• Άρθρα

    Οι νέες ισορροπίες στην αγορά εργασίας

    Βρούτσης

    Γιάννης Βρούτσης, υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων


    Παρεμβάσεις σε εργασιακές σχέσεις και συνδικαλιστικό νόμο που προκαλούν ανάμεικτες αντιδράσεις σε εργαζόμενους, εργοδότες και συνδικάτα φέρνει το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή.

    Από την μια πλευρά, θεσμοθετούνται αλλαγές για την προστασία των εργαζομένων, όπως η αύξηση κατά 12 % της υπερωριακής απασχόλησης όσων απασχολούνται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, αλλά και η αυστηροποίηση των ποινών για όσους εργοδότες καταστρατηγούν την εργατική νομοθεσία. Από την άλλη όμως, επανέρχεται η υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών ή ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων με προστασία των υφιστάμενων θέσεων εργασίας, καθίσταται σχεδόν αδύνατη η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία και αυστηροποιούνται τα κριτήρια για την επέκταση της εφαρμογής κλαδικών συμβάσεων ακόμη κι αν καλύπτουν το 51% ενός κλάδου.

    Ωστόσο, οι διατάξεις έχουν ήδη προκαλέσει την έντονη αντίδραση των συνδικάτων είναι αυτές που αφορούν τον συνδικαλιστικό νόμο και συγκεκριμένα τη δυνατότητα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για τις απεργίες και τη δημιουργία συνδικαλιστικού μητρώου με την πλήρη καταγραφή των μελών των εργοδοτικών οργανώσεων και των εκπροσώπων των εργαζομένων.

    Η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας δημιουργεί ένα ευνοϊκό κλίμα για νέες επενδύσεις στη χώρα μέσω της σταδιακής μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά πέντε μονάδες έως το 2023, μόνο όμως για τις θέσεις πλήρους απασχόλησης, ενώ την ίδια στιγμή βάζει φρένο στην αδήλωτη εργασία υποχρεώνοντας τους εργοδότες να προσλάβουν για 12 μήνες όσους διαπιστώνεται ότι απασχολούνται ανασφάλιστοι, εάν θέλουν να πληρώσουν χαμηλό πρόστιμο.

    Την ίδια στιγμή όμως, για την αποφυγή νέων λουκέτων σε υφιστάμενες επιχειρήσεις με σοβαρά οικονομικά προβλήματα επανέρχεται στο προσκήνιο η κατίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών με την εφαρμογή δυσμενέστερων όρων για τους εργαζόμενους. Για να περιορίσει τις αντιδράσεις από την πλευρά των συνδικάτων, η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας λίγες ώρες πριν την κατάθεση του νομοσχεδίου, προσέθεσε ρήτρα λήψης μέτρων προστασίας για την διασφάλιση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας σε όσες επιχειρήσεις δοθεί το πράσινο φως να «παρακάμψουν» την εφαρμογή κλαδικών συμβάσεων.

    Στο νομοσχέδιο περιλαμβάνονται τρία επίπεδα εξαίρεσης από τις συλλογικές συμβάσεις:

    • Εντός της σύμβασης με τους κοινωνικούς εταίρους να αποφασίζουν ποιες επιχειρήσεις ενός κλάδου μπορούν να εξαιρεθούν.
    • Μέσω της διαδικασίας συρροής με την υπερίσχυση των επιχειρησιακών έναντι των κλαδικών. Προβλέπεται δηλαδή ότι στις περιπτώσεις επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει κατ’ εξαίρεση της κλαδικής, εφόσον στην κλαδική δεν προβλέπονται εξαιρέσεις από την εφαρμογή όρων της.
    • Μέσω της διαδικασίας επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων όπου ο υπουργός Εργασίας θα αποφασίζει ποιες επιχειρήσεις εξαιρούνται. Επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα μπορούν να εξαιρούνται από την υποχρεωτική εφαρμογή μιας κλαδικής σύμβασης που επεκτάθηκε και κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική, μετά από αιτιολογημένη γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας.

    Καθοριστικό ρόλο για την υπογραφή νέων κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, ακόμη και για την ίδια την ύπαρξη των συνδικαλιστικών οργανώσεων, διαδραματίζουν οι παρεμβάσεις στη διαδικασία της προσφυγής στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας, καθώς με τις προωθούμενες διατάξεις καθίσταται δυσχερέστερη  έως και αδύνατη η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία.

    Το νομοσχέδιο θέτει συγκεκριμένες και πολύ αυστηρές προϋποθέσεις προσφυγής στη διαιτησία μονομερώς, με τους νομικούς να εκτιμούν ότι πλέον καθίσταται σχεδόν αδύνατη η πρόσβαση των συνδικάτων στον ΟΜΕΔ, προκειμένου να διεκδικήσουν την υπογραφή κυρίως κλαδικών συλλογικών συμβάσεων. Έτσι, από την ψήφισή του νομοσχεδίου και μετά θα «είναι δυνατή η προσφυγή στη διαιτησία μονομερώς από οποιοδήποτε μέρος, ως έσχατο και επικουρικό μέσο επίλυσης συλλογικών διαφορών εργασίας, μόνον εάν αφορά συλλογική διαφορά σε επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου ή εάν η επίλυση της συλλογικής διαφοράς (π.χ. μεταξύ ενός σωματείου και μιας επιχείρησης) επιβάλλεται από υπαρκτό λόγο γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος συνδεόμενο με τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας».



    ΣΧΟΛΙΑ