Η συναρπαστική αγωγή που κατατέθηκε από τη Natalie Massenet περιλαμβάνει μια σειρά από κατηγορίες, στις οποίες η πρώην δημοσιογράφος, πρόεδρος του Βρετανικού Συμβουλίου Μόδας, και ιδρύτρια της Net-a-Porter κατηγορεί τον πρώην σύντροφό της, και συνιδρυτή της Frame, Erik Torstensson, για τα πάντα: μοιχεία, σεξεργασία, παράνομη χρήση ναρκωτικών, παραβίαση σύμβασης, και απάτες.

Natalie Sara Massenet και Erik Torstensson

Η Natalie Sara Massenet αρχικά εργάστηκε ως μοντέλο και στιλίστρια στην Ιαπωνία, πριν περάσει στη δημοσιογραφία μόδας. Το 2000 ίδρυσε το Net-a-Porter, μια καινοτόμο online πλατφόρμα πώλησης πολυτελών ειδών μόδας, με μορφή που θυμίζει περιοδικό. Η εταιρεία επεκτάθηκε με επιτυχία (συμπεριλαμβανομένων των The Outnet και Mr Porter), και το 2010 πουλήθηκε μερικώς στην Richemont. Τα συνολικά κέρδη της Natalie Massenet από την συγχώνευση του Net-a-Porter με τον Όμιλο Yoox το 2015 ανέρχονται, σύμφωνα με πληροφορίες, σε πάνω από 100 εκατομμύρια λίρες. Το 2017 εντάχθηκε στο Farfetch ως μη εκτελεστική συν-πρόεδρος, και το 2018 ίδρυσε το Imaginary Ventures, εταιρεία επενδύσεων σε νεοφυείς επιχειρήσεις στη μόδα, ομορφιά και την τεχνολογία.

1

Ο Erik Torstensson είναι Σουηδός επιχειρηματίας, υπεύθυνος δημιουργικού, ιδρυτής και επενδυτής στον χώρο της μόδας και του branding. Μαζί με τον Jens Grede ίδρυσε το 2003 το Saturday Group, μια εταιρεία marketing με έμφαση στη μόδα και την επικοινωνία. Συνεργάστηκε με μεγάλα brands όπως H&M, Louis Vuitton, και Balenciaga τόσο στον χώρο της διαφήμισης, της δημόσιας εικόνας, όσο και του branding. Το 2012 ίδρυσαν μαζί το FRAME, μια εταιρεία premium denim και lifestyle ρούχων με έδρα το Λος Άντζελες. Σήμερα, έχει τον ρόλο του Υπεύθυνου Δημιουργικού στη FRAME. Είναι επίσης επενδυτής σε νεοφυείς επιχειρήσεις στον χώρο της μόδας και της ομορφιάς.

Η γνωριμία, η σχέση και η κατάρρευση της εικόνας

Η γνωριμία της Natalie Massenet με τον Σουηδό επιχειρηματία Erik Torstensson χρονολογείται γύρω στο 2009, όταν εκείνη ήταν ακόμη παντρεμένη με τον Γάλλο hedge fund manager Arnaud Massenet. Μέσα σε λίγους μήνες οι δυο τους έγιναν ζευγάρι και το 2011 η ιδρύτρια του Net-a-Porter ανακοίνωσε το διαζύγιό της. Στις 20 Αυγούστου, η μέχρι τότε προσεκτικά καλλιεργημένη εικόνα του ζευγαριού κατέρρευσε θεαματικά, καθώς η Massenet κατέθεσε αγωγή κατά του Torstensson στο Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνια, στο Λος Άντζελες.

Σύμφωνα με την αγωγή, εκείνος εκμεταλλεύτηκε τα χρήματά της και τις ισχυρές της διασυνδέσεις στον χώρο της μόδας, αφήνοντάς την τελικά σε οικονομική στενότητα, παρά την υπόσχεση ότι θα της επιστρέψει τις επενδύσεις που είχε κάνει. Η Massenet υποστηρίζει ακόμη ότι ο σύντροφός της την απατούσε σχεδόν από την αρχή της σχέσης τους και ότι ο ίδιος είχε παραδεχτεί προβλήματα αλκοολισμού, σεξουαλικού εθισμού και χρήσης ναρκωτικών, ενώ πλήρωνε και σεξεργάτριες.

Η αγωγή

Το 2024, όπως περιγράφεται στη δικογραφία, ο Torstensson έγινε ολοένα και πιο ασταθής, με υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, συχνές απουσίες από το σπίτι και κρίσεις πανικού. Τον Μάιο, επιστρέφοντας από επαγγελματικό ταξίδι στο Λος Άντζελες, φέρεται να είπε στη Massenet ότι δεν ήταν πλέον ερωτευμένος και δεν έβλεπε μέλλον στη σχέση. Με προτροπή συμβούλου σχέσεων, ο Torstensson εισήχθη σε κέντρο αποκατάστασης. Τότε, η Massenet βρήκε ένα παλιό του κινητό που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, περιείχε αποδείξεις πολλαπλών σχέσεων με νεότερες γυναίκες, καθώς και ανταλλαγή μηνυμάτων με έμπορο ναρκωτικών και άγνωστη γυναίκα που του έστελνε προκλητικές φωτογραφίες. Η ίδια καταγγέλλει ότι εκείνος παραδέχτηκε: «είμαι ψεύτης, αλκοολικός, ναρκομανής και σεξομανής εδώ και επτά χρόνια».

Η αντεπίθεση

Η απάντηση του Torstensson ήρθε μέσω αντεπίθεσης στη δικαστική σκακιέρα. Κατέθεσε νέα αγωγή στο Ανώτατο Δικαστήριο της Νέας Υόρκης, ζητώντας την επιμέλεια του επτάχρονου γιου τους το οποίο απέκτησαν με παρένθετη μητέρα. Στο δικό του αφήγημα, η Massenet παρουσιάζεται ως γυναίκα που «λάτρευε τα φώτα της δημοσιότητας», χρησιμοποιούσε την ισχύ της για να τον ελέγχει και εκδικούταν όσους συνεργάτες την αμφισβητούσαν. Η αγωγή την κατηγορεί επίσης για υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών και υποστηρίζει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις γινόταν βίαιη απέναντί του, γεγονός που, όπως σημειώνεται, θέτει εν αμφιβόλω την ικανότητά της να μεγαλώσει το παιδί τους. Ως εκ τούτου διεκδικεί την κηδεμονία του. Σε αντίθεση με τη δική της αγωγή, η δική του δεν συνοδεύεται από αποδεικτικά στοιχεία.

Η δικογραφία ως χρυσωρυχείο σπάνιων επενδυτικών πληροφοριών

Ωστόσο, πέρα από τις σκανδαλώδεις κατηγορίες στην αγωγή που κατατέθηκε πρόσφατα και αφορούν στην προσωπική τους σχέση, κρύβεται μια επιχειρηματική υπόθεση που αγγίζει την ουσία των κεφαλαίων, της επένδυσης και της δημιουργίας αξίας σε μερικές από τις πιο γνωστές μάρκες καταναλωτικών προϊόντων της τελευταίας δεκαετίας, στις οποίες επένδυαν. Η δικογραφία αποκαλύπτει σπάνια στοιχεία αποτίμησης, θέτει ζητήματα διακυβέρνησης και αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίο ορίζεται η επένδυση σε αρχικά στάδια στις νέες μάρκες μόδας.

Πιο συγκεκριμένα, στην αγωγή που κατατέθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνια, στις 20 Αυγούστου, η Massenet δηλώνει ότι είναι γνωστή για την ίδρυση της Net-a-Porter, μιας ισχυρής εταιρείας ηλεκτρονικού εμπορίου πολυτελών προϊόντων, και ότι έτσι γνώρισε τον Torstensson το 2009. Μετά την αποχώρησή της από την Net-a-Porter το 2015, η Massenet συνίδρυσε την Imaginary Ventures με τον Nick Brown, ένα fund που έχει αναπτυχθεί σε πάνω από 1,5 δισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία και έχει επενδύσει σε νεοσύστατες εταιρείες στο σταυροδρόμι της μόδας και της τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων των Glossier, Reformation, Everlane και Westman Atelier.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Massenet υποστηρίζει ότι συγκέντρωσε πόρους, αξιοπιστία και συνδέσεις που δεν ήταν απλώς το υπόβαθρο για την άνοδο του Torstensson στον κλάδο, αλλά συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της καριέρας του ως επιχειρηματία. Από την ίδρυση της Frame, το 2012, έως την επακόλουθη είσοδο του Torstensson σε μια σειρά από μεγάλα καταναλωτικά brands, η καταγγελία παρουσιάζει τη Massenet ως κάτι περισσότερο από μια συνεργάτιδα: Ήταν πηγή κεφαλαίου και αξιοπιστίας για τον Torstensson. Και αναλαμβάνοντας αυτόν τον ρόλο, η Massenet τοποθετεί τη συμβολή της ως επενδύτρια, η υποστήριξη της οποίας είχε τόσο οικονομικό όσο και στρατηγικό βάρος, με πλήρη νομική σημασία.

Το ερώτημα των 95 εκατομμυρίων δολαρίων

Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται ο ισχυρισμός της Massenet ότι ξόδεψε περισσότερα από 95 εκατομμύρια δολάρια κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, καλύπτοντας έξοδα ακινήτων, τρόπου ζωής και επιχειρήσεων, βασιζόμενη στις επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις του Torstensson ότι θα της επιστραφούν τα χρήματα όταν οι επιχειρήσεις του θα απέφεραν ρευστότητα. Η αγωγή χαρακτηρίζει αυτές τις δαπάνες όχι ως προσωπικές απολαύσεις, αλλά ως υποστήριξη σε αρχικό στάδιο, παρόμοια με την αρχική επένδυση, κάτι που φέρεται να επέτρεψε στον Torstensson να ανακατευθύνει τα δικά του μετρητά σε άλλες επιχειρηματικές ευκαιρίες που τώρα αξίζουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια.

Η αγωγή επισημαίνει αρκετές από αυτές: ο Torstensson φέρεται να διατηρεί συμμετοχή στη Frame αξίας περίπου 100 εκατομμυρίων δολαρίων και, από το 2024, έλαβε ετήσιο βασικό μισθό 1,5 εκατομμυρίων δολαρίων από την εταιρεία. Το μερίδιό του στην SKIMS, τη μάρκα shapewear της Kim Kardashian, φέρεται να υπερβαίνει τα 300 εκατομμύρια δολάρια. Αναφέρονται επίσης επιπλέον μετοχές στις Good American, Safely, Brady και άλλες μάρκες, με την καταγγελία να υποστηρίζει ότι οι συστάσεις της Massenet και η υποστήριξη της Imaginary παρείχαν προνομιακή πρόσβαση σε αυτές τις συμφωνίες.

Συνολικά, η Massenet ισχυρίζεται ότι αυτές οι θέσεις αξίζουν αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Με την δημοσιοποίηση αυτών των αριθμών, η υπόθεση παρέχει μια σπάνια εικόνα των ιδιωτικών αποτιμήσεων που συνήθως αποκαλύπτονται μόνο σε γύρους χρηματοδότησης ή σε εμπιστευτικές εκθέσεις επενδυτών.

Η επιχειρηματική πλευρά της υπόθεσης

Για την προώθηση της υπόθεσής της, η Massenet κατηγορεί τον Torstensson για παραβίαση συμβολαίου, απάτη και σκόπιμη εξαπάτηση, δεσμευτικές υποσχέσεις και σκόπιμη ή αμελή πρόκληση συναισθηματικής οδύνης. Η τελευταία κατηγορία αντανακλά την προσωπική διάσταση της υπόθεσης, αλλά οι τρεις πρώτες είναι στενά συνδεδεμένες με τις επιχειρηματικές συναλλαγές που διαδραματίζονται και θέτουν ερωτήματα σχετικά με το βαθμό στον οποίο οι άτυπες διαβεβαιώσεις, η οικονομική υποστήριξη και η στρατηγική πρόσβαση πρέπει να επιβάλλονται ως δεσμευτικές υποχρεώσεις, και το πόσο δύσκολο είναι να αποφεύγεται όταν η σχέση των μερών υφίσταται σε διπλό επίπεδο: προσωπικό και επαγγελματικό.

Η αξίωση για παραβίαση σύμβασης πηγάζει από τις υποτιθέμενες υποσχέσεις του Torstensson ότι η Massenet θα αποπληρωθεί από ρευστοποίηση, διαβεβαιώσεις στις οποίες, όπως λέει, βασίστηκε όταν χρηματοδότησε δαπάνες που του επέτρεψαν να διατηρήσει και να αυξήσει τις μετοχικές του θέσεις. Η κατηγορία για απάτη βασίζεται στο ότι έκανε αυτές τις υποσχέσεις χωρίς καμία πρόθεση να τις εκπληρώσει, ενώ συνέχιζε να επωφελείται από το κεφάλαιο και την αξιοπιστία που του παρείχε το όνομά της. Η αποδοχή της υπόσχεσης ως δεσμευτική (promissory estoppel) προβάλλεται ως εναλλακτική, υποστηρίζοντας ότι ακόμη και χωρίς επίσημη σύμβαση, η εμπιστοσύνη της σε επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις εις βάρος της, της δίνει το δικαίωμα αποκατάστασης.

Όταν η φήμη και η επιρροή γίνονται επενδυτικά κεφάλαια

Συνολικά, οι επιχειρηματικές αξιώσεις τοποθετούν την Massenet ως επενδυτή που παρείχε τόσο χρήματα όσο και επιρροή στην αγορά για τον Torstensson. Η αποζημίωση που ζητά δεν περιορίζεται σε αποζημίωση για τα 95 εκατομμύρια δολάρια που υποστηρίζει ότι ξόδεψε, αλλά επιδιώκει μια δίκαιη απόδοση συνδεδεμένη με τα κέρδη και την αξία των μετοχών που ισχυρίζεται ότι δημιουργήθηκαν μέσω της υποστήριξής της εις όφελός του. Με τη διατύπωση της υπόθεσης με αυτόν τον τρόπο, η καταγγελία εστιάζει στις ρυθμίσεις διακυβέρνησης και χρηματοδότησης σε μερικές από τις πιο παρακολουθούμενες καταναλωτικές μάρκες της τελευταίας δεκαετίας, αποκαλύπτοντας πώς οι άτυπες υποσχέσεις και τα προσωπικά δίκτυα μπορεί να λειτούργησαν παράλληλα ή αντί των επίσημων επενδυτικών δομών.

Οι ευρύτερες επιπτώσεις της υπόθεσης εκτείνονται πολύ πέρα από τους Massenet και Torstensson. Διαφορές αυτού του είδους μπορούν να φέρουν στο προσκήνιο δεδομένα αποτίμησης που σπάνια δημοσιοποιούνται, προσφέροντας πληροφορίες για τα ιδιωτικά μερίδια σε εταιρείες όπως η SKIMS και η Frame. Επίσης, εφιστούν την προσοχή στη διακυβέρνηση: πώς κατανεμήθηκαν αυτά τα μερίδια και ποιες υποχρεώσεις υπάρχουν έναντι των πρώτων επενδυτών, των οποίων οι συνεισφορές μπορεί να μην μοιάζουν με τις συμβατικές επενδύσεις επιχειρηματικού κεφαλαίου;

Η πραγματική δίκη: το προφίλ του επενδυτή και η κεφαλαιοποίηση των σχέσεων

Τέλος, εγείρει την πιθανότητα το δικαστήριο να εξετάσει ορισμένα από τα κρίσιμα στοιχεία της επένδυσης σε αρχικό στάδιο που διαδραματίζεται εδώ – συμπεριλαμβανομένου του κεφαλαίου που προωθήθηκε μέσω προσωπικών σχέσεων, των συστάσεων σε δίκτυα επιρροής και της αξιοπιστίας που συνοδεύει το προσωπικό δίκτυο– και να τα σταθμίσει παράλληλα με τις πιο παραδοσιακές οικονομικές πτυχές που επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται τα μερίδια σε αναπτυσσόμενες εταιρείες.

Συμπερασματικά, πέρα από τις σκανδαλώδεις λεπτομέρειες, η αγωγή είναι, στην ουσία, μια διαμάχη σχετικά με τις αποδόσεις: αν η Massenet έχει το δικαίωμα να ανακτήσει περισσότερα από 95 εκατομμύρια δολάρια και να μοιραστεί την αξία των μετοχών που, όπως υποστηρίζει, βοήθησε να δημιουργηθούν. Επίσης, αρχίζει να αποκαλύπτει μέρος της μυστικότητας που περιβάλλει τις ιδιωτικές αποτιμήσεις, υποβάλλει τις δομές διακυβέρνησης σε νέα εξέταση και θέτει το ερώτημα αν ο ορισμός του επενδυτή σε αρχικό στάδιο πρέπει να επεκταθεί σε όσους η συνεισφορά τους είναι τόσο φήμη και σχέσεις όσο και οικονομική.

Για την ιδρύτρια που κάποτε αναστάτωσε τον κλάδο της λιανικής πώλησης πολυτελών ειδών με το Net-a-Porter, η αίθουσα του δικαστηρίου της Καλιφόρνιας μπορεί τώρα να αποτελέσει το σκηνικό για μια άλλη αναστάτωση: μια υπόθεση που αποκαλύπτει την πραγματική εικόνα του τι σημαίνει να είσαι επενδυτής σε αρχικό στάδιο στη νέα φρουρά της μόδας.

Η αγωγή Massenet δεν είναι απλώς μια ιστορία για απιστίες, εξαρτήσεις και ρομαντικές αυταπάτες. Είναι μια υπενθύμιση ότι στον κόσμο της μόδας και των επενδύσεων, το πιο εθιστικό ναρκωτικό δεν είναι ούτε το αλκοόλ ούτε η δόξα, αλλά η πρόσβαση σε κεφάλαιο και επιρροή. Μπορεί τελικά το παιχνίδι να ακολουθήσει τους κανόνες;

Διαβάστε επίσης:

Gucci, Balenciaga, McQueen: Στον αέρα οικονομικά δεδομένα εκατομμυρίων πελατών

Μόδα: Armani, Vogue, Kering και οι ισορροπίες της νέας εποχής

Giorgio Armani: Η ανατρεπτική διαθήκη των δισεκατομμυρίων (βίντεο)