• Big Story

    Κόκκινα δάνεια: Το κόστος πληρώνουν οι συνεπείς δανειολήπτες

    πλειστηριασμοί


    Διαδοχικές στρεβλώσεις και αυξημένο κόστος για τους συνεπείς δανειολήπτες και τις υγιείς επιχειρήσεις έχει δημιουργήσει στη χώρα μας το μακροχρόνιο προστατευτικό πλαίσιο που έχουν υιοθετήσει όλες οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα και το οποίο εξαντλείται στους κόκκινους οφειλέτες.

    Με απαρχή την απαγόρευση πλειστηριασμού της ακίνητης περιουσίας, που υιοθετήθηκε για πρώτη φορά το 2009 με το νόμο Παπαθανασίου και το οποίο έθετε στο απυρόβλητο την ακίνητη περιουσία ακόμη και αν αυτή ξεπερνούσε τις 500.000 ευρώ, έως και την τελευταία ρύθμιση που στοχεύει στην προστασία της πρώτης κατοικίας με αντικειμενική αξία έως 250.000 ευρώ, όλες οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα επιδόθηκαν στο πώς θα προστατευθούν όσοι έχουν απλήρωτες οφειλές προς τις τράπεζες, καταφεύγοντας σε λύσεις μαξιμαλιστικής προστασίας, με σαφή πολιτικά κίνητρα και αρκετές φορές με προεκλογική στόχευση και λιγότερο την προστασία των πραγματικά αδύναμων.

    Η γενναιόδωρη προστασία που παρείχαν μέχρι σήμερα στους δανειολήπτες, ακόμη και σε δανειολήπτες που κοκκίνισαν τα δάνειά τους από επιλογή κι όχι από ανάγκη, είναι η βασική αιτία της γιγάντωσης του προβλήματος των κόκκινων στεγαστικών δανείων, το ύψος των οποίων φθάνει σήμερα τα 27 δις ευρώ.

    Η πρόσφατη συμφωνία κυβέρνησης-τραπεζών για το νέο πλαίσιο προστασίας, που θα ισχύσει από τις αρχές Μαρτίου, συνιστά σύμφωνα με τραπεζικές πηγές ένα βήμα για την αντιμετώπιση του γιγάντιου αυτού προβλήματος, αλλά σε κάθε περίπτωση επισφραγίζει την στρέβλωση σε βάρος των συνεπώς δανειοληπτών, όσων δηλαδή όλα αυτά τα χρόνια αποπληρώνουν με αναμφισβήτητη δυσκολία τις οφειλές τους στις τράπεζες.

    Πρόκειται για τους μισούς δανειολήπτες, οι οποίοι πληρώνουν το κόστος της ασυνέπειας –ακούσιας ή εκούσιας– των άλλων μισών, καταβάλλοντας υψηλότερους τόκους για το δάνειό τους, ακριβώς επειδή το κόστος χρήματος στην Ελλάδα είναι υψηλότερο λόγω της γιγάντωσης του προβλήματος των κόκκινων δανείων.

    Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, το κόστος χρήματος θα ήταν χαμηλότερο κατά 0,75 έως 1,25 ποσοστιαίες μονάδες, εάν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ως ποσοστό του συνολικού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών ήταν στον μέσο όρο της υπόλοιπης Ευρωζώνης. Η απλή αριθμητική οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εάν το επιτόκιο δανεισμού ήταν κατά 75 μονάδες βάσης χαμηλότερο, θα γλίτωναν, στα 80 δις δανείων, 600 εκατ. ευρώ τόκων ετησίως, ενώ το όφελος θα ξεπερνούσε το 1 δις εάν δεχθούμε την προσέγγιση ότι το επιτόκιο θα μπρούσε να μειωθεί έως και 1 μονάδα.

    Στην ίδια λογική το βάρος επωμίζονται οι συνεπείς επιχειρήσεις, στο βαθμό που οι λύσεις αναδιάρθρωσης που υιοθετούν οι τράπεζες στην προσπάθειά τους να σώσουν μέρος του κεφαλαίου τους, αποτρέποντας το κλείσιμό της υπερχρεωμένης, ρυθμίζουν την οφειλή της «κουρεύοντας» ένα σημαντικό μέρος της, που σε αρκετές περιπτώσεις φθάνει ακόμα και το 80% του οφειλόμενου ποσού. Πολύ συχνά δανειοδοτούν αυτές τις επιχειρήσεις με φρέσκο χρήμα, με αποτέλεσμα η συνεπής επιχείρηση να βρίσκεται τελικά δανειοδοτημένη με χειρότερους όρους από την ασυνεπή, έχοντας πλέον ανταγωνιστικό μειονέκτημα.

    Η στρέβλωση αυτή ισχύει και σε επίπεδο φορολόγησης, αφού οι συνεπείς δανειολήπτες είναι εξ ορισμού και οι συνεπείς φορολογούμενοι, που πληρώνουν τις οφειλές τους στην εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία. Είναι αυτοί που χρηματοδότησαν το δημόσιο στις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, συνεισφέροντας περί τα 45 δις ευρώ μέχρι σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων έχει εξανεμιστεί.

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Επιβεβαίωση mononews: Πάνω από το 80% των κόκκινων δανείων θα ενταχθούν στο νέο πλαίσιο

    ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Μέχρι 200.000 δανειολήπτες στο νέο πλαίσιο για την πρώτη κατοικία



    ΣΧΟΛΙΑ