Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, τάχθηκε υπέρ της ιδέας να επανεξεταστεί ο στόχος πληθωρισμού 2% της Federal Reserve, αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες καταφέρουν να επαναφέρουν με βιώσιμο τρόπο τις αυξήσεις τιμών σε αυτό το επίπεδο.

«Όταν επιστρέψουμε στο 2% — κάτι που πιστεύω ότι είναι ορατό — τότε μπορούμε να κάνουμε τη συζήτηση: είναι πιο έξυπνο να έχουμε ένα εύρος;» δήλωσε ο Μπέσεντ σε συνέντευξή του στο All-In Podcast. «Αφού επανα-αγκυροβολήσουμε στον στόχο, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για ένα εύρος».

1

Σύμφωνα με τον ίδιο, η συζήτηση θα μπορούσε να αφορά τη μετάβαση σε ένα εύρος 1,5%–2,5% ή 1%–3%. «Υπάρχει μια πολύ ουσιαστική συζήτηση που πρέπει να γίνει», είπε στη συνέντευξη, η οποία δημοσιεύτηκε στις 22 Δεκεμβρίου.

Οι αξιωματούχοι της Fed υιοθέτησαν επίσημα και δημόσια τον στόχο του 2% το 2012, στόχο που ακολουθούν πολλές κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως. Ο Μπέσεντ χαρακτήρισε «παράλογη» την ιδέα της «ακρίβειας δεκαδικού ψηφίου», ωστόσο προειδοποίησε ότι η αλλαγή του στόχου σε περίοδο υψηλότερου πληθωρισμού θα μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι «όταν ξεπερνάς ένα επίπεδο, απλώς το προσαρμόζεις προς τα πάνω».

Η συνέντευξη ηχογραφήθηκε μετά τη δημοσίευση των στοιχείων για τον δείκτη τιμών καταναλωτή (CPI) του Νοεμβρίου, στις 18 Δεκεμβρίου, που έδειξαν αύξηση 2,7% σε ετήσια βάση. Η Fed χρησιμοποιεί διαφορετικό δείκτη, τον PCE, ο οποίος αυξήθηκε κατά 2,8% στο δωδεκάμηνο έως τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία.

Οι πολίτες «πιέζονται»

«Είναι πολύ δύσκολο να επανα-αγκυροβολήσεις τις προσδοκίες αν δεν πετύχεις τον στόχο και δεν διατηρήσεις την αξιοπιστία σου», δήλωσε ο Μπέσεντ. Αναγνώρισε επίσης τις ανησυχίες των νοικοκυριών για το κόστος ζωής — μια δυσαρέσκεια που, όπως είπε, αποτυπώθηκε και στις εκτός κύκλου εκλογές του Νοεμβρίου, όπου οι Ρεπουμπλικάνοι υπέστησαν απώλειες.

Ο υπουργός Οικονομικών σημείωσε ότι «γνωρίζουμε πως ο αμερικανικός λαός πιέζεται», προσθέτοντας ότι το επίπεδο τιμών «έχει ανέβει πολύ», κάτι που απέδωσε στην κυβέρνηση Μπάιντεν. Όπως είπε, ο πληθωρισμός «αρχίζει πλέον να υποχωρεί», εν μέρει λόγω της μείωσης των ενοικίων, τα οποία —κατά την άποψή του— είχαν αυξηθεί εξαιτίας της εισροής παράτυπων μεταναστών.

Παρότι ορισμένοι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι τα τελευταία στοιχεία του CPI ενδέχεται να περιέχουν στατιστικές στρεβλώσεις λόγω των αναγκαστικών αδειών ομοσπονδιακών υπαλλήλων κατά το κυβερνητικό shutdown του Οκτωβρίου και των αρχών Νοεμβρίου, ο Μπέσεντ δήλωσε ότι θεωρεί τον αριθμό «αρκετά ακριβή». Αν και ορισμένα επιμέρους στοιχεία, όπως η ενέργεια, κατέγραψαν άνοδο, τα δεδομένα σε πραγματικό χρόνο δείχνουν —όπως είπε— ότι οι τιμές υποχωρούν.

Ο Μπέσεντ υπογράμμισε επίσης ότι η σταθεροποίηση του δημοσιονομικού ελλείμματος θα μπορούσε να αποτελέσει επιχείρημα υπέρ χαμηλότερων επιτοκίων. Παρέπεμψε στο παράδειγμα της Γερμανίας πριν από το ευρώ, όταν η Bundesbank συμφώνησε να μειώσει τα επιτόκια με αντάλλαγμα μια «συνετή και όχι σπάταλη» δημοσιονομική πολιτική.

Το γερμανικό μοντέλο

«Κάτι τέτοιο θα μπορούσαμε να κάνουμε κι εδώ», είπε, προσθέτοντας ότι τότε η κεντρική τράπεζα και η κυβέρνηση της Γερμανίας «λειτουργούσαν χέρι-χέρι». Σημείωσε επίσης ότι πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών «είχε λόγο» στις αποφάσεις της Federal Reserve.

«Αν μπορέσουμε να σταθεροποιήσουμε το δημοσιονομικό έλλειμμα, ή ακόμη και να το μειώσουμε, αυτό θα συμβάλει στην αποπληθωριστική πορεία», δήλωσε.

Ο Μπέσεντ, ο οποίος επιβλέπει τη διαδικασία επιλογής υποψηφίου από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ για τη διαδοχή του προέδρου της Fed, Τζερόμ Πάουελ, επανέλαβε την κριτική του για τη διόγκωση του ισολογισμού της κεντρικής τράπεζας μετά την πανδημία.

«Αναμφίβολα, οι μαζικές αγορές περιουσιακών στοιχείων αποτελούν μέρος της εργαλειοθήκης μιας κεντρικής τράπεζας», είπε. Υποστήριξε επίσης τις έκτακτες αρμοδιότητες της Fed για στήριξη στρατηγικών κλάδων, σημειώνοντας ότι «δεν θα ωφελούσε κανέναν» η κατάρρευση της αεροπορικής βιομηχανίας κατά την Covid. Ωστόσο, για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης συνολικά, εκτίμησε ότι «η διάρκειά του ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο έπρεπε».

Διαβάστε επίσης 

Τουρκία: Αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 27%

ΗΠΑ: Για πέμπτο συνεχόμενο μήνα υποχώρησε η καταναλωτική εμπιστοσύνη τον Δεκέμβριο

Ρωσία: Νομιμοποίηση εγχώριων συναλλαγών κρυπτονομισμάτων