Χαρη στην απολιγνιτοποίηση της ΔΕΗ και τη μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ, η Ελλάδα ήταν μέχρι πρόσφατα σε τροχιά επίτευξης του στόχου μείωσης των εκπομπών CO2 κατά 55% ως το 2030. Όμως αυτή η πορεία αλλάζει, όπως αναφέρει στην αποκλειστική του συνέντευξη στο mononews.gr ο καθηγητής Νίκος Μάντζαρης και συνιδρυτής του Green Tank, καθώς το 2025 οι εκπομπές CO2 της ηλεκτροπαραγωγής αναμένονται στα 15 εκ. τόνους από 10,2 εκ. τόνους που είναι ο στόχος του ΕΣΕΚ.

Σε μια εποχή πρόκληση για τους κλιματικούς στόχους, και με διχασμένη και αντιφατική την ευρωπαϊκή πολιτική, ο κ. Μάντζαρης περιγράφει τι αλλάζει και ποιοι είναι οι κίνδυνοι που δημιουργούνται, από τη διπλή πυξίδα που οδηγεί την Ευρώπη.

1

Την ίδια στιγμή που δεν έχει αλλάξει η  ευρωπαϊκή πολιτική της ενεργειακής μετάβασης, που ρυθμίζει την αγορά και την οικονομία της Ευρώπης τα τελευταία δέκα χρόνια,με  πλειάδα Οδηγιών, Κανονισμών που καθορίζουν τη δραστηριότητα όλων των κλάδων της οικονομίας, την ίδια στιγμή, ζητούνται και δίνονται περιθώρια ανατροπής τους.

Και μπορεί οι ΗΠΑ, υπό τον Πρόεδρο Trump να επικεντρώνονται στα ορυκτά καύσιμα επειδή  τέλειωσαν με την ενεργειακή μετάβαση, και να αρνήθηκαν την κλιματική αλλαγή, η Ευρώπη όμως συνεχίζει να στοχεύει στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της Συμφωνίας των Παρισίων για περιορισμό της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας «πολύ κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου», με σαφή επιδίωξη τον 1,5 βαθμό σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Συμφωνία των Παρισίων ακόμη αποτελεί τον καταλύτη που διαμόρφωσε δεσμευτικές πολιτικές για απανθρακοποίηση του ενεργειακού της συστήματος, κάνοντας την ενεργειακή μετάβαση εκτός από την πορεία προς ένα περιβαλλοντικό στόχο έγινε κεντρική οικονομική και βιομηχανική πολιτική της ΕΕ. Ταυτόχρονα όμως απέκτησε και μια δεύτερη πυξίδα τη χρήση ορυκτών καυσίμων, που όμως έχουν εκπομπές άνθρακα και αναγκαστικά θα επηρεάσουν τους στόχους της, ακόμη κι αν δεν το ομολογεί.

Το νέο πλαίσιο που διαμορφώθηκε, μετά την εκλογή Τραμπ, αλλάζει το ρυθμό και τις προτεραιότητες για την Ευρώπη, η οποία όμως δεν αναμορφώνει τους στόχους για  μείωση των εκπομπών κατά 55% ως το 2030 και 75% ως το 2040 (+5% από πιστώσεις άνθρακα) για να φτάσει στις μηδενικές εκπομπές το 2050.

Στη νέα πραγματικότητα όμως, είναι πλέον ρεαλιστικοί οι κλιματικοί στόχοι; Κι αν όχι ποιες θα είναι οι συνέπειες. Μπορεί η καθυστέρηση στην υλοποίηση των στόχων να γυρίσουν μπούμερνγκ εις βάρος της οικονομίας; Ο καθηγητής Νίκος Μάντζαρης, απαντάει τις ερωτήσεις αυτές, περιγράφει τα χαρακτηριστικά της σημερινής εποχής στην οποία η Ευρώπη πλοηγείται με διπλή πυξίδα και προειδοποιεί για τους κινδύνους αυτής της νέας αντιφατικής πολιτικής.

Η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει της εκπομπές της μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό λόγω της απολιγνιτοποίησης. Πιστεύετε ότι θα πιάσει τον στόχο μείωσης εκπομπών κατά 55% ως το 2030 που θεσπίστηκε με τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο του 2022;

Είναι αλήθεια ότι η απολιγνιτοποίηση συνέβαλε καθοριστικά στη μείωση των εκπομπών της χώρας τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της επίδρασης του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) στο κόστος λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων. Από το 2013, όταν καταργήθηκαν τα δωρεάν δικαιώματα για την ηλεκτροπαραγωγή, έως το 2023, οι εκπομπές του τομέα σχεδόν υποτριπλασιάστηκαν: από 45,1 το 2013 σε 15,5 εκατ. τόνους CO₂ το 2023 (-65,7%). Στο ίδιο διάστημα, η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή μειώθηκε από τις 23,2 TWh στις 4,5 TWh (-81%).

Ωστόσο, αυτή η εντυπωσιακή πορεία ουσιαστικά «πάγωσε» από το 2024 ως σήμερα, παρά τη συνεχή μείωση της χρήσης λιγνίτη. Ο λόγος είναι η σημαντική αύξηση της χρήσης ορυκτού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή, η οποία το 2024 εκτινάχθηκε κατά 35,8% σε σχέση με το 2023, ενώ το 2025 συνεχίζει ανοδικά (+12,6% για το πρώτο δεκάμηνο). Έτσι, το ανθρακικό αποτύπωμα του τομέα αυξήθηκε το 2024 σε σχέση με το 2023 και αναμένεται να παραμείνει στα ίδια επίπεδα και το 2025 (περίπου 15–16 εκατ. τόνοι CO₂).

Με αυτά τα δεδομένα, η χώρα έχει ήδη αποκλίνει πλήρως από την τροχιά του ΕΣΕΚ, το οποίο προέβλεπε για το 2025 εκπομπές μόλις 10.2 εκατ. τόνων από την ηλεκτροπαραγωγή. Εάν δεν υπάρξει άμεση αλλαγή πολιτικής —δηλαδή σαφής προτεραιότητα στην αποθήκευση ενέργειας και στην ταχεία ανάπτυξη των ΑΠΕ, αντί της διεύρυνσης της εξάρτησης από το αέριο— είναι βέβαιο ότι δεν θα επιτευχθεί ούτε ο στόχος του 2030, που θέτει ως ανώτατο όριο τους 4 εκατ. τόνους για τον τομέα ηλεκτροπαραγωγής.

Και αυτό έχει κρίσιμη σημασία: ο τομέας ηλεκτροπαραγωγής είναι ο πιο εύκολος και πιο ώριμος για ταχεία απανθρακοποίηση, σε αντίθεση με τις μεταφορές ή τη βιομηχανία. Εάν η Ελλάδα χάσει τον στόχο σε έναν τομέα όπου υπάρχουν διαθέσιμες τεχνολογίες και ώριμες λύσεις, τότε είναι ακόμη πιο πιθανό να αποτύχει και στον συνολικό στόχο του Εθνικού Κλιματικού Νόμου —τη μείωση των καθαρών εκπομπών κατά 55% έως το 2030 σε σχέση με το 1990— ο οποίος αποτελεί πλέον νομική υποχρέωση της Πολιτείας.

Η νέα Κομισιόν έχει αλλάξει στάση σε σχέση με την ενεργειακή μετάβαση;Το πρόταγμα της ανταγωνιστικότητας, τελικά την πήγε πίσω;

Ναι, θεωρώ ότι υπάρχει οπισθοδρόμηση. Ωστόσο, το επιχείρημα της ανταγωνιστικότητας δεν είναι πρόσφατο— ήταν ήδη κεντρικό στοιχείο κατά τη διαμόρφωση του πακέτου “Fit for 55” την περίοδο 2021–2023. Η προστασία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας αποτέλεσε βασικό παράγοντα στις διαπραγματεύσεις των νέων Οδηγιών και Κανονισμών. Δεν είναι τυχαίο ότι η ΕΕ κατέληξε σε μέτρα που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανία, όπως ο Μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM) και η αύξηση των πόρων του Ταμείου Καινοτομίας του ΣΕΔΕ.

Κατά τη γνώμη μου, το πραγματικό σημείο καμπής ήταν η επανεκλογή Trump. Οι απειλές των ΗΠΑ προς την ΕΕ για υψηλούς δασμούς στα ευρωπαϊκά προϊόντα που εξάγονται στην αμερικανική αγορά δυστυχώς έφεραν αποτελέσματα. Η ΕΕ τελικά υπαναχώρησε και υπέγραψε μια συμφωνία για εισαγωγές -κυρίως- ορυκτών καυσίμων αμερικανικής προέλευσης, αξίας 750 δισ. δολαρίων για τρία χρόνια, με αντάλλαγμα τη συγκράτηση των δασμών στο 15%. Ο υπερ-τριπλασιασμός των ποσοτήτων εισαγόμενων αμερικανικών ορυκτών καυσίμων που προβλέπει η συμφωνία ήταν, κατά την εκτίμησή μου, ο βασικός παράγοντας που οδήγησε στην πρόσφατη οπισθοδρόμηση της ευρωπαϊκής κλιματικής και ενεργειακής πολιτικής.

Τι επιπτώσεις έχει αυτή η συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ στην ενεργειακή μετάβαση και με ποιες Οδηγίες έρχεται σε σύγκρουση;

Έρχεται σε σύγκρουση με τις βασικότερες Οδηγίες και Κανονισμούς του πακέτου “fit for 55”, ο στόχος των οποίων είναι η μείωση των καθαρών εκπομπών της ΕΕ κατά τουλάχιστον 55% το 2030 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Τον ίδιο ακριβώς στόχο υπηρετεί η ενεργειακή μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα προς τις ανανεώσιμες πηγές. Δεδομένου λοιπόν ότι ο σκοπός της συμφωνίας ΕΕ-ΗΠΑ είναι η ενίσχυση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων στην Ευρώπη, έρχεται σίγουρα σε σύγκρουση με τους στόχους της οδηγίας για το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (παλιό και νέο), η οποία, μετά την τελευταία αναθεώρηση του 2023 καλύπτει περίπου το 70-75% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ολόκληρης της ΕΕ.

Η Οδηγία αποσκοπεί στη μείωση των εκπομπών CO2 της ηλεκτροπαραγωγής, της βιομηχανίας, των εγχώριων αερομεταφορών όπως (πλέον) και της ναυτιλίας κατά 62% το 2030 σε σχέση με το 2005. Επιδιώκει επίσης τον περιορισμό του ανθρακικού αποτυπώματος των κτιρίων και των οδικών μεταφορών κατά 42% μεταξύ των ιδίων ετών.

Επιπλέον η συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ έρχεται σε αντίθεση με τους Κανονισμούς για τα καύσιμα των θαλάσσιων και αεροπορικών μεταφορών (FuelEU Maritime και ReFuelEU Aviation αντίστοιχα) που στόχο έχουν τη σταδιακή αλλαγή από ορυκτά προς ανανεώσιμα καύσιμα σε αυτούς τους δύο κρίσιμους τομείς, ή με τον Κανονισμό για τις υποδομές εναλλακτικών καυσίμων  (Alternative Fuels Infrastructure Regulation) που στηρίζει τη μετάβαση του κλάδου των οδικών μεταφορών από τα ορυκτά καύσιμα που καίνε οι μηχανές εσωτερικής καύσης οι οποίες κυριαρχούν σήμερα, προς την ηλεκτροκίνηση.

Τέλος, η συμφωνία αυτή κινείται προφανώς σε αντίθετη κατεύθυνση με τις οδηγίες για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και την Ενεργειακή Αποδοτικότητα καθώς και οι δύο συνεισφέρουν με διαφορετικό τρόπο στην απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.

      Ποιες εκτιμάτε ότι μπορεί να είναι οι επιπτώσεις, αυτής της διπλής πολιτικής της ΕΕ και ενεργειακή μετάβαση και ορυκτά καύσιμα;

Η Ευρώπη έχει ξαναβρεθεί σε παρόμοιες περιόδους ολιγωρίας ως προς την κλιματική της πολιτική. Στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, η απροθυμία της ΕΕ να μεταρρυθμίσει το ΣΕΔΕ και να περιορίσει τις εξαιρέσεις για τις εταιρείες ηλεκτροπαραγωγής δημιούργησε ένα περιβάλλον τεχνητής ασφάλειας για όσες επιχειρήσεις βασίζονταν στα ορυκτά καύσιμα. Πολλές από αυτές θεώρησαν ότι οι χαμηλές τιμές άνθρακα και τα ειδικά καθεστώτα θα διαρκούσαν επ’ αόριστον.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ΔΕΗ. Με τη συνεχή στήριξη τριών ελληνικών κυβερνήσεων, επέλεξε να μην μετασχηματίσει έγκαιρα το ενεργειακό της μοντέλο προς τις ΑΠΕ και προχώρησε στον σχεδιασμό δύο νέων λιγνιτικών μονάδων. Τελικά κατασκευάστηκε μόνο η Πτολεμαΐδα 5, η οποία όμως θα παύσει τη λειτουργία της το 2026 — μόλις τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της εμπορικής της λειτουργίας. Η μονάδα δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει ανταγωνιστική, λόγω της αύξησης των τιμών CO₂ από το 2018 και έτσι το κόστος κατασκευής της -τουλάχιστον 1.5 δις ευρώ- δεν πρόκειται ποτέ να αποσβεστεί. Το οικονομικό βάρος αυτής της ολέθριας επιλογής προηγούμενων διοικήσεων της ΔΕΗ και τριών ελληνικών κυβερνήσεων το επωμίστηκαν τελικά οι πολίτες και η εθνική οικονομία, ακόμη κι αν η εταιρεία ξεκίνησε μια εντυπωσιακή αλλαγή πορείας μετά το 2019.

Φοβάμαι ότι κάτι αντίστοιχο κινδυνεύει να συμβεί και σήμερα με την «διπλή» ευρωπαϊκή πολιτική, που ταυτόχρονα μιλά για ενεργειακή μετάβαση αλλά αφήνει παράθυρα επιστροφής στα ορυκτά καύσιμα. Τέτοιες παλινδρομήσεις θα κοστίσουν: θα χαθεί πολύτιμος χρόνος, θα διοχετευθούν πόροι σε επιλογές χωρίς μέλλον και η Ευρώπη θα καθυστερήσει σε μια μετάβαση που γίνεται ολοένα πιο επιτακτική. Η κλιματική κρίση δεν περιμένει — και όσο καθυστερούμε, τόσο αυξάνεται το κόστος των δράσεων μετριασμού και προσαρμογής.

Οι επιπτώσεις δεν θα περιοριστούν μόνο στους πιο ευάλωτους ή στις επόμενες γενιές που είναι τα βέβαια θύματα. Θα πλήξουν και την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Πόσο ρεαλιστικό είναι να περιμένουμε ότι θα διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της σε έναν κόσμο που κυριολεκτικά «βράζει»;

Με ποιους τρόπους και με ποιες αποφάσεις αποδεικνύεται η αλλαγή στάσης  στην ευρωπαϊκή κλιματική πολιτική, τον τελευταίο χρόνο;

Ίσως η σημαντικότερη ένδειξη αλλαγής στην ευρωπαϊκή κλιματική πολιτική τον τελευταίο χρόνο αφορά το νέο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών για τα κτίρια και τις οδικές μεταφορές (ΣΕΔΕ-2 ή ETS2).

Πριν ακόμη τεθεί σε λειτουργία —η αρχική έναρξή του είχε οριστεί για το 2027— η ΕΕ αποφάσισε να την αναβάλει κατά έναν χρόνο. Και δεν σταμάτησε εκεί. Ήδη εξετάζει και δρομολογεί αλλαγές σε βασικές παραμέτρους της Οδηγίας, με στόχο τον περιορισμό των τιμών στη νέα αγορά άνθρακα. Αυτές οι παρεμβάσεις, όμως, ενέχουν τον κίνδυνο να υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού και να τον καταστήσουν ανεπαρκή για τη μείωση των εκπομπών στους δύο αυτούς πολύ ρυπογόνους τομείς.

Το γεγονός ότι η ΕΕ επιλέγει να «ξηλώσει» τόσο σύντομα ένα θεμελιώδες κομμάτι του κλιματικού πακέτου —ένα πλαίσιο που αποτέλεσε αντικείμενο διετούς διαπραγμάτευσης και προσδιορίστηκε οριστικά μόλις το 2023— αποτελεί σαφή ένδειξη ουσιαστικής υποχώρησης της Ένωσης στην κλιματική της φιλοδοξία.

Η οπισθοχώρηση συνεχίστηκε και στο κρίσιμο ζήτημα θέσπισης του νέου κλιματικού στόχου για το 2040. Το Συμβούλιο των υπουργών Περιβάλλοντος «αδυνάτισε» ακόμα περισσότερο την αρχική πρόταση της Κομισιόν προσφέροντας περισσότερες ευελιξίες στα κράτη μέλη να πετύχουν τους κλιματικούς τους στόχους με διεθνές ανθρακικές πιστώσεις (international carbon credits) έως και 5%, χαλαρώνοντας έτσι τις προσπάθειες μείωσης των εγχώριων εκπομπών.

Πιστεύετε ότι θα πετύχει αυτός ο στόχος που έχει τεθεί για το ETS και θα μειωθούν οι εκπομπές σε οδικές μεταφορές και κτήρια;

Η ίδια η Κομισιόν στην ανακοίνωσή της δηλώνει ότι ενδιαφέρεται για την επίτευξη των στόχων του ΣΕΔΕ-2. Ωστόσο, ακόμα και μόνο η απόφαση να μην ακυρωθούν δικαιώματα εκπομπών από το Αποθεματικό Σταθερότητας της Αγοράς (MSR) μετά το 2030 ενέχει σημαντικούς κινδύνους. Η αλλαγή αυτή μπορεί να απελευθερώσει στην ατμόσφαιρα έως και 600 εκατ. τόνους CO₂ περισσότερους σε σχέση με ό,τι είχε συμφωνηθεί το 2023 από τους τρεις ευρωπαϊκούς θεσμούς. Για να το βάλουμε σε προοπτική, αυτή η ποσότητα ισοδυναμεί με τη μείωση εκπομπών που το ΣΕΔΕ-2 επιδιώκει να πετύχει στους τομείς των κτιρίων και των οδικών μεταφορών σε διάστημα 10 ετών. Με άλλα λόγια, οι νέες αποφάσεις κινδυνεύουν να θέσουν το ΣΕΔΕ-2 εκτός τροχιάς επίτευξης στόχων πριν καν το νέο σύστημα τεθεί σε λειτουργία.

Οι επιπτώσεις όμως δεν περιορίζονται στο κλίμα. Οι αλλαγές που στοχεύουν στη μείωση της τιμής του άνθρακα θα μειώσουν και τα έσοδα των κρατών μελών από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων εκπομπών.

Αυτό περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα των κρατών να στηρίξουν οικονομικά επενδύσεις για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, τόσο σε νοικοκυριά όσο και σε επιχειρήσεις, στους τομείς των κτιρίων και των οδικών μεταφορών.

Όταν, όμως οι τιμές του ΣΕΔΕ-2 ανακάμψουν μετά από 2–3 χρόνια (όπως συνέβη παλιότερα με το ΣΕΔΕ-1), περισσότερα νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα βρίσκονται «ανοχύρωτα», εκτεθειμένα σε υψηλότερο κόστος άνθρακα και αυξημένες ενεργειακές δαπάνες.

  Πολλοί λένε ότι ένα από τα προβλήματα στην υλοποίηση της ενεργειακής μετάβασης είναι ότι δεν υπήρξε από την αρχή προϋπολογισμός του κόστους της ούτε ήταν ξεκάθαρο ποιους θα επιβαρύνει. Οι επιχειρήσεις που ανέλαβαν συχνά το κόστος για τη μετάβασή τους, το μετακυλούν στους καταναλωτές. Πόσο εκτιμάτε ότι είναι το κόστος της μετάβασης μέχρι σήμερα και ποιο θα είναι αν θέλουμε να φτάσουμε σε μηδενικές εκπομπές;

Δεν συμμερίζομαι αυτό το αφήγημα γιατί υπονοεί ότι η ενεργειακή μετάβαση έχει μόνο κόστη και καθόλου οφέλη. Στην πραγματικότητα, η πλειονότητα των επενδύσεων της πράσινης μετάβασης είναι ιδιωτικές και καταλήγουν να ωφελούν άμεσα τους πολίτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ΑΠΕ, που είναι πλέον οι φθηνότερες τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής. Η αύξηση του μεριδίου τους στο ενεργειακό μίγμα έχει ήδη πιέσει τις τιμές προς τα κάτω και τα οφέλη αυτά θα ήταν ακόμη μεγαλύτερα στους λογαριασμούς των καταναλωτών στην Ελλάδα, αν διαθέταμε περισσότερες υποδομές αποθήκευσης και μικρότερη εξάρτηση από το ορυκτό αέριο.

Επιπλέον, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή κλιματική πολιτική έχει προσφέρει στην Ελλάδα σημαντικούς πόρους τα τελευταία χρόνια. Μόνο από τη 4η φάση του ΣΕΔΕ, την περίοδο 2021–2024, η χώρα εισέπραξε 4,9 δισ. ευρώ.

Οι πόροι αυτοί χρηματοδότησαν όχι μόνο τις ΑΠΕ, την εξοικονόμηση και τη δίκαιη μετάβαση στις λιγνιτικές περιοχές, αλλά και την ενεργοβόρο βιομηχανία μέσω του μηχανισμού αντιστάθμισης έμμεσου κόστους CO₂. Παράλληλα συνέβαλαν καθοριστικά στη στήριξη των καταναλωτών κατά την ενεργειακή κρίση, όταν οι τιμές του ορυκτού αερίου εκτοξεύθηκαν. Είναι εύλογο να αναρωτηθούμε τι θα είχε συμβεί αν δεν υπήρχαν αυτοί οι πόροι ή αν η εξάρτηση από το αέριο ήταν ακόμη μεγαλύτερη λόγω λιγότερων ΑΠΕ.

Το ΣΕΔΕ χρηματοδοτεί επίσης κρίσιμες υποδομές. Συγχρηματοδοτεί τρία μεγάλα έργα δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS) από κορυφαίες βιομηχανίες της χώρας, καθώς και τις υποδομές μεταφοράς CO₂ στον Πρίνο. Επιπλέον, η Ελλάδα θα λάβει τα έσοδα από τη δημοπράτηση 45 εκατ. δικαιωμάτων —περίπου 3,7 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές— για τον εκσυγχρονισμό των ενεργειακών της υποδομών, τη χρηματοδότηση διασυνδέσεων και την υλοποίηση του προγράμματος Greco Islands, που θα επιτρέψει την απεξάρτηση των νησιών από το ρυπογόνο πετρέλαιο που σήμερα επιβαρύνει τους λογαριασμούς ΥΚΩ όλων των καταναλωτών.

Η κλιματική πολιτική της ΕΕ έχει επίσης συμβάλει με 13,7 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας —περίπου το 38% του συνόλου των πόρων που διατέθηκαν στη χώρα— χρηματοδοτώντας κρίσιμες επενδύσεις όπως η ηλεκτρική διασύνδεση των Κυκλάδων, η ενίσχυση της αυτοπαραγωγής, οι ενεργειακές αναβαθμίσεις κτιρίων, το εθνικό πρόγραμμα αναδάσωσης και η ενίσχυση της πολιτικής προστασίας απέναντι στα ολοένα συχνότερα ακραία φαινόμενα. Παράλληλα, η χώρα θα λάβει 4,78 δισ. ευρώ από το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα για την περίοδο 2026–2032, ώστε να στηρίξει νοικοκυριά και επιχειρήσεις στις επενδύσεις απανθρακοποίησης θέρμανσης και μετακινήσεων.

Φυσικά, η πράσινη μετάβαση δεν θα έρθει χωρίς κόστος: απαιτεί σημαντικούς πόρους και πολύ-επίπεδες αλλαγές. Όμως τα οφέλη της —για τους πολίτες, για την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας και ευρύτερα για την εθνική οικονομία— είναι πολλαπλά και απτά. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι πόσο «κοστίζει» η μετάβαση, αλλά πόσο θα μας κόστιζε η απουσία της.

Σε ό,τι αφορά το συνολικό κόστος αλλά και τα οφέλη από τη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα, το ΕΣΕΚ έχει ποσοτικές εκτιμήσεις οι οποίες έχουν προκύψει από λεπτομερή μοντέλα προσομοίωσης που βασίζονται σε επιλογές ελαχιστοποίησης του κόστους. Τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων αυτών δείχνουν για παράδειγμα διαρκή μείωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η χώρα πορευτεί στον δρόμο της καθαρής ενέργειας και δεν παραμείνει προσκολλημένη στο ορυκτό αέριο.

Who is Who- Νίκος Μάντζαρης

Ο Νίκος Μάντζαρης, σπούδασε χημικός μηχανικός στο ΕΜΠ. Μετά από 2 χρόνια στον Δημόκριτο πήγε στη Μινεσότα των ΗΠΑ, από όπου πήρε το διδακτορικό του στο τμήμα χημικής μηχανικής και επιστήμης υλικών. Μετά από ένα μεταδιδακτορικό στα μαθηματικά έγινε Επίκουρος και μετέπειτα Αναπληρωτής Καθηγητής στα τμήματα Chemical and Biomolecular Engineering και Biomedical Engineering του Πανεπιστημίου του Rice στο Houston του Texas. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ασχολήθηκε με την πολιτική οικολογία και στη συνέχεια εργάστηκε στο WWF Ελλάς, ως υπεύθυνος του τομέα ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής. Το 2018 συν-ίδρυσε το Green Tank, το πρώτο αμιγώς περιβαλλοντικό think tank στην Ελλάδα που εστιάζει σε ζητήματα ενέργειας και κλιματικής αλλαγής, δίκαιης μετάβασης, διατήρησης της βιοποικιλότητας και βιώσιμης ανάπτυξης. Είναι μέλος της Εθνικής Επιστημονικής Επιτροπής για την Αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής, της Επιτροπής για την αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα καθώς και της Επιτροπής Παρακολούθησης του Προγράμματος Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης 2021-2027.