Σε επίπεδα που μέχρι πριν λίγα χρόνια έμοιαζαν απλησίαστα για την ελληνική αγορά κινούνται πλέον τα επιτόκια δανεισμού των εισηγμένων επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, το μέσο επιτόκιο με το οποίο οι ελληνικές μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις αντλούν κεφάλαια μέσω ομολογιακών εκδόσεων διαμορφώνεται στο 3,62%, τιμή που συνιστά επιστροφή στην «κανονικότητα» και φέρνει την Ελλάδα σε άμεση σύγκριση με τις ευρωπαϊκές αγορές.

1

Παρά τις αναταράξεις, το συμπέρασμα της κεντρικής τράπεζας είναι σαφές: το κόστος χρήματος για τις ελληνικές εισηγμένες δεν αποτελεί πλέον μειονέκτημα.

Αντιθέτως, η αγορά δείχνει ότι μπορεί να σταθεί ισότιμα δίπλα στην ευρωπαϊκή – και αυτό, σε βάθος χρόνου, αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού.

Το στοιχείο δεν είναι απλώς λογιστικό.

Μέσα στο 2025, οι ελληνικές επιχειρήσεις που δεν ανήκουν στον τραπεζικό κλάδο προχώρησαν σε επτά νέες εκδόσεις ομολόγων, συνολικού ύψους 3,53 δισ. ευρώ, εξασφαλίζοντας χρηματοδότηση με αισθητά χαμηλότερο κόστος σε σχέση με το παρελθόν.

Πρόκειται για μια σαφή ένδειξη ότι οι κεφαλαιαγορές παύουν να αποτελούν «λύση ανάγκης» και μετατρέπονται σε ουσιαστική εναλλακτική έναντι του τραπεζικού δανεισμού, κυρίως για μεγάλες και εξωστρεφείς επιχειρήσεις.

Η Τράπεζα της Ελλάδος υπογραμμίζει ότι η εξέλιξη αυτή λειτουργεί πολλαπλασιαστικά: μειώνει το χρηματοοικονομικό κόστος, ενισχύει την κερδοφορία των επιχειρήσεων και στηρίζει την πραγματική οικονομία.

Καθοριστικό ρόλο παίζει η αποκλιμάκωση των αποδόσεων στη δευτερογενή αγορά, η οποία ξεκίνησε από το δεύτερο εξάμηνο του 2024 και συνεχίστηκε μέσα στο 2025.

Οι αποδόσεις των ελληνικών εταιρικών ομολόγων συγκλίνουν πλέον προς εκείνες των ευρωπαϊκών τίτλων στο κατώφλι της επενδυτικής βαθμίδας (BBB).

Στις 8 Δεκεμβρίου 2025, η μεσοσταθμική απόδοση των ελληνικών ομολόγων μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων βρέθηκε στο 3,62%, οριακά υψηλότερα από την αντίστοιχη των ευρωπαϊκών εταιρικών ομολόγων με αξιολόγηση BBB (3,56%).

Αξιοσημείωτο είναι ότι σε σχέση με τις αρχές του έτους οι ελληνικές αποδόσεις υποχώρησαν κατά 5 μονάδες βάσης, την ώρα που οι ευρωπαϊκές αυξήθηκαν κατά 16 μονάδες βάσης – μια αντιστροφή ρόλων που δύσκολα περνά απαρατήρητη.

Η εικόνα συμπληρώνεται από τα στοιχεία των προηγούμενων ετών.

Το 2024, οι εισηγμένες άντλησαν 2,13 δισ. ευρώ μέσω πέντε ομολογιακών εκδόσεων.

Από το 2013 μέχρι σήμερα, ελληνικές μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έχουν εκδώσει ομόλογα στις διεθνείς αγορές –κυρίως μέσω θυγατρικών– συνολικής αξίας 16,74 δισ. ευρώ, με υφιστάμενο υπόλοιπο 6,43 δισ. ευρώ.

Στην εγχώρια αγορά, από το 2016 έχουν εκδοθεί ομόλογα ύψους 6,13 δισ. ευρώ, με ενεργό υπόλοιπο 4,62 δισ. ευρώ.

Το θετικό αφήγημα, ωστόσο, δεν αγνοεί τους κινδύνους.

Σε ένα περιβάλλον αυξημένης διεθνούς αβεβαιότητας, η μεταβλητότητα στις αγορές κεφαλαίου ενισχύθηκε το 2025, με την ετησιοποιημένη μεταβλητότητα των ημερήσιων αποδόσεων να ανέρχεται στο 18,8% στο διάστημα 1 Ιανουαρίου – 8 Δεκεμβρίου, αυξημένη κατά 4,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2024.

Διαβάστε επίσης:

Χρηματιστήριο: Ο ΟΤΕ απορρόφησε το μέρισμα, η ΜΟΗ γράφει νέα υψηλά, η Τιτάν κοιτάζει τα 50 και η ΔΕΗ τα 18

Χρηματιστήριο: Μία Πειραιώς δεν φτάνει…, νέο πάρτι στην Qualco, με +2,5% τα ΕΛΠΕ, πάνω από τα 31 η ΜΟΗ

Χρηματιστήριο: Αυτές οι μετοχές θα πρωταγωνιστήσουν το 2026 – Τι θα κάνουν οι τράπεζες