ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Υπήρχαν εποχές που η Αθήνα ήταν χωρισμένη στα δύο: από τη μια οι κοσμικές παρέες που σύχναζαν στα σαλόνια του Κολωνακίου και στις σουίτες του Hilton, κι από την άλλη οι λαϊκές παρέες που ξενυχτούσαν σε ταβέρνες, σε υπόγεια μπουζούκια και στις αυλές με το γιασεμί. Σπάνια οι δύο αυτοί κόσμοι συναντιόντουσαν.
Κι όμως, στη δεκαετία του ’60, η μοίρα έφερε κοντά δύο άντρες που φάνταζαν εκ διαμέτρου αντίθετοι: τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον Έλληνα που έγινε σύμβολο παγκόσμιου πλούτου, και τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον λαϊκό συνθέτη με το αστείρευτο χιούμορ και το μπουζούκι του που έδινε ρυθμό στην ψυχή του τόπου.
Ο Ωνάσης, με τις υπερπολυτελείς θαλαμηγούς του, τα διεθνή του ειδύλλια, την Τζάκι Κένεντι και τη Μαρία Κάλλας, κουβαλούσε τη λάμψη της «κοσμοκρατορίας». Ο Ζαμπέτας, με τις απλές του μπαλάντες, τις πικάντικες ατάκες και τη χαρακτηριστική φωνή του, ήταν η άλλη όψη του ελληνικού ονείρου: ο άνθρωπος της φτωχογειτονιάς που κέρδισε μια θέση στην καρδιά όλων.
Το γεγονός ότι αυτοί οι δύο συναντήθηκαν, έστω και περιστασιακά, μοιάζει με παραμύθι που λέγεται ξανά και ξανά στα παρασκήνια της αθηναϊκής νύχτας.
Στις αίθουσες και στα μπουζούκια
Η δεκαετία του ’60 ήταν για την Ελλάδα μια εποχή αντιθέσεων. Από τη μία το «θαύμα» της οικονομικής ανάπτυξης, με δρόμους να φτιάχνονται και τον τουρισμό να απογειώνεται. Από την άλλη, μια κοινωνία που ακόμη κουβαλούσε φτώχεια και τραύματα. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, οι νύχτες της Αθήνας έγιναν το μεγάλο καταφύγιο.
Ο Ωνάσης, όταν βρισκόταν στην Αθήνα, συνήθιζε να επισκέπτεται τα κέντρα διασκέδασης. Η παρουσία του ήταν πάντα εκρηκτική: τραπέζια γεμάτα σαμπάνιες, φίλοι από όλο τον κόσμο, ένα σκηνικό που ταίριαζε με τη φήμη του. Κάπου εκεί μπήκε στη ζωή του ο Ζαμπέτας, που είχε ήδη αρχίσει να γίνεται γνωστός για το απαράμιλλο παίξιμό του.
Δεν ήταν μόνο οι μελωδίες του που μάγεψαν τον Ωνάση· ήταν και η προσωπικότητά του. Ο Ζαμπέτας δεν έσκυβε το κεφάλι. Είχε το θράσος του λαϊκού ανθρώπου που δεν πτοείται από τον πλούτο. Αντίθετα, τον αντιμετώπιζε με ατάκες που έκαναν ακόμη και τον «χρυσό Έλληνα» να γελά.
Μια βραδιά ο Ζαμπέτας πάνω από τη σκηνή φώναξε στον Ωνάση; «Γεια σου Τέλη μπατίρη»…
Οι νύχτες της δεκαετίας του ‘60

Στις νύχτες της Αθήνας της δεκαετίας του ’60, ανάμεσα στους ήχους των μπουζουκιών και το θρόισμα των σαμπανιών, γεννήθηκαν ιστορίες που σήμερα μοιάζουν περισσότερο με θρύλους παρά με τεκμηριωμένα γεγονότα. Μία από αυτές αφορά τη συνάντηση δύο κόσμων, δύο αντρών που φαινόταν εκ διαμέτρου αντίθετοι: τον Αριστοτέλη Ωνάση και τον Γιώργο Ζαμπέτα. Κυκλοφορούν αφηγήσεις που θέλουν τον Ωνάση, σε κάποιο από τα πολυτελή κέντρα διασκέδασης της Αθήνας, να παρακολουθεί τον Ζαμπέτα να παίζει. Λέγεται ότι εντυπωσιάστηκε από τον τρόπο που ο λαϊκός καλλιτέχνης αντιμετώπιζε όλους το ίδιο: δεν έκανε διακρίσεις ανάμεσα σε ισχυρούς και πλούσιους ή σε απλούς εργάτες και κυράδες που σφουγγάριζαν το πρωί. Κάθε νότα, κάθε χορδή, φαίνεται να έβγαινε από την καρδιά του και να αγγίζει όλους με την ίδια αμεσότητα και πάθος.
Ο Ζαμπέτας, από την πλευρά του, ήταν γνωστός για το καυστικό του χιούμορ και την αμεσότητά του. Οι αφηγήσεις αναφέρουν ότι δεν δίσταζε να παρατηρήσει, με τον δικό του τρόπο, πως ακόμη και ένας άνθρωπος σαν τον Ωνάση, γεμάτος δύναμη και πλούτο, θα μπορούσε να τα καταφέρει με το μπουζούκι αν το είχε επιλέξει ως δρόμο ζωής. Δεν είναι σαφές αν όσα ακούγονται λέχθηκαν ακριβώς έτσι· όμως η ουσία της σχέσης τους φαίνεται να διαπερνά τις ιστορίες: αμοιβαία εκτίμηση, σεβασμός για το ταλέντο και την αυθεντικότητα, και η ικανότητα να βλέπουν ο ένας στον άλλο κάτι πέρα από τους τίτλους και τη λάμψη.
Αυτό που κάνει τις ιστορίες ακόμα πιο γοητευτικές είναι η αντίθεση ανάμεσα στον κόσμο που ζούσε ο Ωνάσης και στην καθημερινότητα που μετέδιδε η μουσική του Ζαμπέτα. Ο πρώτος κινούνταν ανάμεσα σε διεθνείς αστέρες, πλούτο και κοσμική λάμψη, ενώ ο δεύτερος κρατούσε μέσα στα τραγούδια του την ψυχή της ελληνικής γειτονιάς, με τις μυρωδιές από ψητά, τις χαρές, τις λύπες και τα απλά πάθη. Συναντιόντουσαν, λοιπόν, για λίγες στιγμές σε έναν κοινό τόπο: τη μουσική και την αλήθεια που μπορούσε να βρει κανείς σε μια μελωδία.
Μέσα από αυτές τις αφηγήσεις ξεπηδά ένα μήνυμα που μοιάζει να υπερβαίνει τους ίδιους τους ανθρώπους: ακόμη και οι πιο διαφορετικοί κόσμοι μπορούν να συναντηθούν, όταν υπάρχει αυθεντικότητα, πάθος και χαμόγελο. Ο Ωνάσης και ο Ζαμπέτας, είτε μίλησαν ποτέ με αυτά τα λόγια είτε όχι, έγιναν σύμβολα αυτής της συνάντησης. Και η εικόνα που διατηρείται στις μνήμες — ο μεγάλος εφοπλιστής να παρακολουθεί τον λαϊκό καλλιτέχνη, να αφήνεται στη μουσική, και ο Ζαμπέτας να τον αγγίζει με τις νότες και το χιούμορ του — παραμένει μια από τις πιο ζωντανές παραστάσεις της Αθήνας του 20ού αιώνα.
Ακόμα και σήμερα, όταν μιλάμε για τον Ωνάση και τον Ζαμπέτα, δεν αναφερόμαστε απλώς σε δύο προσωπικότητες αλλά σε δύο όψεις της ίδιας εποχής, σε δύο κόσμοι που για λίγες νύχτες ενώθηκαν μέσα σε μια μελωδία, ένα χαμόγελο και την αλήθεια του λαϊκού ταλέντου.
Στο Σκορπιό με τον Ζαμπέτα
Υπάρχουν διηγήσεις ότι ο Ωνάσης κάλεσε τον Ζαμπέτα να παίξει στο Σκορπιό, το διάσημο ιδιωτικό του νησί. Εκεί, όπου φιλοξενούνταν βασιλιάδες, η Τζάκι, η Κάλλας, σταρ του Χόλιγουντ.
Είχε πει η κόρη του Ζαμπέτα: «Τον πατέρα μου τον αγάπαγε η πίστα. Ξέρεις, η πίστα άλλους τους καταπίνει και άλλους τους αναδεικνύει. Ο Ζαμπέτας ζούσε για την πίστα. Όλοι οι σταρ και οι επιχειρηματίες της εποχής πήγαιναν να τον ακούσουν. Από τους πιο τακτικούς θαμώνες στα μαγαζιά όπου έπαιζε ήταν ο Ωνάσης.
Όταν έχασε τον γιο του Αλέξανδρο και τον είχε άταφο στον Σκορπιό, ο Ωνάσης κάλεσε τον Ζαμπέτα στο νησί. Ήθελε με τη βοήθεια του μπουζουκιού του να ξεπεράσει τον πόνο του. Ο πατέρας μου μας φώναξε για να μας το πει με τη συμφωνία να μην το μαρτυρήσουμε πουθενά. Τον θυμάμαι να λέει χαρακτηριστικά: “Μη σας ξεφύγει τίποτα, τα γνωστά… Τουμπεκί ψιλοκομμένο”», εξομολογήθηκε η Κατερίνα Ζαμπέτα.
Ο Ζαμπέτας, σύμφωνα με αφηγήσεις της εποχής, δεν εντυπωσιαζόταν ιδιαίτερα από την πολυτέλεια του Σκορπιού. Προτιμούσε τη ζεστασιά μιας ελληνικής ταβέρνας, με τις μυρωδιές και την οικειότητα, από τα χειροκροτήματα των ξένων καλεσμένων που συχνά δεν καταλάβαιναν τα λόγια των τραγουδιών του.
Ο μύθος και η πραγματικότητα
Η σχέση Ωνάση – Ζαμπέτα δεν ήταν φιλία με την παραδοσιακή έννοια. Δεν έκαναν παρέα, δεν αντάλλαξαν επιστολές, ούτε έγιναν κουμπάροι. Ήταν μια σχέση που στηρίχθηκε στον αμοιβαίο σεβασμό. Ο Ωνάσης έβλεπε στον Ζαμπέτα το γνήσιο λαϊκό ταλέντο, ενώ ο Ζαμπέτας έβλεπε στον Ωνάση τον Έλληνα που κατάφερε να γίνει θρύλος.
Η εποχή τους άλλωστε ήταν γεμάτη αντιθέσεις. Ο Ωνάσης ζούσε την απόλυτη κοσμοπολίτικη ζωή, ενώ ο Ζαμπέτας κουβαλούσε στα τραγούδια του την καθημερινότητα: τις γειτονιές, τα μεθύσια, τα απλά πάθη. Αυτές οι δύο όψεις, όμως, ήταν κομμάτια του ίδιου παζλ που λέγεται «Ελλάδα του 20ού αιώνα».
Στιγμές που έμειναν στην ιστορία

Ανάμεσα στις ιστορίες που συντηρούνται μέχρι σήμερα, υπάρχουν και κάποιες σκηνές που φανερώνουν τη χημεία των δύο αντρών, έστω κι αν δεν είναι δυνατόν να διασταυρωθούν με βεβαιότητα. Λέγεται, για παράδειγμα, πως σε μια από τις περίφημες βραδιές στο Hilton, όταν η αίθουσα ήταν γεμάτη καπνό από πούρα και οι σαμπάνιες έρρεαν άφθονες, ο Ωνάσης παρασύρθηκε από τις μελωδίες του Ζαμπέτα. Κάποια στιγμή σηκώθηκε από το τραπέζι, έλυσε τη γραβάτα του και βγήκε στη μέση για να χορέψει ζεϊμπέκικο. Ήταν μια εικόνα που έμεινε χαραγμένη στη μνήμη όσων την έζησαν: ο μεγιστάνας με το ατσάλινο βλέμμα, που συνήθως κινούνταν σε έναν κόσμο τυλιγμένο στη λάμψη και την αυστηρότητα των διεθνών πρωτοκόλλων, να λυγίζει το σώμα του στον ρυθμό του μπουζουκιού, σαν να άφηνε για λίγο κάτω το βάρος της κοσμοκρατορίας του.
Σε άλλες διηγήσεις, αναφέρεται ότι ο Ωνάσης ένιωθε πως η μουσική του Ζαμπέτα τον γέμιζε με μια αίσθηση ελληνικότητας που καμία θαλαμηγός και καμία διεθνής κοσμικότητα δεν μπορούσε να του χαρίσει. Στα ακούσματα αυτά έβρισκε ένα κομμάτι της πατρίδας που είχε αφήσει πίσω του, μια απλότητα που τον συνέδεε με τις ρίζες του.
Ο Ζαμπέτας, από την άλλη, ποτέ δεν άφηνε την ευκαιρία να χρωματίσει τη στιγμή με το καυστικό του χιούμορ. Σε κάποιες αφηγήσεις, αντί να εντυπωσιαστεί ή να κολακευτεί από τα λόγια του Ωνάση, φέρεται να τα γύρισε σε αστείο. Με τον δικό του αφοπλιστικό τρόπο, θύμιζε ότι, όσο κι αν η ζωή πρόσφερε πλούτη και πολυτέλειες, στο τέλος η ψυχή του Έλληνα ξεκουραζόταν καλύτερα σ’ ένα μπουζουξίδικο της γειτονιάς, με μυρωδιές από ψητά και κρασί, παρά σε χρυσά σαλόνια με ξένους καλεσμένους.
Είτε τα περιστατικά αυτά συνέβησαν ακριβώς έτσι είτε διανθίστηκαν με το πέρασμα του χρόνου, το βέβαιο είναι ότι αποτυπώνουν κάτι βαθύτερο: τη συνάντηση δύο κόσμων φαινομενικά αντίθετων, που, έστω και για λίγες στιγμές, ενώθηκαν μέσα από τον ρυθμό ενός ζεϊμπέκικου και το χαμόγελο ενός αστείου.
Μια βραδιά παραμονές Δεκαπενταύγουστου 1969
Θυμάται ο Ζαμπέτας μία από εκείνες τις βραδιές που οι δρόμοι της Αθήνας είχαν αδειάσει και η παραλία στο Ελληνικό έμεινε ήσυχη. Ήταν παραμονές Δεκαπενταύγουστου του 1969, όταν ο Ωνάσης είχε έρθει στα Ξημερώματα και όλοι οι υπόλοιποι είχαν φύγει. Έμειναν μόνο οι δύο τους, κι ο Ζαμπέτας του έπαιζε μπουζούκι μέχρι το πρώτο φως της μέρας.
Σε εκείνη τη στιγμή, ο Ωνάσης φέρεται να του είπε με το γνώριμο χαμόγελό του: «Γεια σου, ρε Ζαμπέτα προλετάριε, εσύ κι εγώ τα λεφτά τα κάναμε από τις υπερωρίες». Ήταν λόγια που αποκάλυπταν την απλότητα και τη γνησιότητα ενός ανθρώπου που συνήθιζε να κινείται στον πιο εκθαμβωτικό κόσμο, αλλά μπορούσε να εκτιμήσει το ταλέντο και την αλήθεια του άλλου. Λέγεται επίσης ότι πρόσθεσε, με θαυμασμό: «Το μπουζούκι σου, Ζαμπέτα, ισοδυναμεί με ολόκληρη ορχήστρα κλασικής μουσικής».
Αυτή η μικρή σκηνή αποτυπώνει κάτι παραπάνω από έναν διάλογο. Καταγράφει τη συνάντηση δύο κόσμων: τον πλούτο και τη λάμψη από τη μία, και την αυθεντικότητα και το μεράκι από την άλλη. Ο Ωνάσης, παρά την κοσμοπολίτικη ζωή του, φέρεται να φαινόταν όσο πιο ανθρώπινος γινόταν. Και ο Ζαμπέτας, μέσα από τις νότες και το χιούμορ του, απαντούσε με μια διάθεση παιχνιδιού αλλά και σεβασμού, δείχνοντας ότι η μουσική δεν γνωρίζει τίτλους ή χρήματα.
Η ατμόσφαιρα εκείνης της νύχτας — το φως που ξεπρόβαλε αργά, οι ήχοι του μπουζουκιού και οι αυθόρμητες παρατηρήσεις του Ωνάση — δημιουργεί μια εικόνα που ξεπερνά τις λέξεις. Είναι η συνάντηση δύο ανθρώπων που αντάλλαξαν εκτίμηση και θαυμασμό, μια στιγμή που δείχνει πως η μουσική και η απλότητα μπορούν να ενώσουν διαφορετικούς κόσμους.
Το συμβολικό βάρος
Στην πραγματικότητα, η σχέση τους είναι περισσότερο συμβολική. Εκπροσωπεί τη συνάντηση δύο όψεων της Ελλάδας: της Ελλάδας που κατέκτησε τον κόσμο, με πλοία, με διεθνείς γάμους, με φωτογραφίες στα εξώφυλλα και της Ελλάδας που τραγουδούσε τις πίκρες της στα μπουζούκια, που έβρισκε παρηγοριά σε μια μελωδία.
Ο Ωνάσης και ο Ζαμπέτας δεν χρειάστηκε να γίνουν στενοί φίλοι για να γράψουν ιστορία. Αρκούσε η μεταξύ τους χημεία, η αμοιβαία αναγνώριση, για να γεννηθεί ένας θρύλος που μέχρι σήμερα συζητιέται.
Όταν οι κόσμοι συναντώνται
Αν η ζωή τους ήταν ταινία, θα υπήρχε σίγουρα μια σκηνή με τον Ωνάση να καπνίζει πούρο σε μια γωνία και τον Ζαμπέτα να παίζει μπουζούκι με χαμόγελο, να λέει μια ατάκα και να κάνει όλο το τραπέζι να γελά. Αυτή η εικόνα συνοψίζει τη σχέση τους: ο πλούτος και η λάμψη να συναντούν την αλήθεια και το μεράκι.
Και ίσως, στο βάθος, να αποδεικνύει κάτι που οι Έλληνες ξέρουν καλά: ότι όσα κι αν αλλάξουν, πάντα θα υπάρχει μια μελωδία που ενώνει τους ανθρώπους.
Διαβάστε επίσης :
Αριστοτέλης Ωνάσης: Οι ατάκες του για τις γυναίκες και ο μύθος πίσω από τα λόγια
Το άγνωστο παιδί της Μαρίας Κάλλας και του Αριστοτέλη Ωνάση
Το «τρικ με τα τάνκερ»: Πώς ο Αριστοτέλης Ωνάσης κέρδισε το παιχνίδι των πετρελαίων
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- «Stress Test» στα δάνεια των ελληνικών τραπεζών: Η ΤτΕ ζητά ταξινόμηση., ανάλογα με το πόσο κινδυνεύουν από την κλιματική κρίση
- Intralot: Υπέρ των Ελλήνων η κατανομή των νέων μετοχών – Ποιοι έβαλαν το «φρέσκο χρήμα» στην ΑΜΚ
- Μόδα: Η Nike ανακάμπτει, το Selfridges σημειώνει απώλειες ξανά και πλέον θα αγοράζουμε απευθείας από το ChatGPT
- Οι θαυμάσιες τράπεζες, τα 6,2 δις των Στασινόπουλων, 3 ισχυροί εφοπλιστές στην Intralot, η κίνηση Μανουσάκη, η σιωπή Μάτσα για το παλιόσπιτο στο Ψυχικό, τα μαθήματα Μαρινάκη, οι δυσκολίες του Παπασταύρου, ο χαφιές δημοσιογράφος και το πάρτι του Παπαζή
