Eναλλακτικούς τρόπους κουρέματος στεγαστικών δανείων ψάχνουν οι τράπεζες προκειμένου να ενισχύσουν τις εισπράξεις από κόκκινα δάνεια αυτής της κατηγορίας. Ένας από τους τρόπους είναι το «πάγωμα» μέρους του δανείου και ο εκτοκισμός τους με αρνητικό επιτόκιο euribor, ώστε η χαμηλότερη δόση για τον δανειολήπτη να μειώνει το κεφάλαιο του δανείου και όχι μόνο τους τόκους.
Οι τράπεζες δυσκολεύουνται να προχωρήσουν σε διαγραφές στεγαστικών οφειλών καθώς έχουν μικρό ποσοστό κάλυψής τους αφού τα δάνεια του παρελθόντος δίνονταν σε υψηλό ποσοστό έναντι της αξίας του δανείου και πλέον με την υποχώρηση των τιμών των ακινήτων, η κάλυψη διαμορφώνεται πλέον στο επίπεδο του 30% – 35%.
Ο στόχος είναι η επαναφορά στο «πράσινο» κατά το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό δανείων και δη, στεγαστικών και μάλιστα με τρόπο που δεν θα ξαναγυρίσουν σε καθυστέρηση. Ο μόνος τρόπος φαίνεται να είναι η μείωση της δόσης μέσω μείωσης και του κεφαλαίου πλέον αφού μέχρι σήμερα το κεφάλαιο παρέμενε ακέραιο βαρύνοντας τον δανειολήπτη που ούτε σε βάθος χρόνου μπορούσε να συνεχίσει να εξυπηρετεί το δάνειο.
Για παράδειγμα, αν ο δανειολήπτης που είχε αρχική δόση 100 ευρώ, μπορεί αποδεδειγμένα να πληρώνει μόνο 50 ευρώ, το ζητούμενο είναι να διαμορφωθεί μια ρύθμιση βιώσιμη. Ως σήμερα, οι τράπεζες προς το σκοπό αυτό, είτε επιμήκυναν τη διάρκεια του δανείου είτε μείωναν το επιτόκιο ενώ τώρα, γίνεται η αντιστοιχία του μέρους του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στη δόση αυτή και το υπόλοιπο του κεφαλαίου «παγώνει» με επιτόκιο ίσο με το euribor, δηλαδή στην ουσία αρνητικό.
Το ίδιο δάνειο θα επαναξιολογείται μετά από μια τριετία, διάστημα που συμπίπτει ουσιαστικά με το διάστημα που χρειάζεται ένα μη εξυπηρετούμενο άνοιγμα (NPE) για να γίνει εξυπηρετούμενο. Συγκεκριμένα, το NPE γίνεται μετά από ένα χρόνο εξυπηρετούμενο αλλά σε καθεστώς παρακολούθησης, και μετά από δύο χρόνια, δηλαδή άνοιγμα που εξυπηρετείται χωρίς ούτε μία δόση να έχει καθυστέρηση άνω των 30 ημερών.
Η νέα ρύθμιση τύπου split balance που εξετάζουν οι τράπεζες έχει χρηματοοικονομικό κόστος που θεωρείται δευτερεύον σε σχέση με τα προσδοκώμενα μετά την τριετία οφέλη οπότε και θα επαναξιολογείται η ρύθμιση του δανείου.
Εάν ανακάμψει η οικονομία, θα βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη μέσω της οποίας θα ενισχυθεί η δυνατότητα αποπληρωμής κεφαλαίου με καταβολή υψηλότερης μηνιαίας δόσης,και κυρίως θα αυξηθεί η αξία του ακινήτου, η οποία θα βελτιώσει και τον λόγο δανείου προς την αξία.
Το νέο προϊόν που σχεδιάζουν οι τράπεζες καλύπτει την πλειοψηφία των στεγαστικών δανείων – πρόκειται για δάνεια με μέσο υπόλοιπο περί τις 80.000 ευρώ, ενώ δεν μπορούν να επωφεληθούν από αυτό δάνεια που έχουν επιμηκυνθεί μέχρι το 75ο έτος του δανειολήπτη.