλευση;



    ΣΧΟΛΙΑ