• bloomberg
    Sponsored by

    Bloomberg

    Δέκα χρόνια μετά την κρίση, οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι σώζουν ακόμη τράπεζες

    • Bloomberg


    Η υπόσχεση στους Ευρωπαίους φορολογουμένους μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση ήταν απλή: δεν θα ήταν πλέον οι πρώτοι που θα καλούνταν να σώσουν τις τράπεζες που θα βρίσκονταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Αντίθετα, τον λογαριασμό σε περίπτωση χρεοκοπίας θα έπρεπε να τον πληρώσουν οι επενδυτές.

    «Οι φορολογούμενοι δεν είναι πλέον οι πρώτοι που θα πληρώνουν για τα λάθη των τραπεζών», έγραψε στο Twitter ο Μισέλ Μπαρνιέ, ο κορυφαίος –εκείνη την εποχή- αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα, μια νύχτα του Δεκεμβρίου του 2013, όταν ολοκληρώθηκαν οι πολιτικές διαπραγματεύσεις για τη νέα νομοθεσία.

    Έχουν περάσει έξι χρόνια και ο κόσμος προσπαθεί ακόμη να συμβαδίσει με όλους τους τρόπους με τους οποίους οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να παρακάμψουν αυτήν την αρχή. Μόλις αυτόν τον μήνα, η Κομισιόν ενέκρινε στη Γερμανία τη διάσωση της τράπεζας Norddeutsche Landesbank-Girozentrale, με κεφάλαια ύψους 3,6 δισ. ευρώ, ενώ η Ιταλία προσπαθεί να βρει τρόπο να σώσει μια περιφερειακή τράπεζα στα νότια της χώρας.

    «Δεν θα μπορούσαμε να ανησυχούμε περισσότερο· αυτό θα μπορούσε να είναι «το τελευταίο καρφί στο φέρετρο» του πλαισίου επίλυσης», έγραψε σε email ο Ισπανός φιλελεύθερος ευρωβουλευτής Λουίς Γκαρίνανο.

    Μετά την κρίση, η ΕΕ συμφώνησε στη δημιουργία μιας σειράς κανόνων που αποσκοπούσαν στη μετατόπιση του βάρους ενδεχόμενης διάσωσης στους ιδιοκτήτες και στους πιστωτές των «προβληματικών» τραπεζών, υποχρεώνοντάς τους να υποστούν οι ίδιοι κάποιες απώλειες πριν επιτραπεί στην τράπεζα να χρησιμοποιήσει κρατικά κεφάλαια. Δημιουργήθηκε, έτσι, μία υπηρεσία για την αντιμετώπιση των «προβληματικών» τραπεζών στην Ευρωζώνη και οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να εκδίδουν ομόλογα που μπορούν να μετατραπούν σε μετοχές ή και να απομειωθούν σε περίπτωση προβλήματος.

    Από την ώρα που τέθηκε, όμως, πλήρως σε ισχύ το συγκεκριμένο πλαίσιο, το 2016, οι αδυναμίες του γίνονται όλο και πιο εμφανείς. Το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (SRB) χειρίζεται μόνο τις πολύ μεγάλες περιπτώσεις, ενώ οι υπόλοιπες αντιμετωπίζονται με βάση τους εθνικούς κανονισμούς. Οι κανονισμοί αυτοί όμως διαφέρουν πολύ από χώρα σε χώρα και μπορούν να ανοίξουν την πόρτα σε κρατικές διασώσεις.

    Ο λογαριασμός των διασώσεων

    Το κόστος για τη διάσωση τραπεζών από το 2016 και μετά αυξάνεται

    Συνολικά, η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει πόσο αλλεργικές εξακολουθούν να είναι οι κυβερνήσεις μπροστά στο ενδεχόμενο να εκχωρήσουν τον έλεγχο μιας τράπεζας που καταρρέει σε ένα θεσμικό όργανο της ΕΕ και πώς συγκεκριμένες συνθήκες καθιστούν πολιτικά ανεπιθύμητη την εφαρμογή των πιο δραστικών εργαλείων που υπάρχουν αυτήν τη στιγμή.

    Ακολουθούν οι πιο σημαντικές περιπτώσεις στις οποίες κλήθηκαν να συμμετάσχουν οι φορολογούμενοι στη διάσωση τραπεζών από το 2016:

    Banca Popolare di Bari

    Στο πιο πρόσφατο παράδειγμα, η τοπική αυτή τράπεζα του ιταλικού Νότου συσσώρευσε μη εξυπηρετούμενα δάνεια πάνω από «κάθε αποδεκτό μέτρο», σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο, Βιντσέντζο Ντε Μπούστις. Η κυβέρνηση συμφώνησε να συστήσει μια αναπτυξιακή τράπεζα, να την «προικίσει» με 900 εκατομμύρια ευρώ και να την αφήσει να χρηματοδοτήσει την αναδιάρθρωση της Banca Popolare di Bari SCpA, μαζί με το διατραπεζικό ταμείο FITD. Με συνολικό ενεργητικό κάτω των 14 δισεκατομμυρίων ευρώ, η τράπεζα είναι υπερβολικά μικρή για να εποπτεύεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ή το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (SRB). Όπως και σε προηγούμενες περιπτώσεις προβληματικών ιταλικών τραπεζών, η επιβολή «χασούρας» στους επενδυτές της τράπεζας είναι πολιτικά επίφοβη, επειδή πολλές από τις υποχρεώσεις της τράπεζας είχαν πουληθεί σε ιδιώτες πελάτες, γνωστούς και ως… ψηφοφόρους.

    NordLB

    Ο βορειογερμανική τράπεζα NordLB πήρε το «πράσινο φως» της ΕΕ για μια διάσωση η οποία περιλάμβανε «ενέσεις» κεφαλαίων 2,8 δισ. ευρώ, καθώς και περίπου 5 δισ. ευρώ σε εγγυήσεις αυτόν τον μήνα μετά τη διάβρωση των κεφαλαίων της από τοξικά ναυτιλιακά δάνεια. Το βάρος μοιράζεται σε δύο γερμανικές επαρχίες καθώς και σε κρατικά τραπεζικά ταμιευτήρια. Είχαν προηγηθεί διαπραγματεύσεις με την Cerberus Capital Management και την Centerbridge Partners για μερίδιο στην τράπεζα, αλλά οι ιδιοκτήτες της -τα κρατίδια της Κάτω Σαξονίας και της Σαξονίας-Άνχαλτ, καθώς και κάποια κρατικά τραπεζικά ταμιευτήρια- αποφάσισαν τελικά να στηρίξουν από μόνα τους την τράπεζα. Η επιτροπή έκρινε ότι δεν υπάρχει θέμα παράνομης κρατικής ενίσχυσης, γιατί οι επενδυτές αποζημιώνοντας με «όρους αγοράς», που σημαίνει ότι ένας ιδιώτης επενδυτής θα αποδεχόταν, θεωρητικά τουλάχιστον, τους ίδιους όρους. Εάν υπήρχε κάποιος ιδιώτης επενδυτής που θα αποδεχόταν τους όρους αυτούς, σίγουρα δεν εμφανίστηκε.

    Banca Carige

    Οι συγκρούσεις σε επίπεδο μάνατζμεντ και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια κράτησαν πίσω την Banca Carige SpA, η οποία βίωσε αλλεπάλληλες κρίσεις και τέθηκε υπό τη διαχείριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις αρχές του τρέχοντος έτους, σε μια κίνηση άνευ προηγουμένου. Η κυβέρνηση χορήγησε εγγυήσεις ρευστότητας ύψους 3 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο για να εξασφαλίσει ότι η τράπεζα μπορεί να συνεχίσει να πληρώνει τις υποχρεώσεις της. Το τμήμα κρατικών ενισχύσεων της Κομισιόν έκρινε ότι η στήριξη είναι σύμφωνη με τους κανόνες της, επειδή η Carige καταβάλλει προμήθεια στο κράτος και επειδή το μέτρο είναι «στοχευμένο, αναλογικό και περιορισμένο σε χρόνο και πεδίο εφαρμογής».

    Veneto Banca and Banca Popolare di Vicenza

    Αφού η Ιταλία προσπάθησε επί μήνες να βρει λύση για τις «προβληματικές» τράπεζες σε μία από τις πλουσιότερες περιφέρειες της χώρας, η ΕΚΤ τις έβγαλε από την πρίζα τους μια Παρασκευή βράδυ, τον Ιούνιο του 2017, παραδίδοντάς τες στο Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (SRB). Το Συμβούλιο Εξυγίανσης έκρινε, όμως, ότι δεν ήταν αρκετά σημαντικές για να ασχοληθεί μαζί τους και έτσι παρέδωσε τη σκυτάλη στις ιταλικές Αρχές. Αυτές με τη σειρά τους, διέθεσαν μέχρι και 17 δισεκατομμύρια ευρώ για την εκκαθάρισή τους για να αποφύγουν τυχόν σοβαρή αναστάτωση της τοπικής οικονομίας και να στηρίξουν την εξαγορά από την Intesa Sanpaolo SpA. Ενώ οι μέτοχοι και οι κάτοχοι junior ομολόγων ενέγραψαν ζημίες σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις, η Ιταλία αποφάσισε αργότερα να αποζημιώσει τη συντριπτική τους πλειοψηφία, ισχυριζόμενη ότι «παραπλανήθηκαν» από τις δύο τράπεζες. Το τμήμα κρατικών ενισχύσεων της Κομισιόν υποστήριξε όλα αυτά τα μέτρα.

    Banca Monte dei Paschi di Siena

    Η Ιταλία εκμεταλλεύτηκε ένα «παραθυράκι» στους κανονισμούς της ΕΕ για τις προβληματικές τράπεζες  για να στηρίξει με 5,4 δισεκατομμύρια ευρώ την παλαιότερη τράπεζα του κόσμου, η οποία έδινε μάχη για να τα βγάλει πέρα μ’ έναν τεράστιο όγκο επισφαλών δανείων. Κάποιες διατάξεις της νομοθεσίας επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να παρέχουν προληπτικά νέα κεφάλαια στις φερέγγυες τράπεζες, προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενη σοβαρή αναστάτωση της οικονομίας. Και πάλι, οι μέτοχοι και οι κάτοχοι junior ομολόγων ενέγραψαν ζημίες, ενώ οι πελάτες λιανικής μπορούσαν να ζητήσουν αποζημίωση από την τράπεζα. Όπως και στην περίπτωση των δύο βενετσιάνικων τραπεζών, οι κάτοχοι senior ομολόγων τη γλίτωσαν. Το κράτος κατέχει πλέον το 68% της τράπεζας και ψάχνει τρόπο να πουλήσει.

    Caixa Geral de Depositos

    Η ανακεφαλαιοποίηση της κρατικής αυτής πορτογαλικής τράπεζας το 2017 δεν θεωρήθηκε ούτε κι αυτή παράνομη κρατική ενίσχυση επειδή, σε μεγάλο βαθμό όπως και στην περίπτωση της NordLB, το κεφάλαιο χορηγήθηκε από την κυβέρνηση με «όρους αγοράς». Η Πορτογαλία επένδυσε 3,9 δισ. ευρώ ενώ σχεδίαζε μια βαθιά αναδιάρθρωση της τράπεζας για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης κερδοφορίας της. Τον Νοέμβριο, η CGD παρουσίασε καθαρά έσοδα για τους πρώτους εννέα μήνες, 641 εκατομμυρίων ευρώ και η κυβέρνηση αναμένει να λάβει μέρισμα 237 εκατομμυρίων ευρώ το επόμενο έτος.

    Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα

    Η Κύπρος πήρε την έγκριση της ΕΕ το 2018 για να δώσει 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ, περισσότερα από το 10% του ΑΕΠ της, για την ενίσχυση της δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας. Ο κύριος λόγος που εγκρίθηκε από την Κομισιόν μία τέτοια κίνηση ήταν ότι αυτή ήταν μια τόσο μακρόχρονη υπόθεση, έχοντας ξεκινήσει πριν τεθεί σε ισχύ το ευρωπαϊκό καθεστώς για την εξυγίανση των τραπεζών, που θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί βάσει της εθνικής νομοθεσίας. Τα μισά από τα assets της τράπεζας ήταν μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τα κεφάλαια της τράπεζας ήταν μόνο καταθέσεις, που σήμαινε ότι δεν υπήρχαν ομολογιούχοι που θα μπορούσαν να είχαν συνεισφέρει στο κόστος διάσωσής της, σύμφωνα με την Κομισιόν.



    ΣΧΟΛΙΑ